Επιχειρώντας να καταγράψει, σε μακρά σειρά σχετικών δημοσιευμάτων του τη δεκαετία του ’60, την πραγματική ιστορία του Αριστοτέλη Ωνάση, «Ο Ταχυδρόμος» είχε αφιερώσει ένα εξ αυτών στη σχέση του θρυλικού επιχειρηματία του 20ού αιώνα με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Πιο συγκεκριμένα, στο τεύχος του περιοδικού που είχε κυκλοφορήσει στις 4 Οκτωβρίου 1968, στο πλαίσιο ταυτόχρονης και αποκλειστικής δημοσίευσης συγκεκριμένης βιογραφίας του Ωνάση στους «Τάιμς» του Λονδίνου και στον «Ταχυδρόμο», περιλαμβάνονταν πληροφορίες για το πώς είχαν συνδεθεί φιλικά οι δύο άνδρες, για το πώς είχε μπει στη ζωή του Ωνάση ο γηραιός τότε βρετανός πολιτικός, προκαλώντας μάλιστα το φθόνο πολλών, όπως επισημαίνεται στο εν λόγω δημοσίευμα.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 4.10.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ιδού, λοιπόν, όσα αναφέρονταν πριν από 54 χρόνια στον «Ταχυδρόμο» για τη στενή και εγκάρδια φιλία με την οποία είχαν συνδεθεί οι δύο αυτές διεθνείς προσωπικότητες:
Από την εκδρομή του στη Βενετία ο Ωνάσης γύρισε στη βάσι του στο Μόντε Κάρλο και ξανάρχισε ζωηρότατη κοσμική ζωή. Διακεκριμένοι φίλοι φιλοξενήθηκαν διαδοχικά στη «Χριστίνα». Ξανάρθε η Γκρέτα Γκάρμπο, ακολούθησαν ο Λόελ Γκίννες, ο Τζιάννι Ανιέλλι, ο Αντρέ Ντυμποννέ, ο μαχαραγιάς της Μπορόντα.
Ο Ωνάσης, όταν έμαθε ότι ο Ρούντολφ Τσώρτσιλ ήταν στη νότιο Γαλλία, τον κάλεσε σε γεύμα και του είπε ότι θα ήταν πολύ ευτυχής αν έφερνε τον πατέρα του, τον σερ Ουίνστον, και τη συντροφιά του, που διέμεναν στη βίλλα του Έμερυ Ρηβς στη Ροκμπρύν. Την άλλη μέρα ο Ρούντολφ έφερε τον πατέρα του στο Μόντε Κάρλο για να φάνε με τον Ωνάση στο «Ξενοδοχείο των Παρισίων».
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο Ωνάσης είχαν πολλά τα κοινά. Και οι δύο αγαπούσαν τη θάλασσα και τα καράβια, αλλά τα θέματα της πρώτης συνομιλίας τους ήσαν πολύ πλατύτερα. «Κουβεντιάζαμε σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος», αναπολεί ο Ωνάσης, «συζητώντας για πολιτική, για ιστορία, για ανθρώπινες υποθέσεις, για την ανθρώπινη φύσι». Ο σερ Ουίνστον συμπάθησε από την πρώτη στιγμή τον Ωνάση και τον κάλεσε σε γεύμα στη βίλλα του Ρηβς.
Η δεύτερη συνάντησί τους ήταν εξ ίσου εγκάρδια όσο και η πρώτη και ο Ωνάσης προσκάλεσε τον Τσώρτσιλ σε γεύμα στη «Χριστίνα». Η θαλαμηγός ήταν σε λαμπρή κατάστασι. Τα έμπειρα μάτια του Τσώρτσιλ την κοίταζαν με φανερή ικανοποίησι. Επιθεώρησαν τις εγκαταστάσεις της και εκτίμησαν τα έργα τέχνης που τη διακοσμούσαν. Μετά το γεύμα, ο Τσώρτσιλ θέλησε να πάη στο Καζίνο και να παίξη, αλλ’ ο Έμερυ Ρηβς τον έπεισε να μείνη στη «Χριστίνα» και να παίξη εκεί «σεμέν ντε φερ».
Ο Τσώρτσιλ διασκέδαζε τόσο πολύ ώστε θύμωσε όταν ο Ρηβς τού είπε στις 7 το βράδυ ότι ήταν ώρα να γυρίσουν στη βίλλα. Έπειτα από αυτή τη συνάντησι, ο σερ Ουίνστον έκανε καιρό να ξαναδή τον καινούργιο φίλο του, γιατί κρυολόγησε και ο γιατρός του, ο λόρδος Μόραν, τον είχε υποχρεώσει να κρεβατωθή. Ο γιατρός δεν ανησυχούσε πολύ από την αρρώστια, αλλά δεν ξεχνούσε ότι ο Τσώρτσιλ ήταν 83 χρόνων.
Οι δύο καινούργιοι φίλοι ξανάσμιξαν αφού ο Τσώρτσιλ έγινε καλά κι’ ο Ωνάσης γύρισε στο Μόντε Κάρλο από ένα ταξίδι στην Αμερική. Ο Τσώρτσιλ είχε εγκατασταθή σ’ ένα από τα καινούργια πολυτελή διαμερίσματα των τριών δωματίων στο τελευταίο πάτωμα του «Ξενοδοχείου των Παρισίων». Και πήγαινε συχνά πλέον στη «Χριστίνα», πείραζε τον Άρη –όπως τον έλεγε τώρα– και λογομαχούσε μαζί του.
«Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 4.10.1968, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Βλέπονταν τώρα πολύ συχνά κι’ ο Ωνάσης κανόνισε μια ασυνήθιστη συνάντησι: του Τσώρτσιλ με τη Γκρέτα Γκάρμπο. Έφαγαν οι τρεις τους στη Νίκαια – τρεις άνθρωποι που αντιπροσώπευαν τα τρία στοιχεία που, κατά τον λόρδο Νόρκλιφ, κινούν το μεγαλύτερο ανθρώπινο ενδιαφέρον: τον πόλεμο, τις γυναίκες και τον πλούτο. Λίγο αργότερα, ο Τσώρτσιλ έκανε κρουαζιέρα με τη «Χριστίνα» στην ιταλική Ριβιέρα και κάλεσε τον Ωνάση στην Αγγλία. Τον Νοέμβριο ο Άρης και η Τίνα πέρασαν λίγες ημέρες στο Τσάρτουελ, το εξοχικό κτήμα του Τσώρτσιλ στο Κεντ.
[…]
Παρά τη διαταραχή στον γάμο του, ο Ωνάσης εξακολουθούσε πάντοτε να εμφανίζεται ατάραχος. Όπως έλεγαν οι φίλοι του, ζούσε και ανάπνεε τον Τσώρτσιλ, είχε μαγευθή από τη συντροφιά του και όταν ο σερ Ουίνστον τού είπε ότι θα πήγαινε για διακοπές στο Μαρακές του Μαρόκου, όπου είχε ζήσει ευτυχισμένες στιγμές πριν από έξη χρόνια, του διέθεσε αεροπλάνο για το ταξίδι και πήγε και ο ίδιος.
Η υποδοχή στο Μαρακές υπήρξε καταπληκτική, αλλά ο Ωνάσης προσπάθησε να μην επιδειχθή καθόλου και ν’ αφήση όλες τις τιμές για τον Τσώρτσιλ. Ο Άγγλος πρεσβευτής στο Ραμπάτ είχε έλθει για να υποδεχθή τον Τσώρτσιλ και ο βασιλεύς Μωχαμέτ του Μαρόκου είχε στείλει προσωπικό αντιπρόσωπο για να χαιρετήση τον μεγαλύτερο Άγγλο που ζούσε. Μαροκινό στρατιωτικό απόσπασμα απέδωσε τιμές.
Ο Ωνάσης συνέφαγε με τον Τσώρτσιλ κι’ έπειτα υποσχέθηκε να γυρίση γρήγορα στο Μαρακές με τη «Χριστίνα» για να τον πάρη σε κρουαζιέρα. Διανυκτέρευσε στο ξενοδοχείο και το άλλο πρωί γύριζε με το αεροπλάνο στο Μόντε Κάρλο. Κάποιος παρατήρησε ότι το να συμφάγη με τον Τσώρτσιλ στο Μαρακές στοίχισε στον Ωνάση 5.000 δολλάρια.
Πραγματικά, έπειτα από λίγο καιρό, η «Χριστίνα» με τον Άρη και την Τίνα παρέλαβε από το Σαφί, ένα ψαροχώρι κοντά στην Καζαμπλάνκα του Μαρόκου, το ζεύγος Τσώρτσιλ και τη συντροφιά του για κρουαζιέρα στις Καναρίους Νήσους – ή οπουδήποτε θα επιθυμούσε ο σερ Ουίνστον. Ήταν ένα ευχάριστο ταξίδι.
Ο Τσώρτσιλ ξυπνούσε πάντα στις 9 το πρωί κι’ ο Ωνάσης είχε δώσει εντολή στον Λουί, τον θαλαμηπόλο του, να φροντίζη με ακρίβεια για το πρόγευμα. Έτσι, στις 9 ακριβώς, ο Λουί έφερνε στον Τσώρτσιλ –που ήταν στο κρεβάτι– ένα δίσκο με ένα ποτήρι χυμό πορτοκαλιού κι’ ένα φλυτζάνι καφέ. Έπειτα του έφερνε ένα πόρριτζ και κατόπιν –τρίτος δίσκος– ένα ποτήρι ουίσκυ.
Κατόπιν, ο σερ Ουίνστον καθόταν στο κρεβάτι και διάβαζε. «Η δίψα του για βιβλίο ήταν ακόρεστη», έλεγε ο Ωνάσης. Ο Τσώρτσιλ διάβαζε 200 σελίδες περίπου την ημέρα και καταβρόχθιζε τη βιβλιοθήκη της «Χριστίνας». Τι διάβαζε; «Κάθε λογής βιβλία», έλεγε ο Ωνάσης. Ο Τσώρτσιλ σηκωνόταν από το κρεβάτι το μεσημέρι γιατί δεν ήθελε να αργή στο γεύμα. Μετά το γεύμα έμενε στο κατάστρωμα και κοίταζε τη θάλασσα και συχνά ο Ωνάσης καθόταν πλάι του ώρες χωρίς να μιλά. Ο Τσώρτσιλ διέκοπτε συχνά το πολύωρο αυτό κοίταγμα της θάλασσας κι’ έλεγε ότι δεν είχε αντίρρησι για μια παρτίδα πόκερ και τα αστραφτερά μάτια του και το παιδικό γέλιο του καθρέφτιζαν την απόλαυσί του όταν κέρδιζε. Έπαιζε επίσης με πολύ κέφι και «σεμέν ντε φερ».
Διέκοπτε την χαρτοπαιξία για να πάη στην καμπίνα του και ν’ αλλάξη –σμόκιν και μαύρη γραβάτα– για το δείπνο. Δεν παρέλειπε ποτέ να πιη το κοκταίηλ του, δεν έπαυε ποτέ να απολαμβάνη τα προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά, άσπρα και μαύρα, τη σαμπάνια, το κονιάκ και το πούρο του. Το δείπνο ήταν γι’ αυτόν η καλύτερη ώρα για κουβέντα, αλλά κατά τις 10.30 του άρεσε να βλέπη μια ταινία και, όταν τελείωνε η προβολή της, τα μεσάνυχτα, δεν εννοούσε να πάη να κοιμηθή.
Η Λαίδη Τσώρτσιλ με δυσκολία τον έπειθε ν’ αποσυρθή στην καμπίνα τους στις 12.30. Αν η ταινία δεν του άρεσε, ανέβαινε στο κατάστρωμα και ρέμβαζε και συχνά απάγγελνε ποιήματα. «Είχε καταπληκτική μνήμη», έλεγε ο Ωνάσης. «Όταν είχε κέφι, τα λόγια έτρεχαν σαν νερό από το στόμα του». Από την ποίησι ως το τραγούδι η απόστασι ήταν ένα βήμα. Ο Τσώρτσιλ τραγουδούσε παλιά τραγούδια, της εποχής που ήταν ανταποκριτής στον πόλεμο των Μπόερς.
Συχνά, όταν οι άλλοι ήσαν απασχολημένοι, ο Ωνάσης έμενε με τον Τσώρτσιλ. «Κουβέντιαζαν ώρες», έλεγε η Τίνα. Ο Τσώρτσιλ μιλούσε προ πάντων για τον «παλιό καλό καιρό», για τον πόλεμο των Μπόερς, για τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά συχνά και για τον τελευταίο πόλεμο κι’ όταν γινόταν λόγος για τη Ρωσία, είχε πάντοτε ένα καλό λόγο για τον Στάλιν, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Έλεγε ότι απ’ όλους με όσους είχε συνεννοήσεις κατά τον πόλεμον, ο Στάλιν ήταν ο πιο αξιόπιστος. «Δεν αθέτησε –έλεγε– καμμιάν από τις υποσχέσεις του που μου έδωσε. Πάντοτε κράτησε το λόγο του».
Η «Χριστίνα» είχε γυρίσει στο Μόντε Κάρλο με τον Τσώρτσιλ φιλοξενούμενο πάντοτε, όταν ο Ωνάσης έμαθε ότι ο Τζων Κέννεντυ (ο κατόπιν Πρόεδρος) ήταν στη Νότια Γαλλία με τη γυναίκα του Τζάκι, για να επισκεφθή τον πατέρα του Τζόζεφ Κέννεντυ. Ο Ωνάσης, που γνώριζε τον Τζων Κέννεντυ και είχε γευματίσει μαζί του στη Ν. Υόρκη και στην Ουάσινγκτον, ήθελε να τον ξαναδή.
Και καθώς η Τίνα έδινε ένα «κοκταίηλ-πάρτυ» στη «Χριστίνα», τον προσκάλεσε. Αλλά του έθεσε ένα όρο:«Είμαι υποχρεωμένος να σας παρακαλέσω να μη μείνετε πέραν από τις 7.30 γιατί ο σερ Ουίνστον δειπνεί πάντοτε στις 8.15». Με κανένα τρόπο ο Ωνάσης δεν ήθελε να διαταράξη την ώρα του δείπνου του Τσώρτσιλ.
Όταν έφθασε ο Κέννεντυ, ο Ωνάσης είπε στον Τσώρτσιλ: «Ο νεαρός Κέννεντυ είναι εδώ, θα θέλατε να τον συναντήσετε;» Το πρόσωπο του Τσώρτσιλ έλαμψε. «Θα ήθελα να μιλήσω με το νεαρό Κέννεντυ», απάντησε ο Τσώρτσιλ και ο Ωνάσης πήγε τον Κέννεντυ στη γωνιά όπου καθόταν ο Τσώρτσιλ και του προσέφερε ένα κάθισμα. Ο σερ Ουίνστον έθιξε αμέσως την αμερικανική εσωτερική πολιτική και έκανε πολλές ερωτήσεις στον Κέννεντυ: «Ποιες πιθανότητες έχετε στις εκλογές;» ρώτησε.
Ο Κέννεντυ απάντησε ότι η επιτυχία του δεν θα ήταν εύκολη. «Είμαι καθολικός ξέρετε!» Ο σερ Ουίνστον απάντησε αμέσως: «Αν αυτή είναι η μόνη δυσκολία, μπορείτε ν’ αλλάξετε τη θρησκεία σας και να παραμείνετε καλός χριστιανός!» Ο Κέννεντυ γέλασε.
Η συνομιλία έθιξε σοβαρώτερα θέματα, αλλ’ η στιχομυθία αυτή ανάμεσα στον πρώην πρωθυπουργό της Αγγλίας και στο μέλλοντα Πρόεδρο των Ην. Πολιτειών είναι ένα από τα μυστικά που ο Ωνάσης τα φύλαξε πιο προσεκτικά παρά αν ήσαν πολύτιμα πετράδια. Και προσθέτει ότι οι δύο άνδρες συνεννοήθηκαν θαυμάσια και συνέχισαν την κουβέντα τους πολύ πέραν από την καθιερωμένη ώρα του δείπνου. Ήταν σχεδόν εννιά όταν έφυγε ο Κέννεντυ.
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, διακεκριμένος βρετανός πολιτικός και συγγραφέας, εξέχουσα φυσιογνωμία του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1874 και απεβίωσε στις 24 Ιανουαρίου 1965.