«Φόβος μπροστά στον σεισμό» επιγράφεται ανταπόκριση της Rheinische Post από το Γκιολτσούκ, στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Εκεί είχε εντοπιστεί το επίκεντρο του σεισμού 7,4 Ρίχτερ, ο οποίος, μέσα σε λίγα λεπτά, προκάλεσε τον θάνατο 17.000 ανθρώπων στις 17 Αυγούστου 1999. Εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια καταστράφηκαν. Όπως υπενθυμίζει η γερμανική εφημερίδα «σωστικά συνεργεία από όλον τον κόσμο έφταναν στο Γκιολτσούκ, ενώ η βοήθεια του τουρκικού κράτους παρέμενε άφαντη.
Οι διασώστες έβγαζαν νεκρούς και τραυματίες από τα συντρίμμια ενώ έθεταν σε κίνδυνο και τη δική τους ζωή, καθώς η περιοχή συνέχιζε να δονείται από ισχυρούς μετασεισμούς. Και σήμερα ο κίνδυνος νέου σεισμού παραμένει. Το Γκιολτσούκ βρίσκεται στο αποκαλούμενο ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας, όπου η τεκτονική πλάκα της Ανατολίας συναντά εκείνη της Ευρασίας».
Επικαλούμενη πρόσφατες δηλώσεις του σεισμολόγου Χαλούκ Ελζενέρ στην τουρκική εφημερίδα «Χουριέτ», η Rheinische Post επισημαίνει ότι και η Κωνσταντινούπολη αντιμετωπίζει σοβαρό κίνδυνο. Αναφέρει μάλιστα τα εξής: «Η τουρκική υπηρεσία για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών (AFAD) εκτιμά πως ένας ισχυρός σεισμός στο ρήγμα νοτίως της Κωνσταντινούπολης θα μπορούσε να σκοτώσει 30.000 ανθρώπους και να αφήσει άστεγους άλλους 150.000. Επιπλέον, ανάλογα με την ισχύ του σεισμού, δεν αποκλείεται να προκληθεί τσουνάμι στη Θάλασσα του Μαρμαρά και στον Βόσπορο. Παρά ταύτα η πόλη ζει σαν να μην υπάρχει κίνδυνος.
Πολλές φορές παρκαρισμένα αυτοκίνητα μπλοκάρουν δρόμους διαφυγής για ασθενοφόρα και οχήματα της πυροσβεστικής. Αλλά ο πιο σημαντικός λόγος για τα σενάρια καταστροφής είναι η προχειρότητα στις κατασκευές, η οποία μάλιστα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη: το Τεχνικό Επιμελητήριο της Κωνσταντινούπολης εκτιμά ότι δύο στους τρεις κατοίκους της τουρκικής μεγαλούπολης διαμένουν σε κτίρια που δεν ανταποκρίνονται στις επίσημες προδιαγραφές».