Με ένα εκτενές άρθρο στην βρετανική εφημερίδα Telegraph με τίτλο: «Η Βρετανία θα πρέπει να επιστρέψει τα Μάρμαρα στην Ελλάδα», ο Λόρδος Φροστ επισημαίνει ότι το βρετανικό Μουσείο βρίσκεται αυτήν τη στιγμή σε «μυστικό διάλογο» με την Ελλάδα, για να βρεθεί λύση και καταθέτει την οπτική του, εν μέσω έντασης της συζήτησης στον βρετανικό τύπο γύρω από την ενδεχόμενη επιστροφή τους.
Αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή της άφιξης των Μαρμάρων στο Μουσείο στις αρχές του 19ου αιώνα από τον λόρδο Έλγιν και αφού αναπαράγει την βρετανική θέση ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι «νόμιμος ιδιοκτήτης», σημειώνει και την θέση της ελληνικής κυβέρνησης η οποία δεν αποδέχτηκε ποτέ τη νομιμότητα της αφαίρεσής τους και διεκδίκησε δυναμικά την επιστροφή τους στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Χαρακτηρίζει όμως τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ως μια «ειδική κατάσταση για την οποία θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ειδική λύση» και εξηγεί:
«Οι ζωφόροι του Παρθενώνα αποτελούν μια από τις κορυφαίες εκφράσεις της αρχαίας ελληνικής, άρα και δυτικής, τέχνης. Δημιουργήθηκαν για ένα συγκεκριμένο κτίριο και ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό και θρησκευτικό πλαίσιο. Σε αντίθεση με πολλά αρχαία γλυπτά, γνωρίζουμε ακριβώς ποιο ήταν αυτό το πλαίσιο και τι επρόκειτο να σηματοδοτήσει το έργο τέχνης. Δεν πρόκειται για τυχαία εκθέματα του μουσείου. Για όσο διάστημα δεν τα βλέπουμε ως σύνολο, είναι λιγότερα από το άθροισμα των μερών τους», λέει ο Φρόστ.
Ακόμα τονίζει ότι η σχέση του με την Ελλάδα, η γνώση της ελληνικής γλώσσας η διαμονή του για ένα διάστημα στην Κύπρο τον έχουν επηρεάσει και του δίνουν τη δυνατότητα να καταλάβει την ελληνική οπτική.
«Για εμάς, τα μάρμαρα είναι απλώς ένα, αν και πολύ σημαντικό, έκθεμα στα εθνικά μας μουσεία. Για την Ελλάδα, είναι μέρος της εθνικής της ταυτότητας και εθνική πολιτιστική υπόθεση. Δεν εννοώ ότι κάθε Έλληνας πολίτης ξυπνάει κάθε πρωί και αναρωτιέται: “Πότε θα επιστρέψουν τα μάρμαρα του Παρθενώνα;”, αλλά ότι ένα πολύ σημαντικό μέρος της σύγχρονης ελληνικής εθνικής ταυτότητας, το σύγχρονο ελληνικό κράτος, βασίζεται στη συνέχεια με την αρχαία Ελλάδα και την κληρονομιά της».
Συνεχίζει: «Η Ακρόπολη και τα κτήριά της είναι το πιο ορατό και συμβολικό μέρος αυτού του γεγονότος, οπότε καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο σημαντικό για την Ελλάδα να φέρει αυτό το μέρος της διάσπαρτης κληρονομιάς της στο σπίτι της σήμερα. Καταλαβαίνω λοιπόν γιατί ο Όσμπορν (σ.σ. πρόεδρος βρετανικού Μουσείου) προσπαθεί να βρει μια νέα διέξοδο. Αλλά, δεδομένου του πόσο πολιτικό είναι το θέμα, δεν νομίζω ότι είναι σωστό να αφήσουμε το θέμα εξ ολοκλήρου σε αυτόν και το μουσείο, και ακόμη λιγότερο ότι οι συζητήσεις τους δεν θα πρέπει να είναι “μυστικές”».
Να το αναλάβει η βρετανική κυβέρνηση
«Ωστόσο», επισημαίνει ο Φροστ: «Το μουσείο μπορεί να συμφωνήσει μια συμφωνία δανεισμού. Οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία αποδεκτή από τους Έλληνες θα πρέπει να είναι πολύ εκτεταμένη – και το κατά πόσον οι όροι της θα είναι αποδεκτοί από εμάς είναι ένα ζήτημα εθνικού συμφέροντος και για αυτή τη χώρα. Επομένως, η κυβέρνηση πρέπει να εμπλακεί».
«Η άποψή μου είναι ότι ήρθε η ώρα για μια μεγάλη χειρονομία. Μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Είναι να προσφέρει την επιστροφή των μαρμάρων ως εφάπαξ δώρο αυτής της χώρας στην Ελλάδα, ως μέρος μιας νέας ευρύτερης αγγλοελληνικής εταιρικής σχέσης»,αναφέρει.
Οι τρεις όροι του Φροστ
Αυτή η εταιρική σχέση θα μπορούσε να έχει τρεις συνιστώσες, σύμφωνα με τον βρετανό αξιωματούχο.
«Πρώτον, μια μουσειακή σύμπραξη: υψηλής ποιότητας αντίγραφα των μαρμάρων στο Λονδίνο συν μια συμφωνία της Ελλάδας να δανείσει μερικά από τα πιο διάσημα έργα τέχνης της, προσωρινά, σε αντάλλαγμα, ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου.
Δεύτερον, μια ευρύτερη πολιτιστική εταιρική σχέση: ένα διμερές ίδρυμα, ίσως χρηματοδοτούμενο σε μεγάλο βαθμό από τους πολλούς πλούσιους ιδιώτες που ενδιαφέρονται για το ζήτημα αυτό, για να ανεβάσει την ακαδημαϊκή και επιστημονική συνεργασία σε ένα νέο επίπεδο- και μια συμφωνία για τη χαλάρωση ή την εξάλειψη των περιορισμών (τα εμπόδια είναι πολύ ισχυρότερα στην ελληνική πλευρά από ό,τι στη δική μας) στη διδασκαλία της γλώσσας, στο πολιτιστικό έργο και στην καλλιτεχνική απόδοση από τους πολίτες του άλλου κράτους.
Τρίτον, μια κοινή εκστρατεία για την επιστροφή στην Ελλάδα όσων τμημάτων των μαρμάρων βρίσκονται σε άλλα μουσεία παγκοσμίως – γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αν και το Βρετανικό Μουσείο έχει τα περισσότερα, δεν τα έχει όλα. Μια τέτοια σύμπραξη θα πρέπει να βάλει τέλος στην αντιπαράθεση γύρω από τα καλά και τα στραβά της αρχικής απόκτησης και της μετέπειτα μεταχείρισης των μαρμάρων από τις δύο χώρες. Θα έπρεπε επίσης να είναι σαφές ότι δεν θα αποτελεί προηγούμενο για αιτήματα “επιστροφής” για οτιδήποτε άλλο.»
Τέλος, από τη μεριά του, ο λόρδος Φροστ επισημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να μπει τέλος στην αντιπαράθεση. «Θα επιλύαμε αυτή τη διαμάχη, ενώ θα παίρναμε κάτι σημαντικό σε αντάλλαγμα. Θα δείχναμε ότι το εννοούμε όταν λέμε ότι τα μάρμαρα είναι μέρος της κοινής μας δυτικής κληρονομιάς, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει εταιρική σχέση με την Ελλάδα, όχι διαίρεση».
Καταλήγοντας: «Θα δείχναμε επίσης κάτι για το είδος της χώρας που είμαστε και φιλοδοξούμε να γίνουμε – μια χώρα που μπορεί να κοιτάξει πέρα από το “ό,τι έχουμε, κρατάμε” και μπορεί να σκεφτεί τη φήμη μας, την επιστήμη μας και τον πολιτισμό μας. Ας σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία».