Έγινε γνωστό τις τελευταίες ημέρες, ότι η μόνιμη αντιπρόσωπός μας στα Ηνωμένα Έθνη, απέστειλε επιστολή απαντητική, στις αβάσιμες, έωλες και προκλητικές αιτιάσεις της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας, σε σχέση με τις Συνθήκες που διέπουν την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου.
Και ορθώς εστάλη, ως αυτονόητη κίνηση διπλωματίας και εξωτερικής μας πολιτικής. Η Τουρκία είχε εγκαινιάσει τον ‘κύκλο’ αποστολής επιστολών, για την υπό συζήτηση θεματική, τον Ιούνιο του 2021.
Μια κίνησή της, που όχι μόνο εισάγει προκλητικές και σφόδρα επικίνδυνες πρακτικές αναθεωρητισμού, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και πρόδρομη αμφισβήτηση της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι και του απαραβιάστου των συνόρων.
Επί της τουρκικής επιστολής του Ιουνίου του 2021, είχε δοθεί απάντηση από ελληνικής πλευράς τον Ιούλιο του 2021, για να ακολουθήσει και νέα τουρκική επιστολή, τον Σεπτέμβριο του 2021. Είναι πρόδηλο πως οι Τούρκοι ήθελαν να έχουν τον τελευταίο λόγο και σε επίπεδο εντυπώσεων. Απαντήσαμε μετά την πάροδο οκτώ και πλέον μηνών.
Εάν το διάστημα που μεσολάβησε, αποτελούσε μια απόπειρα διασφάλισης και συντήρησης ενός ιδιότυπου μορατόριουμ, αποδείχθηκε ότι ήταν ατελέσφορη.
Η τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα κλιμακώθηκε. Ακόμα και σε σχέση με την αυτονόητη υποστήριξη και προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και εθνικών μας συμφερόντων.
Διαπιστώνεται κατά τούτο εκ νέου, ότι ακόμα και στο πλαίσιο οιασδήποτε διαπραγμάτευσης, η συστηματική και έγκαιρη καταγγελία της παραβατικής συμπεριφοράς της αντίπαλης πλευράς, αποτελεί αναπόσπαστη προυπόθεση για την επιτυχή διεξαγωγή της.
Η οποιαδήποτε ολιγωρία ή κακώς νοούμενη καλή θέληση, ουδόλως εκτιμάται από τον αντίπαλο. Τουναντίον εκλαμβάνεται ως αδυναμία ή σιωπηρή αποδοχή των αξιώσεων και ανιστόρητων αιτιάσεών του.
Επί του περιεχομένου της επιστολής, ορθώς επισημάνθηκε, ότι η οποιαδήποτε διασύνδεση των συνόρων που διαμορφώθηκαν, με αιτιάσεις επί των όρων εφαρμογής και συμμόρφωσης με τις προβλέψεις των Διεθνών Συνθηκών, είναι καταχρηστική, αυθαίρετη και αβάσιμη.
Η διαμόρφωση και η παγίωση των συνόρων, συντελείται με τη σύναψη αυτή καθεαυτή της Συνθήκης και δε συναρτάται από τις οποιεσδήποτε ερμηνείες ως προς την εφαρμογή των επιμέρους διατάξεών τους, όταν δεν υπάρχει σχετική ρήτρα στο Κείμενο της Συνθήκης.
Κάθε άλλη ερμηνεία θα οδηγούσε σε διαρκή περιδίνηση τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα.
Ο διαχωρισμός του απαραβιάστου των συνόρων, από τις ενδεχόμενες παραβιάσεις των όρων της Συνθήκης, δεν προσφέρει ωστόσο ασυλία στο Κράτος παραβάτη.
Στην περίπτωση μάλιστα των όσων περιλαμβάνει η τουρκική επιστολή του Σεπτεμβρίου του 2021, επί της οποίας εστάλη η πρόσφατη απάντησή μας, γίνεται αναφορά στα νησιά Άαλαντ στη Βαλτική Θάλασσα, που τόσο η ιστορική διαδρομή τους, όσο και τα όσα συνομολογήθηκαν σε σχέση με την παραχώρησή τους στη Φινλανδία, ουδόλως προσιδιάζουν στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και ούτε βέβαια στα Δωδεκάνησα.
Οι προβλέψεις για πλήρη αποστρατικωποίηση των Άαλαντ, είναι απόλυτες και δε βρίσκονται σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις, οιασδήποτε άλλης χώρας.
Υπάρχει από την άλλη μια ιδιαίτερα σημαντική πρόβλεψη, που συνιστά όρο για την παραχώρηση των νησιών στη Φινλανδία, στο πλαίσιο συνομολόγησης της σχετικής συνθήκης και δεν είναι άλλη από την αυτονομία τους.
Μια αντίστοιχη ρητή πρόβλεψη υπάρχει στη Συνθήκη της Λωζάνης για την Ίμβρο και την Τένεδο, που διελάμβανε μάλιστα ότι ακόμα και οι υπηρεσίες διοίκησης και ασφάλειας των δύο αυτών νησιών, θα έπρεπε να προέρχονται από τους ντόπιους πληθυσμούς, που το 1923, όταν συνήφθη η Συνθήκη, ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ελληνικοί.
Τη ρητή αυτή πρόβλεψη, η Τουρκία την καταστρατήγησε. Ήταν κάτι που έπρεπε να τονιστεί στην Επιστολή.