Ένα πλάσμα που παραλίγο να εξαφανιστεί από το καταστροφικό πέρασμα του ανθρώπου από τις θάλασσες ίσως είναι η ελπίδα της ανθρωπότητας για την αντιμετώπιση ενός από τα πιο ολέθρια δηλητήρια πάνω στη γη, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Συγκεκριμένα, η επιστημονική έρευνα αποκάλυψε ότι ένα από τα πιο απομονωμένα υδρόβια θηλαστικά του κόσμου, το Arctocephalus philippii, μπορεί να ανεχθεί υψηλά επίπεδα καδμίου, καθώς και άλλους μεταλλικούς ρύπους, χωρίς να υποστεί αρνητικές επιπτώσεις.
Το Α.philippii είναι το δεύτερο μικρότερο είδος γουνοφόρου φώκιας και ζει μόνο στο αρχιπέλαγος Juan Fernández και σε ένα ή δύο κοντινά νησιά στον Ειρηνικό Ωκεανό, εκατοντάδες μίλια από τις ακτές της Χιλής. Εκεί ο ναυτικός Alexander Selkirk έμεινε αποκλεισμένος από το 1704 έως το 1709, μια εμπειρία που τρύπωσε στο βιβλίο του Ροβινσώνα Κρούσου, από τον οποίο το κύριο νησί του αρχιπελάγους πήρε το όνομά του.
Υψηλά επίπεδα κάδμιου βρέθηκαν όχι μόνο στα περιττώματά της αλλά και στα οστά φώκιας που είχε πεθάνει από φυσικά αίτια.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης υψηλά επίπεδα πυριτίου στα οστά τους, το οποίο μπορεί να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις του καδμίου, όπως υποστηρίζουν.
Στις αρχές του 18ου αιώνα, οι ακτές του νησιού ήταν γεμάτες με φώκιες Χουάν Φερνάντες. Ωστόσο, τα ζώα αυτά κυνηγήθηκαν ανηλεώς για τη γούνα και το κρέας τους με τέτοια σφοδρότητα που μέχρι σήμερα εκτιμάται ότι έχουν σφαγιαστεί πάνω από 4 εκατομμύρια του είδους. Μέχρι τον 19ο αιώνα, το είδος είχε εξαφανιστεί και μέχρι που, τη δεκαετία του 1960, βρέθηκε μια μικρή αποικία σε μια σπηλιά του νησιού.
Έκτοτε, η φώκια Χουάν Φερνάντες, η οποία είναι πλέον προστατευόμενο είδος, έχει ανακάμψει σιγά σιγά και έχει πληθυσμό περίπου 80.000 που ζουν στις βραχώδεις ακτές του νησιού, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία. Οι ενήλικες φώκιες αναζητούν τροφή στη θάλασσα, ενώ τα μικρά γεννιούνται τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο με μαλακό μαύρο τρίχωμα που ξεθωριάζει σε ανοιχτό καφέ χρώμα μετά από λίγα χρόνια.
Γενικά, λίγα πράγματα ήταν γνωστά αναφορικά με τη λεπτομερή βιολογία της φώκιας μέχρι που οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν λεπτομερώς την Arctocephalus philippii πρόσφατα – κάνοντας μερικές εντυπωσιακές ανακαλύψεις κατά τη διάρκεια των ερευνών.
«Συλλέξαμε δείγματα των περιττωμάτων τους και διαπιστώσαμε ότι περιείχαν εξαιρετικά υψηλά επίπεδα καδμίου και άλλων στοιχείων, όπως ο υδράργυρος», δήλωσε η Constanza Toro-Valdivieso από το ερευνητικό ινστιτούτο διατήρησης του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ.
«Η ανακάλυψη ήταν εκπληκτική», δήλωσε η ίδια. «Το κάδμιο είναι δηλητηριώδες για τα θηλαστικά, αλλά με κάποιο τρόπο αυτές οι φώκιες το επεξεργάζονταν και το περνούσαν μέσα από το πεπτικό τους σύστημα και φαίνεται ότι υπέστησαν μικρή βλάβη κατά τη διαδικασία». Εκτός από την απροσδόκητη ικανότητα του είδους να ανέχεται υψηλά επίπεδα καδμίου, υπήρχε επίσης ένας γρίφος σχετικά με την πηγή του.
«Το έδαφος στο νησί έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε κάδμιο, το ίδιο και το νερό γύρω από αυτό», δήλωσε η Toro-Valdivieso. «Θέλαμε, λοιπόν, να μάθουμε από πού προερχόταν το κάδμιο».
Η απάντηση φαίνεται να είναι ότι πιθανότατα προερχόταν από την τροφή που έτρωγαν οι φώκιες, κατέληξαν οι επιστήμονες. «Ορισμένα είδη φώκιας, όπως η γουνοφόρος φώκια της Ανταρκτικής, έχουν διατροφή πλούσια σε κριλ, το οποίο αλιεύουν τοπικά. Ωστόσο, οι φώκιες Juan Fernández τρώνε πολλά καλαμάρια και ψάρια και είναι γνωστό ότι τα θηλυκά ταξιδεύουν έως και 500 χιλιόμετρα για να πιάσουν τη λεία τους».
Για να το κάνουν αυτό, οι φώκιες θα πρέπει να ταξιδέψουν μέσα από τον γύρο του Νότιου Ειρηνικού, ένα τεράστιο, περιστρεφόμενο ωκεάνιο ρεύμα στο οποίο παγιδεύονται κάθε είδους σκουπίδια. «Εδώ είναι πιο πιθανό να έρθουν σε επαφή με το κάδμιο», δήλωσε η Toro-Valdivieso, η οποία μελετά το είδος εδώ και αρκετά χρόνια. Τα συντρίμμια που παρασύρονται στο ωκεάνιο ρεύμα περιλαμβάνουν τεχνητά πολυμερή που περιέχουν κάδμιο, εικάζεται, και αυτό το τρώνε τα ψάρια και τα καλαμάρια που στη συνέχεια γίνονται τροφή για τις φώκιες.
«Αυτή είναι πιθανότατα η πηγή του καδμίου», κατέληξε η Toro-Valdivieso, η ομάδα της οποίας δημοσίευσε σχετική εργασία στο Royal Society Open Science.
Ωστόσο, ο εντοπισμός της πηγής δεν εξηγεί το πώς η φώκια Juan Fernández καταφέρνει να προστατευτεί από την κατάποση μιας ουσίας τόσο δηλητηριώδους για άλλα θηλαστικά. Υψηλά επίπεδα βρέθηκαν όχι μόνο στα περιττώματά της αλλά και στα οστά φώκιας που είχε πεθάνει από φυσικά αίτια. Οι ερευνητές βρήκαν επίσης υψηλά επίπεδα πυριτίου στα οστά τους, το οποίο μπορεί να αντισταθμίζει τις επιπτώσεις του καδμίου, όπως υποστηρίζουν.
«Η ανακάλυψη ότι αυτά τα ζώα φαίνεται να ανέχονται υψηλά επίπεδα καδμίου στον οργανισμό τους έχει σημαντικές ιατρικές επιπτώσεις και είναι πολύ σημαντικό για εμάς στο να ανακαλύψουμε πώς ακριβώς το επιτυγχάνει αυτό η φώκια Juan Fernández. Θα μπορούσε να έχει να κάνει με τα γονίδια του ζώου ή κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι ένα θέμα που ελπίζουμε να διαλευκάνουμε τα επόμενα χρόνια. Αυτά τα ζώα έχουν πολλά να μας πουν», καταλήγει η επικεφαλής της ομάδας.