Θλίψη στον καλλιτεχνικό κόσμο της Ελλάδας και όχι μόνο, σκόρπισε η είδηση της απώλειας του τραγουδιστή και συνθέτη Χρήστου Κυριαζή.

Ο Χρήστος Κυριαζής έφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα, μετά από μεγάλη μάχη που έδινε με το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε ενώ στο πλευρό του μέχρι το τέλος ήταν και η σύζυγός του Σοφία.

Αν και πάλεψε αρκετά, δεν μπόρεσε να νικήσει τον καρκίνο και άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 68 ετών.

Ο άνθρωπος ο οποίος έκανε μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» δήλωνε επιπλοποιός και είχε γεννηθεί στον Πειραιά.

Ο πατέρας του εργαζόταν ως επιπλοποιός και λόγω της οικογενειακής παράδοσης κι εκείνος έμαθε τη τέχνη. Ποτέ όμως δεν έκρυψε την αγάπη του για τη μουσική. Στην διάρκεια της ζωής του το όνομά του συνδέθηκε και με την κατασκευή επίπλων.

Σε ηλικία 12 ετών πήρε μία χειροποίητη κιθάρα κι άρχισε να προσπαθεί μέσα από αυτήν, να μάθει τις νότες. Πέντε χρόνια αργότερα, έπαιζε με ένα μικρό rock συγκρότημα σε καφετέριες και ζαχαροπλαστεία της εποχής.

Δημιουργός και μέλος του Συγκροτήματος «Πρόκες» (1972) και προηγουμένως, των Συγκροτημάτων «Mirabilis Zalapa» και «What a pity». Κατόπιν έφυγε για σπουδές στην Ιταλία. Όταν επέστρεψε, στράφηκε προς τη λαϊκή μουσική.

Ο δίσκος που φέρει τον τίτλο της μεγάλης επιτυχίας του «Μου θυμίζεις τη μάνα μου» (1992) έγινε «πλατινένιος», ξεπερνώντας τις 125.000 αντίτυπα!

Οι τελευταίοι δίσκοι του: «Επιτυχίες» (1994), «Η αγάπη είναι μία» (1994, «χρυσός» δίσκος των 30.000 αντιτύπων), “Χαμένος Νικητής” (1995), «Άλλο τί θέλω, άλλο τι μπορώ» (1997). Τα γνωστότερα τραγούδια αυτών των δίσκων: «Οι απέναντι που πληρώνουν έναντι», «Ημεροβίγλι», κ.λπ.

Η γνωριμία με τον Βλάσση Μπονάτσο

Ο ίδιος μιλώντας για την καριέρα του, έχει πει στο «Secret»: «Πάντα δίπλα μου ήταν η κιθάρα. Και έγραφα. Και από τότε πάντα λέω μόνο τα δικά μου. Είχα δώσει και στη Minos πολλά τραγούδια μου. Στους Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Κούτρα, Θέμη Ανδρεάδη, σε πολλούς. Λίγο μετά στον Μαργαρίτη. Να σου πω για τον Βλάση Μπονάτσο πως μας ανακάλυψε πολύ νωρίτερα: στο κλαμπ Hobby, Πλατεία Αμερικής, υπόγειο, βαράγαμε σαν τρελοί, είχε έρθει και με παρατηρούσε πώς έλεγα τους στίχους. Μου λέει μετά: Έρχεσαι μαζί μου; Έχω ένα συγκρότημα, τους Πελόμα Μποκιού».

«Πάω και βλέπω το μαγαζί γεμάτο με 2000 άτομα μέσα. Τρελάθηκα και ξεκίνησα εκεί. Ο Βλάσσης τότε με βοήθησε πάρα πολύ, με γούσταρε και με αγαπούσε. Προ πάντων, όμως, του άρεσαν τα τραγούδια μου, οι στίχοι, αυτά που λέω. Όταν γίνονται αυτά, συμβαίνει το πραξικόπημα του 1967 και, θυμάμαι, είχαμε βγει έξω από το μαγαζί και ακούγαμε τα τανκς. Τότε πάλι σταμάτησα, δεν ξέραμε τι να κάνουμε τότε, διαλύθηκαν τα πάντα, όλα.

Τότε έφυγα, γνώρισα ένα κορίτσι και πήγα στην Ιταλία. Μου βγήκε σε καλό, γιατί εκεί σπούδασα σχέδιο και, όταν γύρισα πίσω, έκανα τα δικά μου έπιπλα και μαγαζιά και πήγα πολύ καλά. Είχα βαρεθεί να ακούω “όχι” από τις δισκογραφικές. Όταν πέρασε ο Γιώργος Πολυχρονίου από το μαγαζί μου με τη Μάγκυ Χαραλαμπίδου για να αγοράσουν έπιπλα για τον γάμο τους, ήταν η αφορμή για να πάω στη Sony», είπε μεταξύ άλλων.

">