Το ότι ζούμε σε μια εποχή αποθέωσης της ”υλικής” ύπαρξης, μείωσης της ηθικής υπόστασης και περιορισμού της συναισθηματικής νοημοσύνης και της πηγαίας έκφρασης της ψυχής μας, δεν νομίζω ότι το αμφισβητεί κανείς.
Όπως δεν αμφισβητεί την έλλειψη αληθινής ουσίας και πνευματικής ανησυχίας στα έργα των σύγχρονων πεζογράφων-ηθογράφων οι οποίοι επενδύουν στην εμπορικότητα σε βάρος της ποιότητας, με όχημα την επικοινωνία.
Επιλογή λανθασμένη, όπως λανθασμένη είναι και η εντύπωση που έχει εδραιωθεί ότι οι ”ασπούδαστοι” ή οι στερημένοι αξιόλογης μόρφωσης αποκλείεται να έχουν ταλέντο πεζογράφου ή ποιητή, ξεχνώντας πως τα δημοτικά μας τραγούδια και τα απομνημονεύματα των ηρώων του ’21 δεν τα έγραψαν μορφωμένοι και επώνυμοι, αλλά ανώνυμοι Έλληνες και αγράμματοι στρατηγοί, κάποιοι από τους οποίους γεύτηκαν τους καρπούς της γνώσης σε μεγάλη ηλικία (στρατηγός Μακρυγιάννης κ.α.).
Στην χορεία των λανθασμένων εντυπώσεων οι οποίες εδραιώθηκαν στερεοτυπικά με τα χρόνια για πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας και λογοτεχνίας, είναι και αυτή που έχει να κάνει με το επίπεδο μόρφωσης του λαμπρού πεζογράφου μας Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, οι ήρωες του οποίου αποπνέουν μύρο χριστιανικής και ευαγγελικής ανθρωπιάς και θείο σπινθήρα δημιουργικότητας.
Ο Σκιαθίτης μυθιστοριογράφος και ηθογράφος δεν πήρε ποτέ το πτυχίο της Φιλοσοφικής στην οποία είχε περάσει, αλλά γνώριζε άριστα την αγγλική γλώσσα και τη λογοτεχνία. Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, είχε εργαστεί ως μεταφραστής σε εφημερίδες της εποχής στην αρχή της σταδιοδρομίας του.
Ως εκ τούτου η συσχέτιση της τάσης του αθάνατου συγγραφέα της ”Φόνισσας” και του ”Φτωχού Άγιου” για απομονωτισμό με την… ημιμάθειά του δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, γιατί ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν από τη φύση του μοναχικός, απόκοσμος και φιλέρημος άνθρωπος.
Ανάσαινε το λιβάνι των ‘λευκών και αφελών ναῒσκων’, των εξωκλησιών της Σκιάθου και των Αθηνών. Μύρωνε την ψυχή του με δοξαστικά και αναστάσιμα τροπάρια. ”Ιερουργούσε” μέσα απ’ τα έργα του και ταυτόχρονα πρόσμενε την ευλογία των ιερέων. Απέφευγε τις πολλές συναναστροφές με τον κόσμο και είχε τάσεις ασκητισμού ο οποίος απέπνεε θρησκευτικότητα.
Σ’ αυτήν οφείλονταν, άλλωστε, τα προσωνύμια που του είχαν προσδώσει κατά καιρούς οι μελετητές του: ”Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων”, κατά τον συγγραφέα και ακαδημαϊκό Πέτρο Χάρη (βλ. αφιέρωμα περιοδικού ”Νέα Εστία”, τεύχος 355, Χριστούγεννα 1941), ”Κοσμοκαλόγερος”, κατά τον ποιητή και πεζογράφο Μιχαήλ Περάνθη κλπ.
”Το έργο του Παπαδιαμάντη στην πεζογραφία μας είναι ό,τι το έργο του Σολωμού για την Νεοελληνική Ποίηση”, λέει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Σπύρος Μελάς στον Πρόλογο των Απάντων του ιδεαλιστή και ελληνολάτρη συγγραφέα, ο οποίος γράφει σε μια ιδιότυπη καθαρεύουσα γλώσσα.
Γλώσσα διαυγή και ευλύγιστη, που αποπνέει τον μύρο και τη δροσιά του χαρισάμενου νησιού του. Γλώσσα που δεν έχει την ακαμψία της καθαρεύουσας των λογίων της εποχής του και διανθίζεται από φυσικούς διαλόγους των ηρώων του στη δημοτική.
Τα παιδιά διαφορετικών γενεών στην Ελλάδα το είχαν αφουγκραστεί αυτό το γλωσσικό χάρισμα του Παπαδιαμάντη, όταν διάβαζαν τα χριστουγεννιάτικα, ηθογραφικά διηγήματά του: (Της Κοκκώνας το σπίτι, Στο Χριστό στο κάστρο”, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Η σταχομαζώχτρα, Το χριστόψωμο, Ο Αμερικάνος, Πατέρα στο σπίτι, Η Υπηρέτρα κλπ) ή τα πασχαλινά (Λαμπριάτικος Ψάλτης, Εξοχική Λαμπρή, Πάσχα Ρωμέικο, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Παιδική Πασχαλιά κλπ).
Διηγήματα που αποπνέουν την αγιοσύνη του και δίνουν την εντύπωση στον αναγνώστη ότι η ψυχή, το ύφος και το γράψιμό τους είναι άυλα, άχραντα και αμόλυντα. Ένα ”Όνειρο στο κύμα”, ένα ”Άνθος του γιαλού, ένας ”Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου”!
Διηγήματα που πλημμυρίζουν από παλλόμενα συναισθήματα, χιούμορ, φαντασία, αυθορμητικότητα, παραστατικότητα, λυρισμό (σ.σ: ”Λυρικό αφηγητή” τον χαρακτηρίζει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος), ανεπιτήδευτη φιλανθρωπία και αλήθεια.
Η αλήθεια του Παπαδιαμάντη αναβρύζει από όλο το έργο του, συμπεριλαμβανομένης και της ποιητικής ανθολογίας του που περιλαμβάνει τα ”Θεομητορικά” ποιήματά του. Αναβλύζει, γοητεύει και συγκινεί, γιατί γίνεται ένα με την αθώα και αγνή παρουσία του.
Παρουσία που εικονοποιείται θαυμάσια μέσα από τη ζωή των μικρών ηρώων του, τους οποίους είχε εσωκλείσει στο θησαυροφυλάκιο των παιδικών του χρόνων. Θησαυροφυλάκιο που μετάγγισε στις γενιές των Ελλήνων με την ιδιαίτερη γλώσσα, την ιδιότυπη ποιητική και λυρική του διάθεση.
Η αλήθεια του Παπαδιαμάντη πηγάζει από την απλότητα και την ευλαβικότητά του, τα οποία σμίγουν αρμονικά με την μυστικοπάθεια και την νοσταλγία για το νησί του, τη Σκιάθο. Εκεί όπου τα Χριστούγεννα και το Πάσχα είχαν πάντα ιδιαίτερο χρώμα στα μάτια του και έκαναν το θρησκευτικό του ένστικτο να γίνεται ένα με τον εθνικό-λαϊκό σφυγμό της Ορθόδοξης Ανατολής.
Κουβαλώντας αυτά μέσα του, ”ζωγράφιζε” με την πένα του τα τα σκιαθίτικα ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων και τις λειτουργικές πράξεις που τελούνταν στους ναούς και τα εξωκλήσια του νησιού του πριν και κατά την Γενέθλιο ημέρα του Χριστού και τη Θεοφανία του.
”Ο Αλεξ. Παπαδιαμάντης ζωγράφισε τα Χριστούγεννα με στοιχεία της ψυχοσύνθεσης του λαού χρωματίζοντας τα νοήματα της Χριστιανικής πίστης με βιώματα, εμπειρίες και πράξεις, συνήθειες, ήθη και ἐθιμα, έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκαν στην πολιτιστική ιστορική διαδρομή από τα ένδοξα χρόνια του Βυζαντίου”, λέει ο κριτικός και λογοτέχνης Ανδρέας Καραντώνης.
Η ζωή εν Χριστώ του Παπαδιαμάντη εγκιβωτίζεται, ουσιαστικά, σε όλο το έργο του. Ένα έργο που εκπέμπει παντού το φως της θείας αλήθειας, το φως της οικουμενικής αλήθειας του Χριστιανισμού. Το τονίζει, άλλωστε, ο ίδιος μεγαλοφώνως στο πασχαλινό διήγημά του ”Λαμπριάτικος Ψάλτης”:
«Το επ’ εμοί εν όσω ζω και αναπνέω και σοφρονώ, δε θα παύσω πάντοτε ιδίως κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την Φύσιν, να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη»
Αυτά τα τρία (πίστη, φυσιολατρία και ελληνική παράδοση) αποτελούν το τρίπτυχο της συγγραφικής ταυτότητας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και την κάνουν αναγνωρίσιμη διαχρονικά. Κάνουν αναγνωρίσιμες τις γραφικές, γεμάτες δροσιά και χάρη εικόνες της Σκιάθου, τους χαρακτηριστικούς τύπους των κατοίκων της και, προπάντων, των μικρών παιδιών!!!
Των παιδιών, όπως ο πεινασμένος εγγονός της Σταχομαζώχτρας (”γραίας Ἀχτίτσας”) ο οποίος — μη βρίσκοντας κάτι να φάει, εν τη απουσία της — ”ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα…” (σ.σ: οι πειναλέοι ήταν ο ‘Γέρος’ και η ”ἀτυχὴς γραῖα”, η Πατρώνα, η μικρή αδελφή του).
Σ’ όλον αυτό τον μικρό-μεγάλο κόσμο των ηθογραφικών διηγημάτων του, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι παρών και πότε βιώνει τις χαρές και τα πάθια τους όπως τα έζησε στο νησί του, πότε ακολουθεί τη δική του περπατησιά (όταν η υπόθεση εκτυλίσσεται στην πολυμορφική Αθήνα του 19ου αιώνα) αποστασιοποιημένος από το κοινωνικό θεαθήναι, ως ”κοσμοκαλόγερος”.
Σε κάθε περίπτωση, όταν κλείνεται στον εαυτό του, ”περπατά” μέσα απ’ τα ταπεινά μονοπάτια της αυτογνωσίας προσπαθώντας να ρίξει φως στις σκοτεινές γωνιές της ψυχής του, που ήταν πλημμυρισμένη από συγκίνηση, χριστιανική πίστη, νοσταλγία και αγάπη.
Έμπλεος από συναισθηματική φόρτιση, ο ”πρόδρομος της λυρικής ηθογραφίας” (όπως τον χαρακτηρίζει ο πανεπιστημιακός κριτικός Λογοτεχνίας Απόστολος Σαχίνης) προβληματίζεται γύρω απ’ τους φόβους, την αμορφωσιά, την άγνοια, τις προλήψεις και προκαταλήψεις, τους πόθους και τις αγωνίες των απλών ανθρώπων του τόπου του, οι οποίοι έγιναν πηγή της έμπνευσής του.
Αυτοί και, προπάντων, τα μικρά παιδιά ήταν οι στερνές εντυπώσεις του ”κυρ Αλέξανδρου” από την ζωή. Κι αυτό το είχε διηγηθεί ο εξάδελφός του συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Είχαν πάει, λέει — παραμονή του Αγίου Βασιλείου του 1911 — στο μικρό κέντρο της Σκιάθο όπου σύχναζε (συνήθεια γνωστή κι από διήγημά του ”Γουτού Γουπατού”), όταν άκουσε κάποια παιδιά να ψάλλουν τα σκιαθίτικα Κάλαντα.
”Τι γλυκά που ψάλλουν!.. Αγάλλεται η ψυχή μου! Αχ, να μπορούσα να είμαι κι εγώ παιδί να καλανδίζω…”, είπε με λυγισμένη φωνή και συνόδευε τις φωνές των παιδιών δακρυσμένος.
Ήταν η τελευταία φορά γι’ αυτόν. Τρεις μέρες μετά πέθανε ενώ σιγόψελνε το Δοξαστικό των Θεοφανείων:
«Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, Κύριε…».
Και εμείς, με τα χιονοβολήματα του σκιαθίτικου αέρα στ’ αυτιά μας, αποχαιρετούμε τον γιο του παπα-Αδαμάντιου και της Ουρανίας Παπαδιαμάντη μ’ ένα ”Σ’ ευχαριστούμε, κυρ Αλέξανδρε!”, σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για το πέρασμά του απ’ αυτήν τη ζωή.
Πέρασμα που κάνει την ψυχή μας (σε κάθε ανάγνωση έργου του) άσπρη και άσπιλη, όπως το χιόνι που τον συνόδευε στο τελευταίο ταξίδι του το πρωινό της 3ης Ιανουαρίου του 1911.