Σαν σήμερα, στις 22 Αυγούστου γεννήθηκε η Σωτηρία Μπέλλου, ίσως η μεγαλύτερη ερμηνεύτρια του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και για πολλούς η τελευταία αληθινή ρεμπέτισσα.
Έζησε μία ζωή γεμάτη συγκινήσεις και έντονες στιγμές. Ως αυθεντική ρεμπέτισσα που ήταν, βίωσε από πρώτο χέρι πολλά από τα περιστατικά που τραγουδούσε στα διάσημα ρεμπέτικα τραγούδια της εποχής, τα οποία φυσικά της είχαν εμπιστευτεί οι μεγαλύτεροι συνθέτες του ελληνικού πενταγράμμου.
Οι γονείς της διατηρούσαν μπακάλικο και επειδή δούλευαν πολλές ώρες, ανέθεσαν την ανατροφή της στους παππούδες. Η Σωτηρία είχε άλλα τέσσερα αδέλφια και μεγάλωσε δίπλα στον ιερέα παππού της. Ως παιδί περνούσε πολλές ώρες στην εκκλησία, όπου έψελνε και διασκέδαζε να χτυπά την καμπάνα.
Όταν έκλεισε τα έξι, επέστρεψε στο πατρικό της και τους γονείς της για να γραφτεί στο σχολείο.
Παρόλο που μεγάλωσε με έναν ιερέα, η ίδια είχε περιγράψει τον εαυτό της σαν «διαβολάκι».
Ήταν άτακτη, πείραζε τους γύρω της και ήταν πολύ απαιτητική και πεισματάρα. Αυτά τα στοιχεία του χαρακτήρα της χρησιμοποίησε αργότερα για να καταφέρει να κάνει πράξη το όνειρό της. Να γίνει τραγουδίστρια.
Η ιδέα μπήκε στο μυαλό της όταν ήταν ακόμα μαθήτρια και είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο.
Μαγεύτηκε από την ερμηνεία της Βέμπο και άρχισε να τη μιμείται περνώντας πολλές ώρες μπροστά στον καθρέφτη, όπου αντέγραφε τις πόζες και τις κινήσεις της τραγουδίστριας.
Όσο ήταν μικρή, όλα αυτά έμοιαζαν για τους γονείς της σαν ένα χαριτωμένο παιχνίδι και πίστευαν ότι θα τα ξεχνούσε μεγαλώνοντας.
Όταν όμως διαπίστωσαν πως η Σωτηρία το εννοούσε ότι θα γινόταν τραγουδίστρια, αντέδρασαν. Την περίοδο εκείνη οι καλλιτέχνες και ιδιαίτερα οι γυναίκες αυτού του χώρου, είχαν κακή φήμη. Ο πατέρας της ήθελε να την παντρέψει, να κάνει οικογένεια και να ζήσει μια ήσυχη ζωή στο χωριό. Η ζωή της, όπως αποδείχτηκε, μόνο ήσυχη δεν ήταν.
Ο γάμος, το βιτριόλι και η φυλακή
Το 1938 η Μπέλλου γνώρισε τον Βαγγέλη Τριμούρα, έναν ελεγκτή λεωφορείων που τη φλέρταρε και μετά από λίγους μήνες παντρεύτηκαν.
Ο έγγαμος βίος όμως ήταν μαρτύριο για εκείνη. Ο άντρας της ξενυχτούσε καθημερινά, έπινε και όταν του έκανε παράπονα τη χτυπούσε. Όταν ήταν έγκυος, τη χτύπησε τόσο πολύ, που τελικά απέβαλε. Η Μπέλλου έκανε υπομονή και δεν έπαιρνε την απόφαση να χωρίσει.
Όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε έχασε την ψυχραιμία της και κατά τη διάρκεια ενός καυγά, του έριξε βιτριόλι στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στη φυλακή.
Η αρχική ποινή ήταν 3 χρόνια φυλάκιση, αλλά τελικά έμεινε κρατούμενη έξι μήνες. Η φυλακή όμως τη στιγμάτισε για πάντα. Επέστρεψε στο σπίτι της, αλλά πλέον ήταν δακτυλοδεικτούμενη τόσο από την οικογένειά της, όσο και από την τοπική κοινωνία. Γρήγορα οργανώθηκε στην αριστερά. Ήταν κομμουνίστρια, τραγουδίστρια και πρώην φυλακισμένη.
Στις 29 Οκτωβρίου του 1940 η Μπέλλου έφυγε από το σπίτι με προορισμό την Aθήνα, που βρισκόταν σε πολεμικό συναγερμό από την Ιταλική εισβολή στην ελληνο-αλβανική μεθόριο. «Φεύγω, αλλά μια μέρα θα γυρίσω στη Χαλκίδα μεγάλη και τρανή», είπε στους γονείς της.
Το τρένο ήταν γεμάτο φαντάρους και ένας στρατιώτης, που την είδε πεινασμένη και ταλαιπωρημένη, της έδωσε μια φρατζόλα ψωμί. Από την ευμάρεια του σπιτιού της, είχε περάσει στην ελεημοσύνη των ξένων.
Οι μέρες στην Αθήνα είναι πολύ δύσκολες και η Σωτηρία Μπέλλου αναγκάζεται να κάνει διάφορες δουλειές για να ζήσει. Έπλενε πιάτα, πουλούσε τσιγάρα και παστέλια, έκανε τον αχθοφόρο στους σταθμούς τρένων και λεωφορείων.
Σπίτι δεν είχε και έτσι κοιμόταν σε βαγόνια τρένων.
«Εγκατέλειψα τα πλούτη και ήρθα εδώ και έκανα την υπηρέτρια. Και λαντζιέρισα έγινα και Ριζοσπάστη πουλούσα», είχε πει σε συνέντευξή της. Οι δυσκολίες την ανάγκασαν να επιστρέψει στο σπίτι της, αλλά εκεί τα πράγματα ήταν χειρότερα. Ο πατέρας της τη χτυπούσε και η Μπέλλου επέστρεψε στην Αθήνα, αποφασισμένη να αντέξει τις κακουχίες και να κυνηγήσει το όνειρό της.
Οργανώθηκε στην Αντίσταση, συνελήφθη από τους Γερμανούς και βασανίστηκε. Όταν δεν ήταν στα κρατητήρια, έπαιζε μουσική με την κιθάρα της, που είχε αγοράσει κάνοντας οικονομία, σε ταβέρνες.
Το 1945 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Ένα βράδυ την άκουσε να τραγουδά, ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το αλάνθαστο αυτί του της άνοιξε το δρόμο για μια μεγάλη καριέρα.