Σαν σήμερα 20 Ιουνίου του 1978, στις 23:05 το βράδυ, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και των γύρω περιοχών ταρακουνήθηκαν από ισχυρότατο σεισμό 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εντάσεως 8 έως 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι.
Μόλις 15 δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να σημαδέψουν με μαύρο την ιστορία της πόλης, με τραγικό απολογισμό 49 νεκρούς, 220 τραυματίες και χιλιάδες άστεγους.
Με επίκεντρο μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης, ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που προσέβαλε μία σύγχρονη ελληνική πόλη, με εξαιρετικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης, μεγάλες ζημιές προκλήθηκαν στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.
Μετά την εκδήλωση του σεισμού επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν από την πόλη.
Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης. Εκείνη τη νύχτα στη συμπρωτεύουσα η κρατική μηχανή είχε «ρετάρει» και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» ήταν νεκρό γράμμα.
Πάγωσε ο χρόνος
Mία οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου κατέρρευσε, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 29 από τους ενοίκους της. Άλλοι 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του σεισμού της 20ης Ιουνίου να φθάσει τους 49. Οι τραυματίες ανήλθαν σε 220.
Ο σεισμός έγινε αισθητός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Βουλγαρίας, της νότιας Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας. Του κυρίως σεισμού είχαν προηγηθεί πολλοί προσεισμοί, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 23 Μαΐου (23:34, 5.8 R), ενώ ακολούθησαν μετασεισμοί, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 4 Ιουλίου (22:24, 5.1 R).
Στην πόλη εκείνη τη μέρα πάγωσε ο χρόνος. Το πιστοποιεί το ρολόι στη στοά Μαλακοπή. Οι δείκτες του έχουν σταματήσει να κινούνται από το βράδυ του σεισμού του 1978.
Σοβαρές ζημιές καταγράφηκαν σε ιστορικούς χώρους της πόλης όπως η Ροτόντα, η εκκλησία της Αγίας Σοφίας και η Εκκλησία της Αχειροποίητου, με αποκορύφωμα την την κατάρρευση πολυκατοικίας στην Πλατεία Ιπποδρομίου, απ’ όπου ήταν οι περισσότεροι νεκροί. Αντίθετα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, οι ζημιές στο επίκεντρο κοντά στις λίμνες Βόλβη και Λαγκαδά, ήταν μάλλον μέτριες για σεισμό μεγέθους 6,5 Ρίχτερ.
Συνολικά οι υλικές ζημιές ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο ευρώ με σημερινές τιμές. Συγκεκριμένα, 9.480 οικοδομές υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (3.170 στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των οποίων 35 σχολεία), 23.589 σοβαρότερες βλάβες (13.918) και 67.541 μικρότερες (49.071 στη Θεσσαλονίκη).
Εξίσου σημαντικές ήταν οι ζημιές που υπέστησαν τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, για τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν ληφθεί κάποια μέτρα όσον αφορά τη συντήρηση και την προστασία τους από τη σεισμική δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, είχαν να συντηρηθούν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912.
Η ίδρυση του ΟΑΣΠ
Αμέσως μετά το σεισμό, η πολιτεία αφυπνίστηκε και κατέβαλε προσπάθειες για την επούλωση των πληγών. Οι υλικές ζημίες αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα μέσα και από την ειδική φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Την αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας» (ΥΑΣΒΕ), που αποτέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναγκάστηκε να περάσει τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη για να διασκεδάσει τις φήμες, που έκαναν λόγο για νέους καταστροφικούς σεισμούς.
Με αφορμή το σεισμό της Θεσσαλονίκης και τον κατοπινό της Αθήνας (1981), ιδρύθηκε το 1983 ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), που είναι ο αρμόδιος φορέας της πολιτείας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.