Η υποχώρηση της στάθμης του νερού σε λίμνη του Ιράκ, ανέδειξε τα ερείπια της αρχαίας πόλης Ζακίκο.
Η πόλη ήταν από τις πλέον ισχυρές την περίοδο 1550-1350 π.Χ., ενώ τα ευρήματα επιτρέπουν στους αρχαιολόγους να μάθουν σημαντικές πλευρές της εποχής Μιτάνι και την αρχή της Ασυριακής περιόδου στην περιοχή.
Η Ζακίκο αποκαλύφθηκε σε λίμνη κοντά στην πόλη Ζάκο στο βόρειο Ιράκ, ενώ οι ανασκαφές γίνονται από Κούρδους και Γερμανούς αρχαιολόγους των πανεπιστημίων του Τούμπινγκεν και του Φράιμπουργκ.
Η αρχαία πόλη είχε εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο η αποκάλυψή της οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, που έχει προκαλέσει ξηρασίες στο Ιράκ. Μάλιστα, η υποχώρηση της στάθμης του νερού έγινε τόσο γρήγορα που οι αρχαιολόγοι κατάφεραν να χαρτογραφήσουν την πόλη σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Τα πρώτα κτήρια αποκαλύφθηκαν το 2018, λόγω της μείωσης της στάθμης του νερού, στο φράγμα της Μοσούλης. Ο χώρος χρειάζεται περαιτέρω ανασκαφή, που θα είναι εφικτή εάν το επιτρέψει η περαιτέρω υποχώρηση της στάθμης του νερού.
Τι εκτιμούν οι αρχαιολόγοι
Οι αρχαιολόγοι επισημαίνουν ότι η αρχαία πόλη είναι μεγάλη και περιλαμβάνει ανάκτορο και μεγάλα κτίσματα, όπως ένα μεγάλο οχυρωματικό έργο με τείχη και πύργους, μια μεγάλη αποθήκη και ένα βιομηχανικό συγκρότημα.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Πανεπιστημίου του Τούμπινγκεν, το Ιράκ είναι μία από τις χώρες που επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, με το νότιο τμήμα να υποφέρει από ακραία ξηρασία για μήνες.
Για να μην ξεραθούν οι καλλιέργειες, μεγάλες ποσότητες νερού αντλούνται από τη δεξαμενή της Μοσούλης από τον Δεκέμβριο. Η άντληση υδάτων οδήγησε στην επανεμφάνιση της πόλης που χρονολογείται από την εποχή του Χαλκού και η οποία βυθίστηκε χωρίς να έχουν γίνει αρχαιολογικές έρευνες.
Η ανάδυση της πόλης προκάλεσε πίεση στους αρχαιολόγους, που προσπάθησαν να καταγράψουν τουλάχιστον κάποια τμήματα της αρχαίας πόλης, πριν βυθιστεί ξανά. Για τον σκοπό αυτό έγιναν κοινές ανασκαφές στο Κεμούνε τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 2022.
Σε καλή κατάσταση τα τείχη
Οι αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι τα τείχη που σε ορισμένα σημεία είχαν ύψος αρκετών μέτρων, βρίσκονταν σε πολύ καλή κατάσταση, παρότι έχουν κατασκευαστεί από τούβλα λάσπης που είχαν ξεραθεί στον ήλιο και βρίσκονταν στο νερό για πάνω από 40 χρόνια.
Η καλή κατάσταση αποδίδεται στην καταστροφή της πόλης σε σεισμό κατά το 1350 π.Χ., όταν τα πάνω τμήματα του τείχους έθαψαν τα κτήρια.
Παράλληλα, οι αρχαιολόγοι εντόπισαν πέντε σκεύη από κεραμικό και πλάκες με σφηνοειδή γραφή, που ανάγονται στη Μέση Ασσυριακή Περίοδο, λίγο μετά τον σεισμό.
Κάποιες πήλινες πλάκες, που ίσως είναι επιστολές, βρίσκονται ακόμη μέσα στους πήλινους φακέλους τους.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η ανακάλυψη θα τους προσφέρει πληροφορίες για το τέλος της πόλης και την έναρξη της Ασσυριακής περιόδου. Πλέον, για να προστατευτεί ο αρχαιολογικός χώρος από τα ύδατα, τα ευρήματα καλύφθηκαν με πλαστικό και χαλίκι, ενώ η πόλη είναι και πάλι βυθισμένη.