Η φωτιά που μαίνεται για ένατη ημέρα στον Έβρο άλλαξε μια για πάντα την περιοχή, καθώς κατέκαψε χιλιάδες δέντρα και προκάλεσε μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές των τελευταίων ετών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που καταγράφει η ευρωπαϊκή υπηρεσία Copernicus μέσω του δορυφόρου Sentinel πρόκειται για τη μεγαλύτερη φωτιά στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες και συγκεκριμένα από το 1957, καθώς έχουν καεί πάνω από 72.000 εκτάρια ή 720.000 στρέμματα.
«Η έκταση της φωτιάς είναι συγκλονιστική. Αυτό που έγινε στο Νότιο Έβρο, το μέγεθος της καταστροφής, δεν συναντήθηκε ούτε σε φωτιές στην εμπόλεμη ζώνη στην Ουκρανία, ούτε σε φωτιές στην Μέση Ανατολή, στο Κουβέιτ στην Συρία. Είναι η μεγαλύτερη σε έκταση πυρκαγιά που έχει καταγραφεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή από το 1957», ανέφερε, μιλώντας στην ΕΡΤ Ορεστιάδας, ο Παύλος Γεωργιάδης, εθνοβιολόγος σε θέματα αποκατάστασης δασών, υπογραμμίζοντας πως πρόκειται για μια πρωτοφανή οικολογική καταστροφή.
Όπως εξήγησε, «η Γενική Διεύθυνση Ευρωπαϊκής Πολιτικής Προστασίας ανακοίνωσε ότι έχουν καεί περίπου 735.000 στρέμματα, εκ των οποίων πάνω από το 75%, δηλαδή τα τρία τέταρτα, βρίσκονται εντός του Δικτύου Natura 2000».
Αναφερόμενος στις προτεραιότητες που θα πρέπει να δοθούν, ώστε να αντιστραφεί αυτή η θλιβερή εικόνα, ο κ. Γεωργιάδης εκτίμησε πως ό,τι κάηκε, θα πρέπει να δοθεί πίσω στην φύση, τονίζοντας πως το επιχείρημα αυτό δεν επιδέχεται ούτε κουβέντα ούτε ντιπέιτ.
Κίνδυνος για πλημμύρες
Όπως προειδοποιεί ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας στις πυρόπληκτες περιοχές ενέχει κίνδυνος για πλημμυρικά φαινόμενα.
«Στον Έβρο ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι μικρός, λόγω της γεωγραφίας της περιοχής. Στη Ρόδο ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι μέσος. Στην Αττική ο πλημμυρικός κίνδυνος είναι αυξημένος από την Πάρνηθα, από την καμένη περιοχή.
Το φορτίο είναι πάρα πολύ μεγάλο δεδομένου ότι δεν θα έχουμε μόνο την εύκολη απορροή των υδάτων, αλλά θα έχουμε και τη μεταφορά μεγάλων ποσών εδαφικού μανδύα αλλά και καμένων υλικών», δήλωσε στο Mega ο καθηγητής.
Φωτιά στο Δάσος της Δαδιάς: «Θα χρειαστούν δεκαετίες για να αναγεννηθεί ό,τι χάθηκε»
Η δασική έκταση που καταστράφηκε μέσα σε έξι ημέρες από τη φωτιά στο δάσος της Δαδιάς θα χρειαστεί δεκαετίες για να δημιουργηθεί ξανά. Κι αυτό μόνο στην περίπτωση που υπάρξουν οι αναγκαίες συνθήκες και πρόνοιες και τα μέτρα.
Μάλιστα, το μέγεθος της καταστροφής στο δάσος της Δαδιάς δεν έχει καταγραφεί ακόμη πλήρως, καθώς η μάχη με το πύρινο μέτωπο συνεχίζεται στον Έβρο.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 738.400 στρέμματα καμένα στην ευρύτερη περιοχή του Εβρου, από τα οποία 133.000 στρέμματα ανήκουν στο Εθνικό Πάρκο Δάσος Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου.
Ένα μεγάλο ποσοστό των καμένων εκτάσεων του δάσους βρίσκεται στον πυρήνα του οικοσυστήματος στη ζώνη Α, που συνολικά εκτείνεται σε 73.000 στρέμματα. Μετά και τη φετινή πυρκαγιά – καθώς πέρυσι είχαν καεί 45.000 στρέμματα του δάσους έναντι των 133.000 φέτος – έχει απομείνει μόνο το βόρειο κομμάτι της ζώνης Α του δάσους σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα.
Η Δαδιά δεν είναι ένα απλό πευκοδάσος αλλά ένα ώριμο πευκοδάσος, με αρκετά μεγάλα δέντρα τα οποία μπορούν να υποστηρίξουν τη ζωή αρπακτικών πουλιών, τα οποία η φωτιά φέτος τα βρήκε ακριβώς τη στιγμή που μεγάλωναν τα μικρά τους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τελικά η Δαδιά χάθηκε για πάντα. «Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς θα είναι η επόμενη ημέρα. Είναι πολύ πρόωρο και η καταστροφή είναι τεραστίων διαστάσεων, αδιανόητη θα έλεγα», τονίζει η Γεωργία Αλεξόπουλου από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
«Ενδεχομένως να υπάρχουν νησίδες που διασώθηκαν, αλλά η έκταση της καταστροφής είναι τεράστια», προσθέτει η Δώρα Σκαρτσή, διαχειρίστρια της Εταιρείας Προστασίας Βιοποικιλότητας Θράκης.
«Το δάσος αναγεννάται αλλά χρειάζεται χρόνο. Χρειάζεται να υπάρξουν και συγκεκριμένες συνθήκες. Το τμήμα του δάσους στα δυτικά του χωριού Λευκίμη, περίπου 60.000 στρέμματα, είχε καεί στη μεγάλη πυρκαγιά του 2011. Τώρα τελευταία είχαν αναγεννηθεί, πλήρως χρειάστηκαν 12 χρόνια και τώρα ξανακάηκε», τονίζει στην Καθημερινή η κ. Σκαρτσή.
Και σημειώνει: «Δεν είναι μόνο το θέμα του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, αλλά και της κοινωνίας σε αυτά τα μέρη. Τι θα γίνει με τους ανθρώπους που ζουν και δουλεύουν εδώ». «Θα χρειαστούν άνθρωποι και χρήματα […] Υπάρχει επόμενη ημέρα, αλλά χρειάζεται πραγματική πολιτική βούληση και στήριξη άμεση. Οχι υποσχέσεις για πράγματα που θα γίνουν».