Ορνιθολόγοι που ρίσκαραν τη ζωή τους σε αποστολή ανάμεσα σε φυλές πρώην κανίβαλων στη Νέα Γουινέα ανακάλυψαν δύο νέα είδη φανταχτερών πτηνών που κρύβουν νευροτοξίνη στα φτερά τους.
Είναι τα πρώτα δηλητηριώδη πουλιά που ανακαλύπτονται τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αναφέρει η ερευνητική ομάδα, η οποία παρουσιάζει τα ασυνήθιστα ευρήματα στην επιθεώρηση Molecular Ecology.
H ανακάλυψη έρχεται να εμπλουτίσει τη λίστα των γνωστών δηλητηριωδών πτηνών, η οποία είναι μικρή αλλά περιλαμβάνει διάφορα είδη πουλιών της Νέας Γουινέας καθώς και το ευρωπαϊκό ορτύκι, το οποίο μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση και νεφρική ανεπάρκεια αν έχει προηγουμένως καταναλώσει δηλητηριώδη φυτά.
Όλα τα δηλητηριώδη πτηνά χρησιμοποιούν τις τοξίνες εντόμων και φυτών με τα οποία τρέφονται, καθώς έχουν εξελιχθεί να τις ανέχονται.
Δηλητηριώδη σκαθάρια είναι η πιθανότερη πηγή των τοξινών που ανιχνεύτηκαν στα φτερά των δύο νέων ειδών, τα οποία πήραν τις ονομασίες Aleadryas rufinucha (εικόνα πάνω) και Pachycephala schlegelii.
Τα φτερά περιέχουν βατραχοτοξίνη, μια από τις ισχυρότερες γνωστές νευροτοξίνες,. Παίρνει το όνομά της από τα δηλητηριώδη βατράχια της Νότιας Αμερικής στα οποία ανακαλύφθηκε, τα οποία μπορούν να σκοτώσουν όποιον άνθρωπο κάνει το λάθος απλώς να τα αγγίξει.
Η βατραχοτοξίνη «αναγκάζει τους διαύλους νατρίου των σκελετικών μυών να παραμένουν ανοιχτοί, κάτι που προκαλεί βίαιους σπασμούς και τελικά θάνατο» λέει ο Κάσουν Μπονταβάτα του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Οι ντόπιοι «μένουν μακριά από αυτά τα πτηνά επειδή, όπως λένε, το κρέας τους καίει το στόμα σαν πιπεριά τσίλι» προσθέτει ο Νουντ Γιόνσον του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Δανίας, επίσης μέλος της αποστολής.
Παρόλο που είχαν προσλάβει ντόπιο οδηγό να τους καθοδηγεί στη ζούγκλα, οι ορνιθολόγοι κινδύνεψαν από καχύποπτες φυλές, μια από τις οποίες κατηγόρησε την ομάδα ότι παραβίασε τα όρια του χωριού τους και την απείλησε με ματσέτες.
Η επαφή με τα δηλητηριώδη πτηνά που συνάντησαν ήταν λιγότερο επικίνδυνη, αλλά παρόλα αυτά ενοχλητική.
«Ο Νουντ νόμιζε ότι ήμουν στενοχωρημένος και δυσκολευόμουν με το ταξίδι όταν με βρήκε με τη μύτη να τρέχει και δάκρυα στα μάτια. Στην πραγματικότητα απλά έπαιρνα δείγματα φτερών από ένα πιτοχούι [Pitohui dichrous], ένα από τα πιο δηλητηριώδη πτηνά του πλανήτη» λέει ο Μπονταβάτα.
«Όταν πρέπει να συλλεχθούν δείγματα σε ένα περιορισμένο περιβάλλον, μπορείς να νιώσεις κάτι στα μάτια και τη μύτη. Είναι σαν να κόβεις κρεμμύδια αλλά με νευροτοξίνη» περιγράφει.
Γενετικές αναλύσεις αποκάλυψαν ότι τα δύο νέα πτηνά φέρουν μεταλλάξεις στα γονίδια των διαύλων νατρίου στους οποίους επιδρά η τοξίνη. Παρόμοιες μεταλλάξεις, οι οποίες προστατεύουν το ζώο από τη δηλητηρίαση, ανιχνεύονται και στα δηλητηριώδη βατράχια της Νότιας Αμερικής, τα οποία εκκρίνουν από το δέρμα τους τη βατραχοτοξίνη εντόμων με τα οποία τρέφονται.
Τα πτηνά και τα βατράχια είναι έτσι ένα παράδειγμα «συγκλίνουσας εξέλιξης», ένα φαινόμενο στο οποίο δύο και ή περισσότερα είδη αποκτούν κοινά χαρακτηριστικά λόγω ομοιοτήτων στο περιβάλλον όπου ζουν ή άλλων κοινών εξελικτικών πιέσεων.