Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου του 1851 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον σκόνης, μαρμάρου και πηλού.

Ο πατέρας του Ιωάννης συγκαταλεγόταν στους μεγαλύτερους τεχνίτες του νησιού, πετυχημένος επαγγελματίας και με έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα στο Αιγαίο, στη Σμύρνη και στα παράλια της Μ. Ασίας, στο Άγιο Όρος, στο Βουκουρέστι, στη Σύρο, στην Αθήνα και στον Πειραιά.

Ο αδιάκοπος ήχος των σφυριών και των μαντρακάδων πρέπει να επηρέασε σημαντικά τον Γιαννούλη, το πρώτο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας.

Από πολύ μικρή ηλικία ξεχώριζε από τα υπόλοιπα παιδιά, ενώ τα παιχνίδια του ήταν ασυνήθιστα. Ήταν ευαίσθητος, εύθικτος και εκκεντρικός. Μεγάλωσε ανάμεσα σε σχήματα και μορφές, χαμηλούς τοίχους και σκονισμένο περιβάλλον ‒ μέσα στο πατρογονικό εργαστήριο αντιλήφθηκε ότι ήταν γεννημένος γλύπτης.

Αυτή η ιερατική μορφή της γλυπτικής ζούσε πάμφτωχα, βόσκοντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού.

Η μητέρα του Ειρήνη, το γένος Λαμπαδίτη, ήταν μια επιβλητική, αυστηρή, λιγομίλητη και καταπιεστική μητέρα. Αγαπούσε τον πρωτότοκο γιο της περισσότερο από υπόλοιπα παιδιά της, αλλά ήταν κι εκείνη που άσκησε πάνω του σοβαρή επίδραση.

Όπως γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης σε μια συναρπαστική και άρτια βιογραφία με τίτλο «Γιαννούλης Χαλεπάς – Η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας, «ένα ανοιξιάτικο σούρουπο ο εφτάχρονος Γιαννούλης δεν γύρισε σπίτι του. Μπήκε κρυφά στο εργαστήρι του πατέρα του και κάθισε σε μια γωνιά, αθέατος, για να τον παρακολουθεί στη δουλειά του (…). Ξαφνικά όμως φάνηκε μπροστά στην πόρτα η μητέρα του.

">

Η κυρα-Ρήνη τον τράβηξε βίαια προς το σπίτι και κατόπιν άρχισε αμέσως να τον δέρνει αλύπητα (…) Ο Γιαννούλης έβαλε τα κλάματα από τον πόνο και προσπάθησε πάλι να της ξεφύγει, αλλά η μάνα του τον κρατούσε γερά από το χέρι και συνέχιζε να τον ξυλοκοπά».

Η τιμωρία, ο φόβος και οι απειλές τον οδήγησαν στην άρνηση της αγάπης του για εκείνη. Η τρυφερότητα της σχέσης μητέρας – παιδιού είχε εξελιχθεί σε μίσος. Η μητέρα του ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τον γιο της να γίνει μαρμαράς. Είχε άλλες φιλοδοξίες για τον Γιαννούλη, θεωρούσε τη δουλειά του μαρμαρά κατώτερη.

Κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών η επίδοσή του στα μαθήματα ήταν άριστη και είχε ξεκινήσει να ξετυλίγει τις δεξιότητές του. Για πολύ καιρό δεν ξαναμπήκε στο εργαστήρι του πατέρα του, αλλά εξακολουθούσε να πηγαίνει σε άλλα εργαστήρια του χωριού.

Τα καλοκαίρια η θάλασσα ήταν εκείνη που τον γοήτευε, τα παιχνίδια στην παραλία του Πάνορμου, τα μπάνια και οι βουτιές στα βραχάκια. Μια άλλη αγαπημένη του συνήθεια ήταν οι βόλτες με τους φίλους του στα περιβόλια της Λαγκάδας.

Αργότερα, το 1869, όλη η οικογένεια πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει ο Γιαννούλης μαθήματα γλυπτικής στο Πολυτεχνείο. Ήταν η εποχή που ξυπνούσε το πρωί γεμάτος όνειρα, επιθυμίες και ελπίδες. Ήταν μια περίοδος που ανυπομονούσε να βρει έκφραση το ταλέντο του και να αναπτύξει το πάθος του για δημιουργία. Δάσκαλός του ήταν ο Ελληνοβαυαρός Λεωνίδας Δρόσης. Αποφοίτησε με άριστα το 1872. Ήταν μόλις είκοσι ενός ετών.

Έναν χρόνο μετά, το 1873, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Εκείνη την περίοδο στην τέχνη επικρατούσε ο κλασικισμός της αρχαίας Ελλάδας. Δάσκαλός του ήταν ο διάσημος γλύπτης Μαξ φον Βίντμαν. Κατά τη παραμονή του στο Μόναχο δεν είχε σημαντικούς έρωτες ούτε και πολλές φιλίες, πέρα από τη γνωριμία με έναν συμφοιτητή του, τον Γιώργο Κωνσταντινίδη. Ο μοναδικός του έρωτας ήταν η Μαριγώ Χριστοδούλου.

Στο Μόναχο εξέθεσε τα έργα του «Το παραμύθι της Πεντάμορφης» και «Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα», για τα οποία και βραβεύτηκε με το Χρυσό Μετάλλιο. Τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» τον παρουσίασε μαζί με το ανάγλυφο της «Φιλοστοργίας» σε έκθεση στο Ζάππειο, στην Αθήνα.

Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν ανεξήγητα αρνητική. Όπως σημειώνει ο Χρήστος Σαμουηλίδης στο βιβλίο του, αυτή ήταν η τέταρτη φορά που ο Γιαννούλης Χαλεπάς πληγωνόταν από την πατρίδα του. Η πρώτη ήταν όταν του έκοψαν την υποτροφία στο μισό, η άλλη όταν καθυστέρησε για έναν χρόνο και η τρίτη όταν διακόπηκε. Γι’ αυτό, στις αρχές της άνοιξης του 1876 επέστρεψε στην Αθήνα και άνοιξε το δικό του εργαστήριο.

Δεν άργησε να επισκεφθεί το χωριό του με τη σκέψη ότι εκεί θα συναντούσε την αγαπημένη του και συγχωριανή του Μαριγώ. Η αγάπη του για εκείνη είχε παραμείνει άσβεστη, παρ’ όλη την απόσταση. Η φιγούρα της ήταν μονίμως παρούσα στο μυαλό του.

Λίγο πριν από την επιστροφή του στην Αθήνα, αποφάσισε να πάει στο σπίτι των Χριστοδούλου για να ζητήσει το χέρι της. Του το αρνήθηκαν και αυτή η απόρριψη καθόρισε τη ζωή του. Στο προσωπικό του ημερολόγιο ως μια αξεπέραστη πληγή. Αυτός ο ανεκπλήρωτος έρωτας θα σηματοδοτούσε την αρχή της κατάρρευσής του.

Τον Γενάρη του 1878 τον επισκέφθηκε στο εργαστήριό του στην Αθήνα μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Ήταν η μητέρα της Σοφίας Αφεντάκη που είχε φύγει από τη ζωή μόλις στα 18 της χρόνια από φυματίωση. Η γυναίκα αυτή ζήτησε από τον Γιαννούλη Χαλεπά ένα ταφικό μνημείο με το άγαλμα της κόρης της. Αυτό το αριστούργημα της νεοελληνικής γλυπτικής καταγράφηκε ως το κορυφαίο έργο του. Παραμένει αξεπέραστο, στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.

Αυτό το έργο προκάλεσε τον φθόνο των ομοτέχνων του. Ο θρίαμβος της «Κοιμωμένης» σκεπάστηκε από απόλυτη σιωπή. «Αυτή η ύπουλη παρατεταμένη νηνεμία γύρω του τού γύρισε τα μυαλά ανάποδα. Τον εξόντωσε» γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης.

Τα πρώτα συμπτώματα του ψυχικού του κλονισμού είχαν αρχίσει να εμφανίζονται. Κάθε έργο του το κατέστρεφε. Η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε, έτσι, ύστερα από δέκα χρόνια, επέστρεψε στην Τήνο. Ένα ενδιάμεσο ταξίδι στην Ιταλία δεν στάθηκε ικανό να τον βοηθήσει. Μικροί περίπατοι στο χωριό, στα ψηλά βουνά, στους κρυφούς όρμους και το ατελείωτο αγνάντι στο πέλαγος μονοπωλούσαν την καθημερινότητά του στο κυκλαδίτικο νησί.

Το 1888, μετά από αρκετές κρίσεις και απόπειρες αυτοκτονίας, ο γλύπτης εισήχθη στο Φρενοκομείο της Κέρκυρας ως «πάσχων από άνοιαν». Κενές μέρες, άκαρπες ώρες και άσκοπες εβδομάδες. Το βλέμμα του ήταν μονίμως απλανές και μελαγχολικό. Η σκέψη του σε ακινησία και ο κόσμος του περιτριγυρισμένος από ένα απέραντο σκοτάδι.

Τη μονοτονία του έσπασε ένα γράμμα από τη μητέρα του, στο οποίο τον πληροφορούσε ότι ο πατέρας του είχε πεθάνει. Όταν το διάβασε, έκλαψε αρκετή ώρα.

Στο απαρχαιωμένο Φρενοκομείο της Κερκύρας δεν τον επισκέφθηκε ποτέ κανείς οικείος, πέρα από τον παλιό του φίλο Γιώργο Κωνσταντινίδη. Στους λόγους του εγκλεισμού του αναφέρονταν: «Από τον γέλωτα άνευ λόγου, τους φόβους, την επιθετικότητα κατά του πατρός και των οικείων του, τις απόπειρες αυτοκτονίας». Σημειωνόταν ότι: «Έπασχεν από ονειρώξεις, συνεπεία των οποίων ήταν οι αυνανισμοί εξ αποτυχόντος έρωτος».

Εκεί παρέμεινε 13 έτη, 10 μήνες και 27 ημέρες, ως τις 6 Ιουνίου του 1902, οπότε τον παρέλαβε η μητέρα του ως «ήσυχο». Εκείνη θεωρούσε ακόμα τη γλυπτική υπαίτια για την ασθένεια του γιου της και γι’ αυτό διέλυσε οποιαδήποτε δημιουργία του. Με την έξοδό του και την επιστροφή του στον Πύργο ο Γιαννούλης Χαλεπάς ήταν για τους συγχωριανούς του ο «τρελός του χωριού». Στράφηκε στη βοσκή των ζώων και σε αγροτικές εργασίες.

Ο ίδιος έγινε μια απόκοσμη μορφή, σκιά του εαυτού του. Είχε πλέον αποκοπεί από την τέχνη που αγαπούσε, τη γλυπτική.

Μόλις ο καθηγητής του Πολυτεχνείου Θωμάς Θωμόπουλος έμαθε ότι ο Γιαννούλης βγήκε από το φρενοκομείο, τον επισκέφθηκε στην Τήνο και συγκλονίστηκε από την κατάσταση που αντίκρισε. Ο σπουδαίος ποιητής Κωστής Παλαμάς, το 1915, στην εφημερίδα «Εμπρός», θα γράψει για τον Χαλεπά πως «το φως της τέχνης έπαυσεν να φωτίζει τον δρόμο του» και «απέμεινε ζωντανόνεκρος» να «βόσκει γίδια» στον γενέθλιο τόπο του.

Πράγματι, αυτή η ιερατική μορφή της γλυπτικής ζούσε πάμφτωχα, βόσκοντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Τον επόμενο χρόνο η μητέρα του πέθανε ξαφνικά, ενώ είχε θρηνήσει ήδη τον θάνατο δύο παιδιών της, της Κατερίνας και του Πραξιτέλη.

Δίπλα στη σορό της μητέρας του ο Γιαννούλης στεκόταν αδιάφορα, υποτονικά και με απάθεια. Κάποια στιγμή, ενώ ήταν άφαντος, τον βρήκαν στο υπόγειο, όπου είχε αρχίσει να πλάθει τον πηλό. Φέρεται να είπε στις ανιψιές του που μοιρολογούσαν: «Σωπάστε κι εγώ θα πιάσω την τέχνη να δουλεύω». Αισθανόταν πια ελεύθερος. Βέβαια, ο σπαραγμός του είχε έλθει ετεροχρονισμένα.

Στις αρχές του επόμενου έτους ένιωθε αρκετή αυτοπεποίθηση για να ξεκινήσει μια νέα, μοναχική ζωή στο σπίτι του στον Πύργο. Ο Θωμάς Θωμόπουλος αντέγραψε πολλά έργα του το 1923 και τα παρουσίασε μετά από δύο χρόνια στην Ακαδημία Αθηνών. Από την έκθεση αυτή το 1927 ο Χαλεπάς βραβεύτηκε με το Αριστείο των Τεχνών. Στα 76 του χρόνια ο σπουδαίος καλλιτέχνης θα αναγνωριστεί δημοσίως και θα καταφέρει να γίνει αποδεκτός από τον πνευματικό κόσμο. «Όλα έρχονται καθυστερημένα» θα πει στον εαυτό του, ανήμπορος πλέον να χαρεί τη δόξα και την ευτυχία.

Το 1930, η ανιψιά του Ειρήνη Χαλεπά τον προτρέπει να εγκατασταθεί στο σπίτι της, στη Νεάπολη, στην οδό Δαφνομήλη 35. Ο ιδιοφυής γλύπτης θα βρεθεί στην Αθήνα όπου θα εργαστεί εντατικά. Αγαπημένα θέματα που επαναλαμβάνει είναι η «Μήδεια», ο «Σάτυρος και ο Έρως» και το «Παραμύθι της Πεντάμορφης». Ήταν πλέον μια αναγνωρισμένη προσωπικότητα των τεχνών.

Στις 27 Αυγούστου του 1930 αποφάσισε να επισκεφτεί την «Κοιμωμένη» του. Ένα αναπάντεχο πλήθος απ’ όλη την Αθήνα δημιούργησε το αδιαχώρητο στην είσοδο και στο προαύλιο του Α’ Νεκροταφείου, σε τέτοιο σημείο που χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία για να μεταβεί στο σημείο ο καλλιτέχνης. Πενήντα δύο χρόνια μετά τη δημιουργία του, ο Χαλεπάς θα συναντούσε το θρυλικό έργο του. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη και η εσωτερική του ταραχή εμφανής.

Κατά την επιστροφή τους από το νεκροταφείο στο σπίτι η ανιψιά του τον ρώτησε αν ίσχυαν οι φήμες ότι αγαπούσε τη Σοφία Αφεντάκη. Εκείνος αποκρίθηκε τότε ότι αγάπησε μόνο τη Μαριγώ. Ένα ειδύλλιο αγνό και βαθύ. Τελικά, εκείνη παντρεύτηκε κάποιον άλλον ‒ ο πατέρας της και μερικοί συγγενείς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό.

Στη Δαφνομήλη 35 έμεινε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, ενώ τα γηρατειά και η κούραση ήταν εμφανή. Μια ημιπληγία νέκρωσε το δεξί του χέρι. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938 ο Γιαννούλης Χαλεπάς θα αφήσει την τελευταία του πνοή, έχοντας δίπλα του τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Συνολικά, τα έργα του που σώζονται ως σήμερα υπολογίζονται περίπου σε 150, που περιλαμβάνουν γλυπτά αλλά και πολλά σχέδια και σκίτσα.

Αυτή η ασκητική μορφή υπήρξε το σύμβολο της δύναμης του ταλέντου αλλά και της τραγικής μοναξιάς του ασυμβίβαστου καλλιτέχνη. Γνώρισε την απόρριψη, την απογοήτευση, τα υποτιμητικά βλέμματα, την απαξίωση και την περιθωριοποίηση. Όταν τελικά βίωσε τη δόξα, την πανελλήνια αναγνώριση και την πανθομολογούμενη εκτίμηση ήταν πια αργά.

Σήμερα, στον Πύργο, σε κάθε γωνιά του σπιτιού-μουσείου, κυριαρχεί το πνεύμα του μεγαλοφυούς γλύπτη, ο οποίος μια ζωή έπλαθε και σμίλευε. Ο πηλός του πάντοτε επιθυμούσε να πάρει ψυχή. Τα αθέατα μυστήρια της ύπαρξης και τα ανθρώπινα πάθη αποτέλεσαν τα βασικά συστατικά της έμπνευσής του, ενώ η ελληνική μυθολογία ήταν το κύριο εργαλείο αυτής της ιδιοφυΐας.

Σκληρές δοκιμασίες, ερωτική απογοήτευση, δυσμενές κοινωνικό περιβάλλον, ψυχοπάθεια, καλλιτεχνική αδράνεια, φθόνος, συγκρούσεις με την οικογένεια και την κοινωνία. Παρ’ όλα αυτά, το όνομα αυτού του ανθρώπου εγγράφεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα της ιστορίας της τέχνης.

Στο σπίτι του Πύργου η παρουσία του Γιαννούλη Χαλεπά παραμένει έντονη: τα κρεμασμένα ρούχα, τα ιδιόχειρα σημειώματα, οι οικογενειακές φωτογραφίες, οικιακά σκεύη, τα προσωπικά του αντικείμενα, το υπνοδωμάτιο και το εργαστήριό του θυμίζουν τη μυθιστορηματική ζωή του κορυφαίου Έλληνα γλύπτη και πρωτοπόρου του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.

Πήρα τον δρόμο για τον γειτονικό Πάνορμο. Οι σκέψεις μου ακόμη κυριαρχούνταν από τη συναρπαστική πορεία αυτής της ιδιαίτερης και μυθικής περίπτωσης. Το τηνιακό τοπίο με τις απόκρημνες κορφές και τους γυμνούς βράχους, τις καταπράσινες ανοιξιάτικες πλαγιές και τα κλιμακωτά χωράφια, τις πεζούλες και τη φύση επιβεβαιώνουν ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι ο ποιητής της σμίλης και ο εθνικός μας γλύπτης.

Ένας θρύλος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή του στην τέχνη της γλυπτικής.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!