ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα...
prodeals

Τα νησιά του ελληνικού σινεμά

Από παλιά η χώρα μας ήταν πόλος έλξης

Τα νησιά του ελληνικού σινεμά

Πόλος έλξης τουριστών, αλλά και ξένων παραγωγών που τα έκαναν διεθνώς διάσημα, τα ελληνικά νησιά συνεχίζουν απρόσκοπτα να αποτελούν έμπνευση για το ελληνικό σινεμά: είτε ως προορισμοί διακοπών, είτε ως σύμβολα μιας χώρας που ήξερε από νωρίς τα μυστικά της θάλασσας.

Από τα χρόνια της τουριστικής έκρηξης των 50s και των 60s, μέχρι τις πιο σκοτεινές μέρες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από ασπρόμαυρα μελοδράματα μέχρι έγχρωμες κωμωδίες και από τη Σαμοθράκη μέχρι την Κρήτη και από τη Χάλκη μέχρι τα… Κύθηρα, ό,τι ακολουθεί δεν είναι παρά ο νησιωτικός χάρτης μιας χώρας στην πιο κινηματογραφική του εκδοχή.

Η Αντίπαρος στη «Μανταλένα» του Ντίνου Δημόπουλου

Στο φόντο του κλασικού «Αλλος με τη βάρκα μας» μέσα από μια μπουρού, η Αντίπαρος είναι κάτι περισσότερο από τον τόπο στον οποίο διαδραματίζεται μια από τις καλύτερες και διεθνείς ταινίες του Ντίνου Δημόπουλου και της Αλίκης Βουγιουκλάκη – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για ένα ελληνικό σινεμά που στην αυγή της δεκαετίας του ’60 αφορούσε με ελάχιστες εξαιρέσεις μόνο το ελληνικό κοινό, μακριά από την έκρηξη του πραγματικά μοντέρνου σινεμά και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Η Χίος στο «Δέντρο που Πληγώναμε» του Δήμου Αβδελιώδη

Η Χίος της παιδικής ηλικίας του Δήμου Αβδελιώδη δεν υπάρχει πια. Σχεδον δεν υπήρχε και το 1987, την εποχή, δηλαδή, που γύριζε την πρώτη του ταινία, ένα από τα πιο τρυφερά φιλμ ενηλικίωσης του ελληνικού σινεμά και μαζί ένα ερωτικό γράμμα σε ένα τόπο φτιαγμένο από εκείνο το είδος της νοσταλγίας που δεν εξαντλείται σε εικόνες που έχουν χαθεί, αλλά που αποτελείται από την ενεργοποίηση σχεδόν όλων των αισθήσεων που ανακαλούν την οσμή, τη γεύση, την αφή και την ακοή της παιδικής ηλικίας.

Η Υδρα στο «Κορίτσι με τα Μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη

Η Υδρα του Μιχάλη Κακογιάννη είναι ασπρόμαυρη, μελαγχολική, φτιαγμένη από ανομολόγητα μυστικά και μικρές ανθρώπινες ιστορίες, ένα «κορίτσι με τα μαύρα» από μόνη της, πανέμορφο, αγέρωχο, βαθιά πληγωμένο, παγιδευμένο μέσα σε ένα χωροχρόνο που ορίζεται από το ελληνικό φως για να «φωτίσει» τις σκιές μέσα από τις οποίες αναδύεται κάθε φορά πιο τραυματισμένη η επιθυμία για φυγή.

Η Νίσυρος στη «Νοσταλγό» της Ελένης Αλεξανδράκη

Η «αυθαιρεσία» της Ελένης Αλεξανδράκη να μεταφέρει στη Νίσυρο ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που στο χαρτί διαδραματίζεται στη Σκιάθο πηγάζει από κάτι περισσότερο από οποιαδήποτε «κινηματογραφική ποιητική αδεία». Σε μια μείξη της ντοπιολαλιάς και της διαλέκτου του Παπαδιαμάντη, η Νίσυρος δεν είναι πλέον ένα νησί της λογοτεχνίας και του σινεμά, αλλά ένα σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι μύθοι και η πραγματικότητα μιας Ελλάδας που κάνει κουπί με τα χέρια στη λεπτή γραμμή και το απέραντο πέλαγος που χωρίζουν το παρελθόν με το μέλλον.

Οι Σπέτσες στο «Τζένη Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου

Το 1966, στο απόγειο του εμπορικού ελληνικού σινεμά του Φίνου αλλά και μέσα στην πολιτική αστάθεια, ένα χρόνο πριν τον πραξικόπημα, ο Ντίνος Δημόπουλος, σε σενάριο των Γιαλαμά και Πρετεντέρη, τοποθετεί τη γραφικότητα της προεκλογικής εκστρατείας στο κοσμοπολίτικο νησί των Σπετσών, όπου από έναν λευκό γάμο πολιτικών συμφερόντων γεννιέται ένας έρωτας. Οι Σπέτσες του «Τζένη Τζένη» συνδυάζουν το απόλυτο, λαμπερό, ρομαντικό ελληνικό καλοκαίρι με την ψυχοσύνθεση ενός λαού που δεινοπαθεί. Τα προβλήματα, πενήντα χρόνια πριν, τραγελαφικά ίδια: τα ρουσφέτια, τα λεφτά που δε φτάνουν για την εφορία, οι μετανάστες, τα προϊόντα που πετιούνται χωρίς να πουληθούν και οι συντάξεις. Μάς θυμίζει κάτι; Μήπως το «Τους είπες, να τους ξεπείς. Εδώ θα φανεί αν είσαι καλός πολιτικός!», ή το «Δε θέλω να σας επηρεάσω, για τ’ όνομα του Θεού, αλλά έτσι και ψηφίσει κανείς τον Γκόρτσο, θα του ανοίξω το κεφάλι με τη μαγκούρα»;

Η Ανδρος στα «Κορίτσια στον Ηλιο» του Βασίλη Γεωργιάδη

Αν έλειπε η σκηνοθετική εμπειρία του Βασίλη Γεωργιάδη, το «Κορίτσια στον Ηλιο» θα ήταν απλά ένα τουριστικό ρομάντζο με φόντο τη γήινη Άνδρο των 60s και highlight το «στάσου, μύγδαλα» που άθελά του έγραψε τη δική του καλτ διαδρομή στην ελληνική ποπ κουλτούρα. Οχι ότι ο σε άλλες περιπτώσεις πιο auteur Γεωργιάδης δεν παρασύρεται από την φωτογένεια της Αν Λόμπεργκ και τον βουκολικό ανδρισμό του Γιάννη Βόγλη εν μέσω αθώων περιπτύξεων στις παραλίες και στα χωράφια ενός εξίσου πανέμορφου νησιού (παρακινούμενος και από τη φιλοδοξία του παραγωγού Κλέαρχου Κονιτσιώτη να υπερβεί την κυριαρχία του Φίνου), αλλά ακριβώς με αυτά στα χέρια του, καταφέρνει ακόμη και μέσα στην αφέλεια ενός αρχετυπικού «boy meets girls» (και μιας πρώιμη εκδοχή του greek kamaki), να προσδώσει μια ναίφ μελαγχολία στο ατέλειωτο ελληνικό καλοκαίρι.

Τα Χανιά στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου

Τα Χανιά στην «Ελεύθερη Κατάδυση» του Γιώργου Πανουσόπουλου αναπνέουν με τα ίδια λιγοστά αποθέματα οξυγόνου έξω και μέσα στη θάλασσα. Μια πόλη πιο μελαγχολική από τη θέα της αυγής στο απέραντο γαλάζιο και μάλλον βυθισμένη σε ένα παρελθόν από το οποίο δεν προσπάθησε να ξεφύγει ποτέ, αγχομαχά κι αυτή πάνω στα συντρίμμια μιας ερωτικής ιστορίας που όλοι θα ήθελαν να μείνει για πάντα ως άλλο «ναυάγιο» στο βυθό της θάλασσας. Και να μην ανασυρθεί ποτέ και για κανένα λόγο.

Ο Πόρος στο «Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο» του Ορέστη Λάσκου

Σε στιλ κωμωδίας καταστάσεων προς το υπερβάλλον γκαγκ attack, μπορεί ο Θανάσης Βέγγος να τρέχει – εδώ ακόμη όχι με τελειοποιημένη την αξεπέραστη μανιέρα του – και το ριγέ μαγιό του να κλέβει την παράσταση, αλλά ο Πόρος τον ακολουθεί κατά πόδας ως το απόλυτα ερωτικό νησί, ιδανικό για κάθε είδος διακοπών: μοναχικά στις βραχώδεις παραλίες του, πολύβουα στο κεντρικό λιμάνι της χώρας, μέσα, έξω και γύρω από το θρυλικό ξενοδοχείο «Χρυσή Αυγή» που  θα έχανε μετά το 2002 το ονομά του για να μετονομαστεί σε Golden View.

Η Κέρκυρα στο «Η Κόμισσα της Κέρκυρας» του Αλέκου Σακελλάριου

Κέρκυρα, Κέρκυρα, με το Ποντικονήσι… Μπορεί ο ίδιος ο Αλέκος Σακελλάριος να έγραψε τα λόγια αυτού του τραγουδιού που έμελλε να γίνει κλασικό στην ελληνική «τουριστική φολκ», ήταν όμως άλλοι, βέροι Κερκυραίοι συνεργάτες του στην ταινία, φυσικά η Ρένα Βλαχοπούλου, αλλά και ο Γιώργος Κατσαρός, που τον συμβούλευσαν για τα αντιπροσωπευτικά, τα πανέμορφα σημεία και στοιχεία τους νησιού τους που έπρεπε να χωρέσουν στους στίχους για να διαφημίσουν τον τόπο τους.

Η Σαλαμίνα στους «Απόντες» του Νίκου Γραμματικού

Εκεί, στο κέντρο του στρόβιλου μιας καθοριστικής αλλαγής, στο πέρασμα από το συντηρητισμό των 80s στο hardcore μηδενισμό των 90s, στην απαρχή μιας πτώσης που σήμερα μετράμε τα συντρίμμια της σε ακόμη περισσότερες «απούσες» ζωές στέκεται η Σαλαμίνα, η γεννέτειρα του Ευριπίδη, το ζωντανό θέρετρο με τα λιγότερα ναυτικά μίλια από την πρωτεύουσα. Ενα νησί από τη φύση του αρχαίο και μεταμοντέρνο μαζί, μια μελαγχολική πλωτή ιστορία, ξεχασμένη από το χρόνο και τους ανθρώπους της.

Μια Σαλαμίνα που αντίθετα με τους ήρωές της, κρατάει καλά φυλαγμένα τα νιάτα και τα ονειρά τους, έτοιμη να τους τα προσφέρει ξανά στη μορφή ενός ηχηρού χειροκροτήματος για μια νίκη ή μιας κοσμικής απογοήτευσης για μια θεαματική ήττα.

Η Ρόδος στο «Δόλωμα» του Αλέκου Σακελλάριου

Οπου «Ρόδος» βρίσκεται φυσικά η Ρόδος που στεγάζει τα κοσμοπολίτικα 60s φέρνοντας στους θεατές των αστικών λαϊκών γειτονιών τον αέρα των πιο αξιοζήλευτων διακοπών σε αποχρώσεις ερασιτεχενικού technicolor. H Ρόδος των μεγάλων ξενοδοχείων, του ετερόκλητου εσωτερικού τουρισμού, των φοινικόδεντρων, της Καλλιθέας που περίμενε πάντα για το κοντινό της που ήρθε με ένα από τα πιο όμορφα φινάλε της εποχής του Φίνου.

Η Δονούσα στη «Δονούσα» της Αγγελικής Αντωνίου

H «Δονούσα» της Αγγελικής Αντωνίου είναι ένα νησί κρυμμένο από το ατέλειωτο ελληνικό καλοκαίρι. Μια απομονωμένη χώρα με αριθμό μυστικών ανιστρόφως ανάλογο από τους ελάχιστους μόνιμους κατοίκους της. Μια μικρογραφία μιας ελληνικής οικογένειας που συνεχίζει να επιβιώνει πάνω στο ψέμα, την προαιώνια ενοχή, τη συνήθεια μιας καθημερινής φρίκης. Τραγωδία που μεταφέρεται στο σήμερα με τις ίδιες μυθικές διαστάσεις, με από μηχανής Θεούς και απεγνωσμένες κραυγές για τη θέση της γυναίκας σε ένα κόσμο που ορίζουν οι άνδρες, το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Αγγελικής Αντωνίου φέρει ταυτόχρονα και εκείνη την αθόρυβη ένταση κάθε ταινίας που μιλάει για μια εξαναγκαστική ενηλικίωση ενός κοριτσιού, μιας κοινωνίας, μιας ολόκληρης χώρας.

Η Μακρόνησος στο «Χάππυ Νταίη» του Παντελή Βούλγαρη

H Μακρόνησος δεν αναφέρεται πουθενά μέσα στο «Χάππυ Νταίη» του Παντελή Βούλγαρη. Οπως κανείς δεν αναφέρεται στην Ελλάδα, τους κομμουνιστές, την εξορία, την ίδια τη βασίλισσα ή τον εμφύλιο που στην αυλαία της δικτατορίας των συνταγματαρχών ήταν ακόμη νωπός – αν θεωρήσει κανείς απατηλά πως κατάφερε ποτέ να στενγώσει σαν πληγή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ανώνυμο ξερονήσι μιας αλληγορικής πραγματικότητας που άλλοτε μοιάζει με νεο-ρεαλισμό και άλλοτε με ένα (αρχαίο) θέατρο του παραλόγου, η Μακρόνησος φιλοξενεί μια κοινωνία στα όρια της «αποκάλυψης», φτιαγμένη από σύμβολα, ήχους και εικόνες που αντανακλούν την ιστορική πραγματικότητα με ένα τρόπο σχεδόν στα όρια του ασυνείδητου, ένα άλλο ξερονήσι όπου εξορίζονται οι μνήμες όταν πια δεν αντέχεις άλλο να τις ανακυκλώνεις στο μυαλό σου.

Η Λήμνος στο «Υψωμα 33» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου

Στα λίγο περισσότερα από τα 30 λεπτά που διαρκεί, το «Υψωμα 33» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου κλείνει μέσα του κάθε πτυχή του τι σημαίνει να είσαι φαντάρος σε ένα ακριτικό νησί και να μετράς τις μέρες του για τη μέρα της μεγάλης φυγής.

Η Κως στο «Ποια είναι η Μαργαρίτα» του Δημήτρη Δαδήρα

Κωμωδία παρεξηγήσεων με ανάλαφρο ρομάντζο ανάμεσα στη… Μαργαρίτα και τον ζεν πρεμιέ Γιάννη Φέρτη, το φιλμ που θα ταξίδευε μέχρι το νησί των Δωδεκανήσων, περιδιαβαίνει τα αλώβητα (ευτυχως) ακόμη και σήμερα αρχιτεκτονικά μνημεία του από την εποχή των Ιταλών και όχι μόνο (το Δημαρχείο, το Ακταίο, τη γέφυρα – σήμα κατατεθέν του Κάστρου, τον Πλάτανο του Ιπποκράτη, ένα από τα ωραιότερα Xenia της χώρας), υφαίνοντας μια τουριστική περιήγηση σε ό,τι πιο δροσερό, κοσμοπολίτικο και καλοκαιρινό είχε να προσφέρει το σινεμά στο λαό που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο για τα ελληνικά νησιά.

Η Κρήτη στον «Κόκκινο Ουρανό» της Λάγιας Γιούργου

Ο «Κόκκινος Ουρανός» γυρίστηκε στην Κρήτη. Το μεγαλύτερο μέρος του εκβάλλει σε μια ερημική τοποθεσία στα δύσβατα νότια του νησιού, εκεί όπου το τοπίο είναι άγριο και ταυτόχρονα καθησυχαστικό, έκθετο στις διαθέσεις του καιρού και ταυτόχρονα μαγευτικό, ξένο προς την ανθρώπινη κατάσταση και ταυτόχρονα ικανό να θρέψει τα πιο δυνατά συναισθήματα. Και είναι καλοκαίρι όταν δύο φίλοι θα δοκιιμάσουν τη σχέση τους με αφορμή μια γυναίκα, μοναχικοί ήρωες ενός γουέστερν που δεν χρειάζεται καμία Αγρια Δύση για να απλώσει την αφιλόξενη ερημιά του και να γίνει ταυτόχρονα κινηματογραφικό είδος και καθημερινή αφήγηση, μιλώντας για όσα χωρίζουν την ανθρώπινη φύση από αυτή μιας αλυσίδας ζωής που εκτείνεται πάνω και πέρα από τις επιθυμίες, τις ανάγκες, τα θέλω και τα γιατί.

Η Πάτμος στις «Ομορφες Μέρες» του Κώστα Ασημακόπουλου

Στο αποκορύφωμα του τουριστικού high των αρχών της δεκαετίας του ’70, η Πάτμος είναι στις «Ομορφες Μέρες» ταυτόχρονα το νησί της Αποκάλυψης και της ταπεινής ψαροπούλας, των απέραντων ακρογιαλιών και του ελληνικού μόχθου, της ντοπιολαλιάς και της κοσμοπολίτικης εισβολής, της αιγαιοπελαγίτικης μοναξιάς και της τουριστικής καρτ-ποστάλ.

Με αφορμή τον ερχομό μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας στο νησί των Δωδεκανήσων, ο Κώστας Ασημακόπουλος δημιουργεί (προφανώς) αθελά του ένα υπερ-καλτ ξεχασμένο φιλμ – ξεθωριασμένο πια από το χρόνο που ο χαρακτηρισμός του ως «μελοδράματος» δεν μπορεί να περιγράψει τα όσα απίθανα συμβαίνουν μέσα στα περίπου 90 λεπτά του, σε ένα θρίαμβο της μείξης του ακατάσχετου φολκλόρ με το νέο κύμα.

Η Σαμοθράκη στους «Γενναίους της Σαμοθράκης» του Σταμάτη Τσαρουχά

Εκείνο το «Καλά, ε, μιλάμε ότι ήρθαμε σε παραδείσιο νησί» θα είναι και η αρχή του τέλους ενός διαλείμματος και μιας λούφας περιοπής, καθώς ο Τσαρουχάς κρατάει το ηθικό υψηλό και τον τόνο ελαφρύ σε ένα σχόλιο ακριβώς πάνω στην πτώση της δικτατορίας και στην τραγική μοίρα που θα επιφύλασσε αυτή για την Κύπρο.

Για λίγες ημέρες όμως ο χρόνος μπορεί να σταματήσει, διαβρώνοντας την στρατιωτική τάξη με λίγο δροσερό καρπούζι, τη γυναικεία παρουσία και μια σειρά από αστεία (όχι όλα πετυχημένα και σίγουρα μερικά από αυτά χοντροκομμένα) και μια καλοκαιρινή αίσθηση που έρχεται να απλωθεί πάνω στο μυθολογικό παρελθόν και το πάντα υπέροχο παρόν του πιο ορεινού νησιού του Αιγαίου.

Η Αμοργός στο «Πάρβας, Αγόνη Γραμμή» του Γεράσιμου Ρήγα

Μακριά από το… απέραντο γαλάζιο της διασημότερης ταινίας που γυρίστηκε στα νερά της Αμοργού, το ντοκιμαντέρ του Γεράσιμου Ρήγα αποτυπώνει με ένα καθησυχαστικό αλλά και επείγον τρόπο το σήμερα της Αμοργού, μιας πανέμορφης γωνιάς του Αιγαίου που παραμένει ζωντανή με το δικό της τρόπο ακόμη κι όταν τα δρομάκια της είναι άδεια από τουρίστες και οι παραλίες της αντηχούν μόνο την απέραντη μοναξιά της νησιωτικής Ελλάδας.

Η Αίγινα στις «Διακοπές στην Αίγινα» του Ανδρέα Λαμπρινού

Το καλοκαίρι του 1957, τέλη Αυγούστου, η Αίγινα είχε πλέον αποχαιρετήσει τους περισσότερους εγχώριους παραθεριστές που είχαν περάσει το καλοκαίρι τους στο αρχοντικό της «σκηνικό». Και στο λιμάνι της αποβιβαζόταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη για να γυρίσει ακόμη μια περιπέτεια σε ελληνικό νησί, αυτή τη φορά μαζί με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τον Ανδρέα Μπάρκουλη σε ένα ρομαντικό, light και άκρως καλοκαιρινό κωμικό γαϊτανάκι – όχημα για τη μέλλουσα «εθνική» πρωταγωνίστρια.

Το νησί κινητοποιήθηκε για να εξασφαλίσει τους απαραίτητους κομπάρσους στην παραγωγή, χωρίς να ξέρει εκείνο το τέλος καλοκαιριού πως το vintage «Διακοπές στην Αίγινα» θα γινόταν η πιο εμβληματική ταινία για το νησί του Αργοσαρωνικού, με επιπλέον ατού ότι το ονομά του θα βρισκόταν για πάντα ανεξίτηλα τυπωμένο στον τίτλο της.

Η Μύκονος στην «Παριζιάνα» του Γιάννη Δαλιανίδη

Μπουκωμένη στα κλισέ που ακόμη και σήμερα συνοδεύουν το πιο διάσημο κυκλαδίτικο νησί, η «Παριζιάνα» εκτυλίσσεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της (αν και περισσότερο σε εσωτερικά) στο νησί των ανέμων παραδίδοντας μια καρτ-ποστάλ εποχής για τη σέικ – βάλε και λίγο Πουλόπουλο – γενιά των τελών της δεκαετίας του ’60.

Με πιο αστείο της κομμάτι το πρώτο (εκεί βρίσκεται και το αξεπέραστο «Σούζη τρως»), το όνειρο της μοδίστρας που θα την βγάλει κοσμοπολίτικα στη Μύκονο συνοδεύεται από την στα όρια του ρατσισμού χοντροκοπιά του Χρόνη Εξαρχάκου που πρέπει να σπάσει μέση για να περάσει για μόδιστρος και χωρίς περιστροφές η Μύκονος χρησιμοποιείται μόνο ως φόντο για βίντεο κλιπ χορευτικού και τραγουδιστικού κάλλους – ναι, η αιώνια κατάρα του Βαγγέλη Σειληνού να χτυπιέται με απαραίτητο αξεσουάρ τα κρόσια.

Η Χάλκη στο «Φως που Σβήνει» του Βασίλη Ντούρου

Παίρνοντας την απόφαση να γυρίσεις μια ταινία στη Χάλκη, σε ένα από τα πιο μικρά, άγονα και αραιοκατοικημένα νησιά των Δωδεκανήσων, δεν μπορείς παρά να αφήσεις το τοπίο να υπαγορεύσει την αφήγησή σου. Αυτό κάνει και ο Βασίλης Ντούρος στο «Φως που Σβήνει», την τρυφερή ιστορία ενός παιδιού που χάνει την ορασή του και μεγαλώνει με μοναδική συντροφιά το βιολί του και τον φαροφύλακα του νησιού (με τις σκηνές του φάρου γυρισμένες στο Φάρο του Κάβου Πάπα στην Ικαρία), με φόντο την απέραντη ερημιά ενός τόπου που μοιάζει ξεχασμένος από Θεούς και ανθρώπους, επιβεβαιώνοντας συνεχώς και με αγωνία τη θέση του στο Αιγαίο.

Η Μυτιλήνη στο «Ταξίδι στη Μυτιλήνη» του Λάκη Παπαστάθη

Σε ένα χωροχρόνο αβέβαιο, όπου η μοναδική σταθερά είναι ο άνθρωπος, ο Λάκης Παπαστάθης επιστρέφει κι αυτός στη Μυτιλήνη για να κινηματογραφήσει τα κομμάτια που συνθέτουν την πατρίδα των παιδικών του χρόνων: μια ποδηλατάδα δίπλα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, μια βόλτα στην αρχοντική χώρα, μια διαρκή επιστροφή στα παιδικά καλοκαίρια με τα αρώματα της φύσης και την οσμή της εφηβείας.

Η Σίφνος στη «Νήσο» του Χρήστου Δήμα

Γραμμένο με κέφι – αν και όχι πάντα αποφεύγοντας τα κλισέ και τις χοντροκοπιές – το σενάριο των Ελενα Σολωμού και Κωστή Παπαδόπουλου σκιαγραφεί επιτυχημένα την κλειστή κοινωνία ενός πανέμορφου νησιού που ζει στους δικούς του ρυθμούς, φαινομενικά μακριά από τα κακώς κείμενα της νεοελληνικής υστερίας. Μόνο που χρειάζεται μόνο μια αφορμή για να καταλάβει κανείς πως ολόκληρη η Ελλάδα της υποκρισίας, των καλά κρυμμένων μυστικών, της διαφθοράς και της κουτοπονηριάς μπορεί να περπατά εξίσου στα γραφικά σοκάκια του κυκλαδίτικου νησιού, εκεί όπου τα φρεσκοασβεστομένα σπίτια μπορεί να αντανακλούν καθαρό το ελληνικό φως, αλλά μέσα από τις κλειστές πόρτες κρύβουν και θα κρύβουν για πάντα τις μικρές εγκληματικές ιστορίες τους.

Η Θηρασιά στο «Μικρό Εγκλημα» του Χρίστου Γεωργίου

Σε ένα τόπο όπου φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα, ο Λεωνίδας θα βρει σχεδόν το νόημα της ζωής – όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στις καλοκαιρινές διακοπές διαρκείας, όταν αρχίζεις να γνωρίζεις καλύτερα τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους και όλα όσα μπορεί να κρύβονται στις φρεσκοασβεστομμένες αυλές των σπιτιών τους. Ο έρωτας θα είναι απλά παρεπόμενο και μια φαντασμαγορία ελληνικού φωτός θα κάψει κάθε μικρό ή μεγάλο μυστικό μπορεί – κάπου στην άκρη του νήματος αυτού που ψάχνεις – να σου αλλάξει τη ζωή.

Η Λέσβος στο «Λεσβιακό Αύγουστο» του Ερρίκου Ανδρέου

Γυρισμένος στο Πλωμάρι της Λέσβου – ως φυσικό location – ο «Λεσβιακός Αύγουστος» (γνωστός και ως «Λύκαινες») είναι μια από τις πλέον διάσημες extra soft πορνό ταινίες της δεκαετίας του ’70, ένα ανεκδιήγητο μελόδραμα σχεδόν το ίδιο φημισμένο με το copyright του ούζου που παράγεται στην κωμώπολη της Λέσβου. Σχεδόν με τις ίδιες παρενέργειες όταν καταναλώνονται ντάλα μεσημέρι και σε μεγάλες ποσότητες… Εδώ οι άντρες είναι ψαράδες με κάψες και τα κορίτσια νησιωτοπούλες με αγνά αισθήματα και ανομολόγητα πάθη.

Σε μια πρόφαση πλοκής ένας ζωγράφος γίνεται μάρτυρας της ερωτικής σχέσης της δεύτερης γυναίκας του και της κόρης του από τον πρώτο του γάμο και όλα αυτά σε μια ναίφ φολκλόρ και σκανδαλιστική περιφορά διαλόγων που ξεπερνούν το cult και μοιάζουν με ξεκαρδιστική σάτιρα στα όρια του trash.

Η Πάρος στο «Μια του Κλέφτη» του του Δημήτρη Ιωαννόπουλου

Αν και παραδοσιακά ένα από τα πιο μεγάλα και τα πιο δημοφιλή νησιά του Αιγαίου, η Πάρος δεν ευτύχησε να κινηματογραφηθεί με πάθος και συχνότητα από το ελληνικό σινεμά. Κάποιος θα έλεγε πως της έκλεψε τη δόξα η Αντίπαρος που με τη «Μανταλένα» κατάφερε να γίνει διάσημη εντός και εκτός συνόρων, αφήνοντας το απέναντι μητρικό νησί χωρίς τη δική του κινηματογραφική μυθολογία. Ηταν όμως την ίδια χρονιά με τη βάρκα της Αλίκης στην ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, όπου στην Πάρο θα κατέβαινε το συνεργείο της ταινίας «Μια του Κλέφτη» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ιωαννόπουλου (ήταν ο σκηνοθέτης της «Φωνής της Καρδιάς» της πρώτης ταινίας της Finos Films) σε μια ταινία που την ίδια χρονιά με τη «Μανταλένα» θα χάριζε στον Δημήτρη Χορν το πρώτο βραβείο στο 1ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και θα χάριζε μερικά κοντινά στο λιμάνι, τις απόμερες παραλίες και τα αριστοκρατικά ξενοδοχεία του νησιού – εικόνες που θυμίζουν πλέον αμυδρά την Πάρο των αρχών της δεκαετίας του ’60.

Η Λευκάδα στο «Λευκάδα: Το Νησί των Ποιητών» του Ροβήρου Μανθούλη

Θεωρούμενο ως το πρώτο δημιουργικό ντοκιμαντέρ της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας, το δεκάλεπτο homage που γύρισε ο Ροβήρος Μανθούλης το 1958 στη Λευκάδα για λογαριασμό του Γενικού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών δεν είναι παρά ένα ταξίδι σε ένα τόπο με οδηγό την ποίηση της καθημερινότητας, καθώς κάθε μικρή η μεγάλη εικόνα ενός πανέμορφου νησιού «μεταφράζεται» μέσα από την αφήγηση σε μια ιστορία γραμμένη από χρόνια μύθων και παράδοσης.

Η Τήνος στο «Τελευταίο Ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη

Η Τήνος πρωταγωνιστεί στο «Τελευταίο Ψέμα» του Μιχάλη Κακογιάννη για μόλις τρεισήμιση λεπτά μιας ταινίας που διαρκεί λίγο λιγότερο από δύο ώρες, ορίζοντας ωστόσο ένα από τα πιο σπαρακτικά, υπερβατικά και απόλυτα τολμηρά φινάλε της ιστορίας του ελληνικού σινεμά. Κλείσιμο μιας ταινίας βαθιά μελαγχολικής για το τέλος μιας Ελλάδας, μιας ολόκληρης τάξης, ενός κύκλου ψεμάτων που με το… τελευταίο της θα δώσει τη χαριστική βολή σε μια χώρα χωρισμένη στα δύο, θύμα της επίπλαστης ευημερίας της και της υποκρισίας των αστών της, η Τήνος έρχεται ακριβώς εκεί που δεν το περιμένεις ως το σύμβολο της εξιλέωσης μιας γενιάς που θα αρχίσει να πιστεύει στα θαύματα, αρνούμενη λιγότερο από τρεις φορές τους θεούς του χρήματος και της καλής ζωής που πια έχουν τελειώσει οριστικά.

Το Αγκίστρι στο «Αγκίστρι» του Ερρίκου Ανδρέου

Από την απόπειρα για ένα νεο-giallo στον ελληνικό γιαλό… ένα ιστιοφόρο δρόμος, το «Αγκίστρι» του Ερρίκου Ανδρέου χάνει τις ρίζες του μέσα στα χρόνια για το πόσο τελικά συνδέεται με το μικρό νησί του Αργοσαρωνικού, αφού κατά το μεγαλύτερο μέρος του διαδραματίζεται εν πλω και ντουμπλαρισμένο τόσο που είναι αδύνατον να χάσεις κομμάτια της πλοκής του που συνοψίζεται σε ένα ακόμη έγκλημα (πλούσιος σύζυγος – νεαρή σύζυγος – εραστής) που θα αποδειχθεί όχι και τόσο… τέλειο.

Τα Κύθηρα στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα Κύθηρα βρίσκονται μόνο στον τίτλο της έκτης μεγάλου μήκους ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Και από εκεί έρχονται να συναντήσουν τη μυθική τους διάσταση ως ένας τόπος από αυτούς που θα συμβολίζουν πάντα το επιθυμητό, το ανέφικτο, μια Γη της Επαγγελίας που όμως βρίσκεται στη Γη και που για να φτάσεις στο λιμάνι της οφείλεις να ταξιδέψεις πρωτίστως μέσα σου διανύοντας όλη την απόσταση μιας εξορίας προσωπικής, πολιτικής, κοινωνικής, συχνά… φανταστικής.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.