Αρκετές μέρες θα πρέπει να περάσουν για να εκτιμηθεί η εξέλιξη της σεισμικής ακολουθίας μετά τη δόνηση 5,4 ρίχτερ, που σημειώθηκε στα ανοιχτά του Αγίου Όρους.
«Στο Βόρειο Αιγαίο οι περισσότεροι σεισμοί είναι επιφανειακοί και παρατηρούμε συχνά μικρο-εξάρσεις. Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να πούμε αν θα επιμείνει η ακολουθία, ή αν θα διευρυνθεί η δραστηριότητα στον χώρο», δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Γεωφυσικής του ΑΠΘ, Κώστας Παπαζάχος, εξηγώντας πως το επίκεντρο του σεισμού ανήκει στη ζώνη της τάφρου του Βορείου Αιγαίου, που είναι συνέχεια του ρήγματος της Ανατολίας στο χώρο του Αιγαίου.
«Είναι μία μεγάλη ζώνη, που δίνει και πολύ ισχυρούς σεισμούς, οι περισσότεροι επιφανειακοί και στον θαλάσσιο χώρο. Περνάει νότια από τη Θάσο και τη Σαμοθράκη, βόρεια από τη Λήμνο, νότια από τις ακτές του Αγίου Όρους και φτάνει μέχρι τις Βόρειες Σποράδες […] είναι μία μεγάλη ρηξιγενής ζώνη, που αν δει κανείς τον χάρτη του πυθμένα στο Βόρειο Αιγαίο, χωρίς να είναι σεισμολόγος, θα μπορέσει σχετικά εύκολα να αναγνωρίσει το ρήγμα», ανέφερε ο καθηγητής. Τα ρήγματα αυτά – συνέχισε – δεν προκαλούν τσουνάμι, ακόμη και σε ισχυρότερους σεισμούς, λόγω του συνδυασμού κανονικής και οριζόντιας μετατόπισης του ρήγματος, αλλά και του αυξημένου τους βάθους (10-15 χιλιόμετρα), με αποτέλεσμα να μη φτάνει η σεισμική διάρρηξη μέχρι την επιφάνεια.
Οι πιο πρόσφατοι σεισμοί που προήλθαν από την περιοχή του σημερινού σεισμού, το 1982 και το 1983, ήταν μεγέθους 7 Ρίχτερ (πιο νότια) και 6,8 Ρίχτερ (πιο ανατολικά). Η δε πιο πρόσφατη σημαντική σεισμική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή, σημειώθηκε στην περιοχή μεταξύ Σαμοθράκης και Λήμνου το 2014, όπου παρά το μεγάλο μέγεθος του σεισμού (6,9 ρίχτερ) δεν είχε ιδιαίτερες επιπτώσεις.