Τη νύχτα της 18ης Ιανουαρίου 2011, η Λετισιά Περαί, μια δεκαοχτάχρονη Γαλλίδα, δολοφονήθηκε άγρια, κοντά στο χωριό όπου ζούσε στην περιοχή της Νάντ της δυτικής Γαλλίας. Είχε γνωρίσει τυχαία τον δολοφόνο της λίγες μέρες νωρίτερα, έναν άντρα που είχε ήδη περάσει τη μισή του ζωή στη φυλακή για διάφορα κακουργήματα.
Αν και συνελήφθη αμέσως μετά τη δολοφονία και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, η ταφή της 18χρονης έγινε πέντε μήνες αργότερα. Τόσος ήταν ο καιρός που χρειάστηκε ώστε να ανακτηθούν όλα τα μέλη του σώματος της Λετισιά, καθώς ο δολοφόνος της, Tony Meilhon, την είχε διαμελίσει…
Η φρικιαστική βία που συνόδευε όχι μόνο τη δολοφονία, αλλά και ολόκληρη τη ζωή του θύματος ώθησε τον συγγραφέα και πανεπιστημιακό Ιβάν Ζαμπλονκά να καταγράψει την ιστορία της Λετισιά, αλλά και της δίδυμης αδερφής της, ήδη από τη στιγμή της γέννησης τους.
Το βιβλίο, που στην Ελλάδα κυκλοφορεί με τον τίτλο «Λετισιά, ή το τέλος των αντρών» (εκδόσεις Πόλις) έλαβε πολλά λογοτεχνικά βραβεία στη Γαλλία καθώς αναλύει τόσο τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η υπόθεση της δολοφονίας από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς, ενώ φέρνει στο φως και ορισμένες δυσάρεστες αλήθειες για τη γαλλική κοινωνία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μια πολιτική εξουσία μπορεί να εκμεταλλευτεί έναν αποτρόπαιο φόνο ως εργαλείο προπαγάνδας.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:
«Οι δίδυμες αδελφές Περαί, προσπαθώντας να ξεφύγουν από το βίαιο οικογενειακό περιβάλλον τους, αναζητούν καταφύγιο στην οικογένεια Πατρόν δύο τυπικά κορίτσια σ’ ένα θλιβερό προάστιο της Ναντ. Ξυπνούν νωρίς, δουλεύουν σκληρά, προσπαθούν να ενσωματωθούν.
Χωρίς να διαβάζουν βιβλία, χωρίς να πηγαίνουν σινεμά, καρφωμένα στο κινητό τους, στα γεμάτα λάθη SMS, στους φίλους τους στο μπιστρό. Δεν εξεγείρονται ποτέ. Κι όταν η Λετισιά απειλεί ότι θα κάνει μήνυση στον άνδρα που την ενοχλεί καθώς δεν τον ανέχεται πια, θα δολοφονηθεί με φρικτό τρόπο.
Η βιαιότητα του βιολογικού πατέρα συναντά τη σεξουαλική παρενόχληση του ανάδοχου πατέρα. Κι ακόμα και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Νικολά Σαρκοζί εκμεταλλεύεται τη συγκίνηση που προκαλεί το έγκλημα προκειμένου να καταγγείλει τη δήθεν υπερβολική επιείκεια των δικαστών και να καταστήσει πιο αυστηρή την ποινική νομοθεσία».