Ακόμα κι αυτοί που δεν έχουν δει τον «Σημαδεμένο» του Μπράιν Ντε Πάλμα που απογείωσε την καριέρα του Αλ Πατσίνο, αποκλείεται να μην έχουν ακούσει την θρυλική ατάκα: «I am Tony Montana. Political prisoner from Cuba».

Κι αυτό γιατί το εμβληματικό πλέον φιλμ του 1983 έχει γίνει ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής. Οπότε η απόφαση της Universal να ανακοινώσει ένα reboot δεν αποτελεί έκπληξη. Τη σκηνοθεσία θα αναλάβει ο Ιταλός σκηνοθέτης Λούκα Γκουαντανίνο («Να με φωνάζεις με το όνομά μου») και η τελική εκδοχή του σεναρίου φέρει την υπογραφή των αδελφών Τζόελ και Ίθαν Κοέν. Δεν έχει οριστεί ακόμα η ημερομηνία έναρξης των γυρισμάτων αλλά τον ρόλο του Τόνυ θα παίξει ο Ντιέγκο Λούα, που τον ξέρουμε από το πρόσφατο «Rogue One».

Ο «Σημαδεμένος» («Scarface») αφηγείται την ιστορία ενός Κουβανού αντιφρονούντα, ο οποίος φτάνει το 1980 στο Μαϊάμι και γίνεται βαρόνος ναρκωτικών. Επί της ουσίας, η υπόθεση εξελίσσεται με φόντο τα χρόνια της παντοκρατορίας του Κολομβιανού Πάμπλο Εσκομπάρ, που είχε «γεμίσει» τις ΗΠΑ με κοκαΐνη.

Κι όμως αυτός δεν ήταν ο πρώτος «Σημαδεμένος» στην ιστορία του κινηματογράφου. Υπήρχε ένα φιλμ, που είχε μάλιστα τον ίδιο ακριβώς τίτλο -του 1932 που περιέγραφε την ζωή ενός γκάνγκστερ- και εμφανώς αναφερόταν στον Αλ Καπόνε στα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης. Ο παραγωγός Mάρτι Μπρέγκμαν είδε την συγκεκριμένη ταινία ένα βράδυ στην τηλεόραση και ενθουσιάστηκε. Σκέφτηκε λοιπόν τότε να την εκσυγχρονίσει: ο δικός του ήρωας δεν θα εμπορεύεται αλκοόλ αλλά ναρκωτικά. Άλλωστε η παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών ήταν αυτή που εκείνη την εποχή είχε συμβάλλει στην αύξηση της εγκληματικότητας, όπως δηλαδή συνέβαινε και με το αλκοόλ την εποχή του ’30.

Γι’ αυτό και ο Μπράιαν ντε Πάλμα αφιέρωσε το φιλμ στους Χάουαρντ Χοκς και Μπεν Χεχτ, σκηνοθέτη και σεναριογράφο αντίστοιχα της πρώτης ταινίας. Τον Απρίλιο του 2018, στο αφιέρωμα που οργάνωσε το Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα για τα 35 χρόνια από την πρώτη προβολή της ταινίας, ο Αλ Πατσίνο είπε ότι όταν είδε το έργο στα τέλη της δεκαετίας του ’70 στο Λος Άντζελες τηλεφώνησε αμέσως στον Μπρέγκμαν στη Νέα Υόρκη, με τον οποίον είχε κάνει τη «Σκυλίσια Μέρα», το «Σέρπικο» (και αργότερα την «Υπόθεση Καρλίτο») και του είπε: Θέλω να κάνω τον ρόλο του Πολ Μιούνι (του ηθοποιού εκείνης της πρώτης εκδοχής).

Η πρώτη επιλογή του Μπρέγκμαν για τη σκηνοθετική καρέκλα ήταν ο Σίντνεϊ Λουμέτ. Μάλιστα, ο Ολιβερ Στόουν που υπογράφει το σενάριο αν και στην αρχή δεν ήθελε να ασχοληθεί με το πρότζεκτ γιατί δεν του άρεσε η πρωτότυπη ταινία, τελικά είπε το «ναι» όταν άκουσε το όνομα του διακεκριμένου σκηνοθέτη.

Ο Στόουν τώρα που εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα ναρκωτικά, έβαλε αρκετές από τις προσωπικές του εμπειρίες στο σενάριο, ενώ παράλληλα μίλησε με ανθρώπους και από τις δύο πλευρές του νόμου από την Καραϊβική και την Φλόριντα ώστε να έχει μια πλήρη εικόνα της πραγματικότητας. Δυστυχώς όμως ο Λουμέτ αποχώρησε όταν διάβασε το τελικό αποτέλεσμα και ο Στόουν πάντα υποστήριζε ότι μάλλον δεν του άρεσε καθόλου. H ιδέα όμως να είναι Κουβανοί οι ήρωες ήταν δική του και την κράτησαν.

Έτσι τα ηνία ανέλαβε ο Ντε Πάλμα, που όμως δεν ήθελε με τίποτα να περάσει η Μισέλ Φάιφερ από οντισιόν. Εκείνος προτιμούσε μια σταρ μεγαλύτερου βεληνεκούς -η Φάιφερ ήταν τότε πολύ νέα- όπως την Γκλεν Γκλόουζ, την Τζίνα Ντέιβις ή την Κάρι Φίσερ, όμως ο Μπρέγκαρτ επέμενε πολύ και κατάφερε τελικά να επιβάλλει την όμορφη Μισέλ, η οποία έπρεπε να φαίνεται πολύ αδύνατη, γι΄ αυτό τρεφόταν αποκλειστικά με ντοματόσουπα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Ο Στίβεν Μπάουερ ήταν ο μόνος Κουβανός του καστ, ενώ ο Άνχελ Σαλαζάρ, που έπαιξε τον βοηθητικό ρόλο του «Chi-Chi», ήταν Κουβανο-Αμερικανός. Ο Ντε Πάλμα και το συνεργείο συμβουλεύονταν μάλιστα τους δύο ηθοποιούς για τα ήθη και τα έθιμα της Κούβας.

Όσο για τον κεντρικό ρόλο αρχικά είχε προταθεί στον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που για καλή τύχη του Πατσίνο τον αρνήθηκε.

Το επίθετο τώρα του Τόνυ, δηλαδή το Μοντάνα, το εμπνεύστηκε από τον αγαπημένο του ποδοσφαιριστή Τζό Μοντάνα. Η λέξη «σημαδεμένος» ακούγεται μόνο μια φορά και μάλιστα στα ισπανικά («cara cicatriz»).

Το αν τελικά όντως χρησιμοποιήθηκαν ναρκωτικά στα γυρίσματα παραμένει μυστήριο, αν και μάλλον ο Πατσίνο πρέπει να σνίφαρε γάλα σε σκόνη. Πάντως όταν ο Ντε Πάλμα ρωτήθηκε σε αφιέρωμα γι’ αυτό το θέμα απέφυγε να απαντήσει, ίσως για να συντηρήσει τον θρύλο.

Η περίοδος των γυρισμάτων πάντως δεν ήταν εύκολη για κανέναν. Καταρχάς το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται στο Μαϊάμι. Όταν όμως η παραγωγή κατάφτασε στην περιοχή οι Κουβανο-Αμερικανοί αντέδρασαν για τον τρόπο που τους παρουσίαζαν κι έτσι η παραγωγή αναγκάστηκε να μετακινηθεί στο Λος Αντζελες, στη Νέα Υόρκη και τη Santa Barbara.

O Πατσίνο τώρα στην τελευταία σκηνή έπαθε ένα τρομερό έγκαυμα επειδή έπιασε την κάννη του όπλου, γεγονός που τους ανάγκασε να σταματήσουν για δύο εβδομάδες, ενώ μετά τα γυρίσματα μια ηθοποιός που κρατούσε έναν μικρό ρόλο εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και δεν βρέθηκε ποτέ. Η υπόθεση της μάλιστα συγκαταλέγεται στα «Άλυτα Μυστήρια».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η ταινία όταν πρωτοπαίχτηκε είχε λάβει ανάμικτες κριτικές, εξαιτίας κυρίως των σκληρών σκηνών βίας –σκοτώνονται 42 άτομα- και των ναρκωτικών, ενώ παραλίγο να κοπεί από τη λογοκρισία λόγω της γλώσσας. Ο Ντε Πάλμα αναγκάστηκε να μοντάρει το υλικό του τρεις φορές. Όμως όταν πήρε τελικά την επιθυμητή σήμανση, τους ξεγέλασε δίνοντας τελικά στους κινηματογράφους το πρώτο του cut. Μόνο η λέξη f@@@ στις διάφορες εκδοχές της ακούγεται 207 φορές (ή, 1,21 φορές το λεπτό).