Μια σημαντική μελέτη για το ανάκτορο της Αρχαίας Πέλλας, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Μέγας Αλέξανδρος, πήρε χτες το «πράσινο φως» από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο.
Πρόκειται για τη μελέτη συντήρησης, αποκατάστασης και ανάδειξης του Μνημειακού Προπύλου και του Κτηρίου Ι, δυο σημαντικών κτηρίων που ανήκαν στο τεράστιο οικοδομικό συγκρότημα του ανακτόρου, το οποίο είχε έκταση περίπου 56 στρέμματα. Σημειώνεται ότι το 2016 είχε εγκριθεί η προμελέτη για την αποκατάσταση και ανάδειξη του ανακτόρου της Αρχαίας Πέλλας.
Όπως ειπώθηκε στη συνεδρίαση, το ανάκτορο ουσιαστικά σώζεται μόνο στις θεμελιώσεις, καθώς η ανωδομή του εξαφανίστηκε κατά τους βυζαντινούς και μετέπειτα χρόνους με την τεράστια αρπαγή λίθων που συντελέστηκε.
Χαρακτηρίζεται από τεράστια κλίμακα, αλλά και θεατρικότητα λόγω του ότι ήταν χτισμένο σε διαδοχικά επίπεδα (άνδηρα). Η εικόνα αυτή δεν είναι σήμερα διακριτή, ωστόσο η υλοποίηση της μελέτης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πέλλας (η οποία είναι ενταγμένη σε ΕΣΠΑ) υπόσχεται να την αλλάξει.
Το διάσπαρτο αρχαίο υλικό καταγράφηκε ώστε να αξιοποιηθεί στις εργασίες αναστήλωσης, ενώ μεταξύ των στόχων της μελέτης είναι να κατανοηθεί η κάτοψη του μνημείου, να γίνει προβολή των ανδήρων, της θεατρικότητας και της μνημειακότητας του ανακτόρου και να επισημανθεί διακριτικά η τρίτη διάσταση, η οποία θα αποδοθεί με την αποκατάσταση τεσσάρων κιόνων στο περιστύλιο της αυλής του Κτιρίου Ι και τριών ακόμα στη στοά του Προπύλου. Κάθε νέα επέμβαση θα είναι απόλυτα αναστρέψιμη, ενώ δίνεται έμφαση στην προσβασιμότητα και από τα ΑμεΑ.
Τον ήπιο τρόπο της αποκατάστασης αυτού του τμήματος του ανακτόρου εξήραν μέλη του ΚΑΣ, που τόνισαν τη σημασία που έχει η συγκεκριμένη γνωμοδότηση «για την ανάδειξη και μερική, με πολύ σύνεση, αναστήλωση του ανακτόρου της Αρχαίας Πέλλας, του μεγαλύτερου στη Μακεδονία». Ένα μνημείο που «είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε τρόπους να αναδείξουμε» λόγω της αρχιτεκτονικής του σύλληψης, αλλά και της άυλης αξίας που φέρει σε σχέση με τη Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο.
Το Ανάκτορο της Αρχαίας Πέλλας, πρωτεύουσας της αρχαίας Μακεδονίας, ήταν η καρδιά του βασιλείου των Μακεδόνων. Χτισμένο σε εξαίρετη θέση με ιδανικό νότιο προσανατολισμό και θέα στη μακεδονική πεδιάδα, ήταν η έδρα της βασιλικής εξουσίας του μακεδονικού κράτους. Τα ανεξάρτητα κτίρια από τα οποία αποτελούνταν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με στοές, διαδρόμους και κλιμακοστάσια.
Τα κτίρια υψώνονταν σε κλιμακούμενα άνδηρα, που δημιουργήθηκαν με επιχώσεις, ισοπεδώσεις του ασβεστολιθικού βράχου και με τη βοήθεια αναλημματικών τοίχων. Η πρόσβαση γινόταν από το Πρόπυλο, που πλαισιωνόταν από δυο δωρικές κιονοστοιχίες στα Ανατολικά και στα Δυτικά, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε δυο κτίρια, στο Κτίριο Ι (στα ανατολικά) και στο Κτίριο ΙΙ. Τα δυο αυτά κτίρια ήταν τα πλέον επίσημα του ανακτόρου.
Από την έρευνα που προηγήθηκε της μελέτης, ανιχνεύτηκαν στην περιοχή της επέμβασης, μεταξύ άλλων, οικοδομικές φάσεις που χρονολογούνται στα μέσα του 4ου αι. π. Χ., δηλαδή επί Φιλίππου Β’, καθώς και στο α’ μισό του 3ου αι. π. Χ., επί Αντιγόνου Γονατά, ο οποίος έκανε εμβληματικές επεμβάσεις (π.χ. αψιδωτές κατασκευές και εξέδρες) με συμβολικό χαρακτήρα, καθώς και άλλες, πιθανότατα μετά από κάποια φυσική καταστροφή.