Στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι λύκοι είναι γκρίζοι, όμως σε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Αμερικής οι μαύροι λύκοι είναι συχνό θέαμα.
Και όσο κινείται κανείς νότια από τον αρκτικό Καναδά προς το Μεξικό, τόσο περισσότεροι είναι οι μαύροι λύκοι –ένα φαινόμενο που προβλημάτιζε καιρό τους βιολόγους.
Μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Science προσφέρει τώρα μια πειστική απάντηση: το μαύρο τρίχωμα οφείλεται σε ένα γονίδιο που προστατεύει τους λύκους από τη μόρβας (CDV), γνωστής και ως νόσος του Καρέ, η οποία προσβάλλει τα περισσότερα σαρκοφάγα θηλαστικά και συχνά είναι θανατηφόρα.
To χρώμα του λύκου, εξηγεί η ερευνητική ομάδα σε ανακοίνωσή της, εξαρτάται από το γονίδιο CPD103. Ανάλογα με τη βερσιόν, ή αλληλόμορφο, του γονιδίου που κληρονομεί κάθε λύκος, το τρίχωμά του μπορεί να είναι γκρίζο ή μαύρο.
Η διεθνής ερευνητική ομάδα υποψιάστηκε ότι το αλληλόμορφο του μαύρου τριχώματος μπορεί να αυξάνει την ανθεκτικότητα των ζώων σε αναπνευστικές λοιμώξεις, καθώς παίζει ρόλο όχι μόνο στο χρώμα αλλά και στην άμυνα έναντι λοιμώξεων των πνευμόνων.
Η υπόθεση ότι το μαύρο αλληλόμορφο προστατεύει από τη μόρβα επιβεβαιώθηκε με την ανάλυση δεδομένων για 12 πληθυσμούς λύκων στη Βόρεια Αμερική. Η μελέτη έδειξε ότι οι μαύροι λύκοι ήταν πιθανότερο να φέρουν αντισώματα κατά του ιού CDV, ένδειξη ότι είχαν προσβληθεί και επιβιώσει. Έδειξε επίσης ότι η αναλογία των μαύρων λύκων είναι μεγαλύτερη σε περιοχές με επιδημίες μόρβας.
Περίπου οι μισοί λύκοι αυτής της αγέλης στο Γέλοουστοουν έχουν μαύρο τρίχωμα (Daniel Stahler/NPS)
Η ανάλυση δεδομένων για τους λύκους του πάρκου Γέλοουστοουν έδειξε ότι οι μαύροι λύκοι είναι πιθανότερο να επιβιώσουν σε περίπτωση λοίμωξης.
Εδώ όμως η υπόθεση περιπλέκεται: το μαύρο αλληλόμορφο του γονιδίου CPD103 προστατεύει μεν από τη μόρβα, βρέθηκε όμως να μειώνει την αναπαραγωγική επιτυχία του ζώου. Η βέλτιστη ισορροπία, λένε οι ερευνητές, επιτυγχάνεται σε λύκους που φέρουν ένα γκρίζο αλληλόμορφο από τον ένα γονέα και ένα μαύρο από τον άλλο, αντί για δύο μαύρα αντίγραφα. Το μαύρο αλληλόμορφο επικρατεί έναντι του γκρίζου και δίνει μαύρο χρώμα.
Η μελέτη υποδεικνύει μάλιστα ότι οι αναπαραγωγικές προτιμήσεις των λύκων διαφέρουν ανά περίπτωση: σε περιοχές χωρίς κρούσματα CDV, οι λύκοι προτιμούν να ζευγαρώνουν με άτομα γκρίζου χρώματος, ενώ σε περιοχές όπου καταγράφονται επιδημίες οι γκρίζοι λύκοι προτιμούν μαύρους συντρόφους και οι μαύροι γκρίζους συντρόφους.
Το εντυπωσιακό είναι ότι το μαύρο αλληλόμορφο του CPD103 δεν εμφανίστηκε αυθόρμητα στους λύκους της Βόρειας Αμερικής αλλά προήλθε από διασταύρωση με μαύρους σκύλους (ο λύκος θεωρείται υποείδος του σκύλου).
Όπως επισημαίνει ο Πίτερ Χάντστον του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, μέλος της ερευνητικής ομάδας, «είναι αξιοσημείωτο ότι το γονίδιο που προστατεύει από την CDV προήλθε από εξημερωμένους σκύλους που έφτασαν στη Βόρεια Αμερική με τους πρώτους ανθρώπους, ενώ ο ιός της ασθένειας εμφανίστηκε στη Βόρεια Αμερική πολλές χιλιάδες χρόνια αργότερα, προερχόμενος και σε αυτή την περίπτωση από σκύλους».