Μια αστή που αγάπησε την παράδοση και διέσωσε φορεσιές, ήχους κοσμήματα και χορούς, αφοσιώθηκε σε αυτό τον σκοπό μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η γυναίκα που κατάφερε να μελετήσει και να διασώσει τους ελληνικούς χορούς και τις παραδοσιακές φορεσιές μέσω της καταγραφής ήταν η ιδρύτρια του Σωματείου χορού «Δόρα Στράτου» με το οποίο περιόδευσε σε όλο τον κόσμο κάνοντας τους γνωστούς τους παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς, τους ήχους και τις φορεσιές.
Η Δόρα Στράτου μεγάλωσε στο μεγαλοαστικό περιβάλλον της Αθήνας των αρχών του αιώνα και έλαβε κλασική μόρφωση, μελετώντας ξένες γλώσσες και κλασικό τραγούδι. Δάσκαλος της στο πιάνο ήταν ο συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος.
Ο πατέρας της δικηγόρος, ασχολήθηκε με την πολιτική και υπήρξε και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πρωθυπουργός της Ελλάδας. Μετά την μικρασιατική καταστροφή καταδικάστηκε σε θάνατο στη δίκη των έξι.
Η θανατική ποινή και εκτέλεση του πατέρα της το 1922 της δημιούργησε τη μεγαλύτερη τραυματική εμπειρία στη ζωή της. Μετά τη δήμευση της περιουσίας των γονιών της και τον κοινωνικό υποβιβασμό με τη μητέρα της και τον αδελφό της Ανδρέα έφυγε στο εξωτερικό.
Ταξίδεψαν στο Βερολίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη για 10 χρόνια στη διάρκεια των οποίων η Δόρα Στράτου συνέχισε τις σπουδές της.
Στο εξωτερικό παρακολούθησε παραστάσεις και συναυλίες με ένα πάθος που διατήρησε σε όλη της τη ζωή. Επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1932. Ο αδερφός της Ανδρέας που είχε σπουδάσει νομικά είχε εκλεγεί βουλευτής, ενώ η Δώρα Στράτου συναναστρεφόταν τους καλλιτέχνες της εποχής, την περίφημη γενιά του 30.
Το 1942, μέσα στην κατοχή, ο σκηνοθέτης Κάρολος Κουν συσπείρωσε γύρω του μια πλειάδα καλλιτεχνών ανάμεσα σε αυτούς ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και πολλοί άλλοι. Η Δώρα Στράτου βοήθησε τον Κάρολο Κουν να ιδρύσει το Θέατρο Τέχνης και έγινε το δεξί του χέρι στα διοικητικά θέματα.
Καταλυτική για την πορεία της Δόρας Στράτου στάθηκε η παράσταση ενός φολκλορικού συγκροτήματος της Γιουγκοσλαβίας που έκανε περιοδείες σε διάφορες χώρες προβάλλοντας δημοτικούς χορούς και φορεσιές των Βαλκανίων.
Η έλλειψη ενός τέτοιου συγκροτήματος στην Ελλάδα με την τόσο πλούσια παράδοση έβαλε τη Στράτου σε σκέψεις. «Σκέφτηκα τότε», έλεγε η Δώρα Στράτου, «δε θα βρεθεί ένας άνθρωπος να μαζέψει τους χορούς μας; Κάποιος τότε έγραψε από την Αμερική στο Υπουργείο Τύπου αν υπάρχει ένα φολκλορικό ελληνικό συγκρότημα να πάει στην Αμερική και έτσι με φώναξαν και έτσι ξεκίνησα».
Έτσι ξεκίνησε η ιδέα στην οποία θα αφιέρωνε όλη τη ζωή της, η ίδρυση ενός συγκροτήματος παραδοσιακών χορών στην Ελλάδα. Τότε, μόνο το Λύκειο Ελληνίδων έδινε δυο με τρεις παραστάσεις το χρόνο και όχι πάντα με παραδοσιακές φορεσιές. Η Δόρα Στράτου προσπαθώντας να καλύψει αυτό το κενό, ανέλαβε την οργάνωση και τελικά ίδρυσε το «Σωματείο Ελληνικοί Χοροί – Δώρα Στράτου».
Το 1953 αρχίζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι πρώτες τακτικές θεατρικές παραστάσεις ελληνικών λαϊκών χορών και τραγουδιών σε επίπεδο επαγγελματικών αξιώσεων. Τον ίδιο χρόνο η Στράτου δημιουργεί κοινωφελές σωματείο με την επωνυμία «Εταιρία Ελληνικών Λαϊκών Χορών και Τραγουδιού» με περιοδείες του συγκροτήματος πλέον και στο εξωτερικό δίνοντας παραστάσεις σχεδόν σε όλες τις ηπείρους.
Κοντά της είχε συγκεντρώσει ένα επιτελείο από καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως τους Οδυσσέα Ελύτη, Μάνο Χατζιδάκι, Σπύρο Βασιλείου, Γιάννη Μόραλη, ενώ ο Γιάννης Τσαρούχης έφτιαχνε ζωγραφιστές φορεσιές.
Η Στράτου ταξίδευε σε όλη την Ελλάδα και συγκέντρωνε φορεσιές, κοσμήματα, μουσικές και χορούς. Επέλεγε τους καλύτερους χορευτές και οργανοπαίχτες να πλαισιώσουν το συγκρότημα. Ξεκίνησε να δίνει παραστάσεις στην Ελλάδα και περιόδευσε θριαμβευτικά σε 22 χώρες.
Το 1963 , με εντολή του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή κατασκευάστηκε εδικά για το συγκρότημα το υπαίθριο θέατρο Δώρας Στράτου στο αρχαίο θέατρο του Πειραιά, με καθημερινές παραστάσεις σε όλη τη θερινή περίοδο που κράτησε μέχρι το 1964, οπότε και δημιουργήθηκε το Θέατρο Κήπου του Θησείου για ένα όμως χρόνο.
Τέλος, το 1965 δημιουργείται το Θέατρο Δώρας Στράτου στο χώρο του Φιλοπάππου, ένα θέατρο 900 θέσεων. Τη σκηνή του θεάτρου που θυμίζει πλατεία χωριού δημιούργησε ο ζωγράφος Σπύρος Βασιλείου.
«Εμένα μου μπήκε η ιδέα σε αυτό εδώ το τοπίο», έλεγε η Στράτου, «απέναντι από την Ακρόπολη να γίνει ένα θέατρο, να βάλω τους ελληνικούς χορούς που έχουν άμεση σχέση με το παρελθόν μας, με την ιστορία μας. Όταν μπόρεσα να χτίσω αυτό το θέατρο, άρχισαν οι παραστάσεις εδώ, αφού έχουμε κάνει και μεγάλη έρευνα σε όλη την Ελλάδα με την σύμπραξη των χορευτών που διαλέξαμε».
Το 1967 βραβεύτηκε με το κορυφαίο Παγκόσμιο Βραβείο Θεάτρου και χάρη στο βραβείο Φορντ κατόρθωσε και αγόρασε ένα μεγάλο αριθμό από αυθεντικές ελληνικές φορεσιές. Η συλλογή της Δόρας Στράτου αποτελείται από 2.500 φορεσιές από όλες τις περιοχές της Ελλάδας, πολλά παραδοσιακά κοσμήματα και αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στις παραστάσεις.
Το 1967 συνελήφθη με αιτία ότι έκρυβε στην οικία της τον δημοσιογράφο Χρήστο Λαμπράκη, την αποφυλάκιση της οποίας πέτυχε από το εξωτερικό η μετέπειτα Υπουργός Μελίνα Μερκούρη. Η Δόρα Στράτου συνέχισε να εργάζεται συστηματικά για το όραμά της μέχρι το 1983 οπότε και αποσύρθηκε για λόγους υγείας.
Πέθανε στις 20 Ιανουαρίου του 1988. Με το θεληματικό της χαρακτήρα, τη συστηματική και επίμονη εργασία της, το πάθος για την παράδοση, η Δόρα Στράτου μας άφησε ως κληρονομιά ένα σπουδαίο έργο. Το όνομά της είναι ταυτόσημο της ελληνικής παράδοσης.