Τα τελευταία επτά χρόνια (2015-2021) ήταν τα πιο ζεστά που καταγράφηκαν ποτέ μολονότι το μετεωρολογικό φαινόμενο Λα Νίνια οδήγησε σε μια προσωρινή πτώση των θερμοκρασιών την περσινή χρονιά, επιβεβαίωσε σήμερα ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός (WMO). Η υπερθέρμανση του πλανήτη που οφείλεται στο φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι πλέον πολύ πιο αισθητή από ποτέ σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό.
Οι επτά πιο ζεστές χρονιές έχουν όλες καταγραφεί από το 2015, με τις χρονιές 2016, 2019 και 2020, να βρίσκονται πρώτες στην κατάταξη, υπογραμμίζει ο WMO σε ανακοίνωσή του, στην οποία σημειώνει ότι «για έβδομη συνεχόμενη χρονιά, η παγκόσμια θερμοκρασία ξεπέρασε κατά περισσότερο από 1 βαθμό Κελσίου τα προβιομηχανικά επίπεδα».
«Η υπερθέρμανση του πλανήτη και οι άλλες μακροπρόθεσμες τάσεις των κλιματικών αλλαγών θα συνεχιστούν λόγω των επιπέδων ρεκόρ των αερίων, που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, στην ατμόσφαιρα», προσθέτει ο οργανισμός αυτός του ΟΗΕ, που έχει την έδρα του στη Γενεύη.
Σε κάθε περίπτωση, «το έτος 2021 θα μείνει στη μνήμη λόγω ενός ρεκόρ θερμοκρασίας σχεδόν 50 βαθμών Κελσίου που καταγράφηκε στον Καναδά -θερμοκρασία που μπορεί να συγκριθεί με τις αυξημένες τιμές στην Σαχάρα στην Αλγερία- αξιοσημείωτες βροχοπτώσεις και φονικές πλημμύρες στην Ασία και την Ευρώπη, όπως και εμφάνιση ξηρασίας σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής», υπενθυμίζει ο Ταάλας.
«Η υπερθέρμανση του πλανήτη μακροπρόθεσμα, που οφείλεται στην αύξηση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, είναι πλέον πολύ πιο αισθητή από την ετήσια διακύμανση του μέσου όρου των θερμοκρασιών του πλανήτη που προκαλείται από φυσικούς κλιματικούς παράγοντες», υπογραμμίζει σε ανακοίνωση ο Γενικός Γραμματέας του WMO Πετέρι Ταάλας.
Ο αντίκτυπος του φαινομένου Λα Νίνια, το οποίο προκαλείται κάθε δύο με επτά χρόνια, γίνεται αισθητός σε μεγάλο μέρος της Γης υπό την μορφή διακυμάνσεων στην ατμοσφαιρική πίεση, τους ανέμους και τις βροχές, με συνέπειες εν γένει αντίθετες με αυτές του άλλου φαινομένου, του Ελ Νίνιο.
Το 2021, σύμφωνα με τον WMO, η μέση θερμοκρασία στον πλανήτη ήταν επομένως υψηλότερη κατά περίπου 1,11 βαθμό Κελσίου με περιθώριο σφάλματος συν ή πλην 0,13 βαθμού από τα προβιομηχανικά επίπεδα, τα οποία αφορούν την περίοδο 1850-1900. Η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα έχει στόχο να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη σαφώς κάτω των 2 βαθμών Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα και ει δυνατόν στον 1,5 βαθμό.
Για να έχει τις πιο αξιόπιστες δυνατές στατιστικές, ο WMO προβαίνει στην σύνθεση έξι μεγάλων διεθνών συνόλων δεδομένων, κυρίως της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA) ή ακόμη του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τις Μεσοπρόθεσμες Μετεωρολογικές Προβλέψεις (ECMWF) και της υπηρεσίας του παρακολούθησης των κλιματικών αλλαγών Copernicus, που την περασμένη εβδομάδα δημοσίευσαν παρόμοια συμπεράσματα.
Ο WMO συνδυάζει έτσι εκατομμύρια δεδομένα μετεωρολογικής και ωκεάνιας παρατήρησης, συμπεριλαμβανομένων δορυφορικών, με άλλες μοντελοποιημένες τιμές, για να μπορεί “να υπολογίσει τις θερμοκρασίες κάθε στιγμή, παντού στον κόσμο, ακόμη και στις περιοχές στις οποίες το δίκτυο παρατήρησης είναι αραιό, όπως κοντά στους πόλους”.
Σύμφωνα με τις διάφορες υπηρεσίες στις οποίες στηρίζει τους υπολογισμούς του ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός, το 2021 ήταν η πέμπτη πιο ζεστή χρονιά που καταγράφηκε ποτέ (Copernicus), ενώ η NOAA και η Berkeley Earth την κατατάσσουν στην έκτη θέση και οι ιαπωνικές μετεωρολογικές υπηρεσίες στην έβδομη.