Ο μεγάλος Έλληνας τραγουδιστής και δημιουργός Σταμάτης Κόκοτας (έγραψε στίχους ο ίδιος σε 12 από τα δισκογραφημένα τραγούδια του, αλλά και μουσική σε ένα) έδωσε μεγάλη και άνιση μάχη το τελευταίο διάστημα με τον καρκίνο και τελικά υπέκυψε αφήνοντας την τελευταία του πνοή σήμερα 1 Οκτωβρίου του 2022.
Ο Σταμάτης Κόκοτας ήταν ένα από τα έξι παιδιά μιας αστικής οικογένειας. Ο πατέρας του Δημήτρης ήταν γιατρός (παθολόγος) και η μητέρα του Έλλη, υπάλληλος σε τράπεζα και εκείνος γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1937 στο κέντρο της Αθήνας, στο μαιευτήριο της Μαρίκας Ηλιάδου.
Ο πατέρας του αρρωσταίνει και πεθαίνει όταν ο μικρός Σταμάτης είναι μόλις δυόμισι ετών, και η υπόλοιπη οικογένεια μετακομίζει στου Ζωγράφου.
Αθλητής στίβου κάνει πρωταθλητισμό στην ομάδα του Απόλλωνα σε δρόμους αντοχής, στα 500, 3.000 και 5.000 μέτρα. Σε ηλικία 23 ετών εγκαταλείπει τον στίβο μέσα σε μια νύχτα όταν ο προπονητής του δεν τον παίρνει σε αγώνες στην Ιταλία.
Το σχολείο δεν του άρεσε ιδιαίτερα και μια επίσκεψη σε ένα φιλικό σπίτι κάπου στα εφηβικά του χρόνια ήταν η αφορμή για να ανακαλύψει την κλίση του. Ο ίδιος έχει διηγηθεί στο παρελθόν σε μια συνέντευξή του στην Real:
«Mε πήγε η μητέρα μου στο σπίτι μιας φίλης της. Ο γιος αυτής της γυναίκας έπαιζε κιθάρα. Στο τέλος αναγκάστηκαν οι άνθρωποι να μας το πουλήσουν το συγκεκριμένο όργανο, δεν γινόταν αλλιώς, διότι δεν έφευγα να πάμε σπίτι εάν δεν παίρναμε μαζί μας και την κιθάρα… Από κει και πέρα άνοιξε άλλος δρόμος για μένα. Περιορίστηκα. Έκοψα τα παιχνίδια και τις πολλές παρέες. Ασχολιόμουν όλη μέρα με τη μουσική».
Δημιουργεί με δύο φίλους αυτοδίδακτους όπως και ο ίδιος το Τρίο Μπραζίλ και αρχίζει να κάνει εμφανίσεις.
«Η πρώτη μου εμφάνιση έγινε στο Άλσος του Γιώργου Οικονομίδη, στο Πεδίον του Άρεως, στον διαγωνισμό ταλέντων του. Ήταν τότε η μεγαλύτερη πόρτα που θα μπορούσε ένας καλλιτέχνης να μπει για να διακριθεί. Αυτό περίμενα κι εγώ. Δεν θυμάμαι τι είχα τραγουδήσει αλλά φρόντισα να έχω ένα άλφα ρεπερτόριο. Κι έτσι έγινε. Το αστέρι ήτανε μεγάλο», είχε διηγηθεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στον Γιάννη Νένε και είχε δίκιο.
Η μητέρα του προορίζει για γιατρό, και τον στέλνει να σπουδάσει στην Γαλλία. Δεν ήταν όμως γραφτό. Στο Παρίσι δεν ασχολείται καθόλου με τις σπουδές του, αλλά λαμβάνει μέρος σε άλλο διαγωνισμό ταλέντων μαζί με άλλα 2.000 άτομα. Είναι η εποχή του Ζορμπά και το μπουζούκι γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα στην Ευρώπη.
Με την διάκριση που παίρνει ηχογραφεί στην Γαλλία τέσσερα τραγούδια.
Αντί για την Ιατρική, ο Σταμάτης Κόκοτας, ως Takis Coccotas αρχίζει να τραγουδάει στα καμπαρέ της εποχής και ξετρελαίνει το κοινό. Εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα, δισκογραφεί (και τα πρώτα χρόνια αλλά και μεταγενέστερα τραγουδώντας στα Γαλλικά το «Τα δάκρυά μου είναι καυτά» των Ξαρχάκου- Γκούφα, με τίτλο «Ne leur dis pas»), τραγουδά στην Γαλλική τηλεόραση δίπλα σε μεγάλους σαν τον Charles Aznavour.
Ακόμα και με την Edith Piaf τραγούδησε σε Gala που τον πήρε εκείνη μαζί της. Αλλά και στην Ιταλία με τον Gianni Morandi . Έλειψε τότε από την Ελλάδα οκτώ χρόνια. Ήθελε να μείνει. Η ζωή όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνον.
Η γνωριμία του Κόκοτα με τον Σταύρο Ξαρχάκο και η επιστροφή στην Ελλάδα
Σε εκείνα τα 8 χρόνια στη Γαλλία γνωρίζεται με τον Μίκη Θεοδωράκη (μια συνεργασία τους τότε δεν έγινε ποτέ, αφού ο μεγάλος δημιουργός προτίμησε να δώσει τα τραγούδια του σε γυναικεία φωνή) αλλά και με τον Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος και έπαιξε τον καταλυτικό ρόλο για την επιστροφή του Σταμάτη Κόκοτα στην Ελλάδα και το ξεκίνημα της τεράστιας καριέρας του εδώ.
Τον επισκέπτεται στην παριζιάνικη μπουάτ που τραγουδάει και με προσπάθεια τον πείθει να επιστρέψει στην πατρίδα και το 1966 τραγουδώντας Ξαρχάκο και Γκάτσο αρχίζει να χτίζει την καριέρα του.