Την χρονιά της επιστροφής του Σταμάτη Κόκοτα από την Γαλλία, δηλαδή το 1966 κάνει ένα πέρασμα από την ταινία «Διπλοπενιές» κάνοντας το μπουζούκι που συνοδεύει τον «μαέστρο» Βασίλη Αυλωνίτη και τον «Σταρ» Δημήτρη Παπαμιχαήλ, έχοντας κιόλας κάποιες λίγες ατάκες ως ρόλο, αλλά η μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Ένα μεσημέρι» («Στου Όθωνα τα χρόνια»).
Η δισκογραφική εταιρία εκείνη την εποχή τον πιέζει να αλλάξει το επίθετο του για να κάνει καριέρα και εκείνος αρνείται. Η πορεία του στον χώρο και οι πωλήσεις 100.000 δίσκων κάθε φορά που έβγαζε μια επιτυχία, σίγουρα τον δικαίωσαν.
Ο ίδιος έχει πει στη συνέντευξή του στον Γιάννη Νένε για το ξεκίνημά του: «Ο Ξαρχάκος ήταν αυτός που με επέλεξε, με συνέστησε στον κύριο Λαμπρόπουλο (της δισκογραφικής Columbia) κι από κει και πέρα ανοίξανε οι μεγάλοι δρόμοι για μένα.
Έφτασα κάπου και μετά όλοι οι μεγάλοι συνθέτες της Ελλάδας ήθελαν να γραμμοφωνήσουν μαζί μου. Διάλεγα τα τραγούδια. Ποια νομίζω ότι έπρεπε να πω και ποια όχι. Έκανα συμβόλαιο με τον κύριο Λαμπρόπουλο, ο οποίος μου φέρθηκε όπως πρέπει και κάτι παραπάνω, ποτέ δεν με στεναχώρησε, ποτέ δεν είπαμε μία στραβή κουβέντα αναμεταξύ μας… Είχα μία καριέρα ομαλή, από τις λίγες.
Στα 40 χρόνια συνεργασίας μας μου έδωσε πολλές δικαιοδοσίες. Τίποτα δεν μεταχειρίστηκα, το μόνο που ζήτησα ήταν ένα δωματιάκι να κάνουμε τις πρόβες μας με τον κάθε συνθέτη που ήθελε να μου περάσει ένα τραγούδι, να μου το μάθει».
Και συνέχιζε: «Κι έτσι έγινε ο Σταμάτης. Το λαϊκό τραγούδι, που βασιλεύει εδώ και πολλά χρόνια, είναι θρησκεία, δεν είναι παίξε γέλασε. Και μπορώ να πω, το υπηρέτησαν πολύ άξιοι άνθρωποι σαν τον Τσιτσάνη, σαν τον Καλδάρα… Ο Τσιτσάνης με αγαπούσε πάρα πολύ.
Άμα θα πάτε τώρα στο σπίτι του, εκεί που κοιμότανε δίπλα, στο κομοδίνο του, υπάρχει μία φωτογραφία μας, εγώ κι αυτός. Θα ’ναι και πενήντα χρόνια εκεί. Ήμασταν τόσο φίλοι που ήμουν “υποχρεωμένος”, μια φορά τον μήνα, να πηγαίνω να τρώμε μαζί. Με καλούσε στο σπίτι του. Ευγενέστατος άνθρωπος. Εξαιρετικός κύριος και πολύ μεγάλος στο είδος του. Σε αυτό που λέμε σύνθεση».