Όσοι γνώριζαν τον Βασίλη Αυλωνίτη, λένε ότι ήταν μεγάλος γόης της εποχής και καρδιοκατακτητής. Σπάνια όμως, μιλούσε για την προσωπική του ζωή και φρόντιζε να την κρατά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τα κουτσομπολιά.
Όσοι από την άλλη, τον μάθαμε από τις ταινίες του, ούτε καν που φανταζόμασταν ότι αυτός ο άντρας θα είχε επιτυχίες στις γυναίκες. Βέβαια στις ταινίες τον γνωρίσαμε πιο ευτραφή και με λιγοστά μαλλιά, μια εικόνα τελείως διαφορετική από εκείνη που είχε όταν ήταν νέος.
Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του 1904 στο Θησείο. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο ίδιος ήταν σε πολύ μικρή ηλικία και έτσι πριν τελειώσει το δημοτικό, βγήκε στο μεροκάματο κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού: έφτιαχνε τσάντες, έραβε πορτοφόλια, κουβαλούσε μπαούλα. Όμως, η μοίρα και η αγάπη του προς το θέαμα τον οδήγησε στο θέατρο «‘Εντεν» όπου δούλευε κάθε βράδυ, ως βοηθός σκηνικών, χωρίς να πληρώνεται. Οι ηθοποιοί τον συμπάθησαν από την πρώτη στιγμή, επειδή τους έκανε να γελάνε και όλοι μαζί πήγαιναν μετά την παράσταση σε παρακείμενο ταβερνάκι για κρασί και φαγητό. Εκεί ξεδίπλωνε κάθε βράδυ το υποκριτικό του ταλέντο κάνοντας γκριμάτσες και λέγοντας αστεία.
Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στην οπερέτα του Νίκου Χατζηαποστόλου Το κορίτσι της γειτονιάς. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους σε οπερέτες και κωμωδίες, μέχρι το 1928 οπότε και στράφηκε προς την επιθεώρηση επικεφαλής δικού του θιάσου. Υπήρξε για πολλά χρόνια βασικό στέλεχος των επιθεωρησιακών θιάσων του θεάτρου Ακροπόλ και διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του (1956-61).
Η καριέρα του στο θέατρο ξεκίνησε εντελώς τυχαία. Ένα βράδυ, ο θεατρώνης Σκούρας για πλάκα, τον έσπρωξε στη σκηνή. Εκείνος τα έχασε, αλλά άρχισε να κουνά τα χέρια και τα πόδια του και να κάνει γκριμάτσες – το κοινό αμέσως, τον υποδέχτηκε γελώντας μέχρι δακρύων. Κάπως έτσι ξεκίνησε ως κωμικός μια μεγάλη καλλιτεχνική πορεία στο θέατρο και μετέπειτα στον κινηματογράφο, όπου με τις ατάκες του γελάμε ακόμα και σήμερα.
Ερωτεύτηκε θαυμάστρια του
Ο Αυλωνίτης νυμφεύθηκε μία Ελληνίδα, την Πόπη, την οποία εγκατέλειψε όταν ερωτεύθηκε παράφορα μία θαυμάστριά του. Ακούστε τι έγινε. Τον Νοέμβριο του 1931 έπαιζε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» στο θέατρο Περοκέ και κάθε βράδυ λάμβανε λουλούδια, δώρα και γλυκίσματα από ανώνυμη θαυμάστριά του. Όταν κάποια στιγμή την γνώρισε, την ερωτεύτηκε παράφορα με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και να φύγει μαζί της στο Παρίσι. Άφησε ένα γράμμα στην γυναίκα του που έλεγε: «Η μοίρα, μου έριξε μπροστά μου μια γυναίκα που με λατρεύει, μια γυναίκα που θα με κάνη μεγάλον, μια γυναίκα που θα με χωρίση βέβαια από σένα, αλλά θα με υποστηρίξη. Μη ζητήσης να μάθης περισσότερα… Γειά σου για πάντα, Βασίλης».
Λίγες μέρες μετά το γράμμα εκείνο, στις 14 Νοεμβρίου, αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά με προορισμό τη Μασσαλία και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι. Και εκεί η μοίρα το θέλησε, η πλούσια θαυμάστρια να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα. Ο Αυλωνίτης ερωτεύτηκε μια Γαλλιδούλα, την Γιογιό… την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ελένη.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1929 στην ταινία του Αχιλλέα Μαδρά, Μαρία Πενταγιώτισσα, ενώ ακολούθησαν δεκάδες άλλες έως το 1970. Συνολικά έπαιξε σε 75 ταινίες.
Ο Αυλωνίτης πέθανε το Μάρτιο του 1970, σε ηλικία 66 ετών, λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωσή της ταινίας Η αριστοκράτισσα κι ο αλήτης, από καρδιακή προσβολή. Κηδεύτηκε στο Β’ Νεκροταφείο των Πατησίων και σήμερα τα οστά του βρίσκονται σε οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου.
Με την Γεωργία Βασιλειάδου έχουν παίξει σε απίστευτες επιτυχίες: Η ωραία των Αθηνών (1954), Η καφετζού (1956), Η κυρία δήμαρχος (1960), Οι γαμπροί της Ευτυχίας (1962) κ.α.
Με την Τζένη Καρέζη επίσης έκανε μερικές ταινίες ανάμεσα στις οποίες το Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955) και Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα (1960)
Όλοι οι ηθοποιοί ήξεραν ότι αν έχουν σκηνή μαζί με τον Αυλωνίτη- ήταν χαμένοι από χέρι. Στην Σωφερίνα εμφανίστηκε για 3 λεπτά και στο τέλος της ταινίας όλοι μιλούσαν για τον Αυλωνίτη. Ο ρόλος του ως Νικόλαος Σπανοβαγγελοδημήτρης ή Γύλος, είναι πια κλασσικός για το Ελληνικό σινεμά.
Ζήτησα από τον Σταμάτη Κραουνάκη, που ξέρω ότι τον λατρεύει, να μου γράψει δυο κουβέντες, και μου έστειλε το σημείωμα που ακολουθεί:
“Τεράστιος, λαϊκός διανοούμενος του χιούμορ… φινέτσα και άπλα… Ρυθμός, τέμπο και ατάκα. Όλο το σώμα στην υπηρεσία του παιχνιδιού. Μου χε πει κάτι ο Σειλινός: Βαρύς στην κουΐντα σαν 100 χρόνων, αμίλητος, και μόλις πέρναγε στο φως… έκρηξη. Ένας κόσμος ολόκληρος- Ελλάδα. Και φωνάρα…” Σταμάτης Κραουνάκης.
«Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο» με τους Μίμη Φωτόπουλο, Βασίλη Αυλωνίτη, Τζένη Καρέζη (σε πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση) και Αλέκο Αλεξανδράκη. Ο Φίνος είχε πολλές αντιρρήσεις καθώς νόμιζε ότι το δίδυμο Φωτόπουλου και Αυλωνίτη δεν θα ταίριαζε ενώ δεν θεωρούσε ότι η Τζένη Καρέζη θα μπορούσε να γίνει πρωταγωνίστρια. Ευτυχώς ο Αλέκος Σακελλάριος επέμενε και η ταινία είχε τόσο μεγάλη επιτυχία που οδήγησε – για πρώτη φορά στον ελληνικό κινηματογράφο – σε sequel. Το «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο» με τους ίδιους συντελεστές και παίχτηκε τον Απρίλιο του 1957.
Πόπη Λάζου, Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Ρίζος, Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός.
Βουτσάς, Ρίζος, Αυλωνίτης
Ντίνος Ηλιόπουλος, Νίκος Κούρκουλος, Βασίλης Αυλωνίτης