(Ανανέωση 12:10) Στην αντεπίθεση έχουν περάσει τις τελευταίες ημέρες οι πολίτες, καθώς καταθέτουν μαζικές μηνύσεις κατά εκπαιδευτικών και υγειονομικών, λόγω των μέτρων που ισχύουν για τον κορωνοϊό, ενώ παράλληλα ζητούν εκταφές νεκρών για να διαπιστώσουν εάν όντως πέθαναν από κορωνοϊό.
«Ζητούν ακόμη και εκταφές νεκρών, επειδή δεν πιστεύουν ότι οι συγγενείς τους πέθαναν από COVID-19», αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής με τους «ειδικούς» να προσπαθήσουν να τα «μπαλώσουν» κάνοντας λόγο για «εξασθενημένους οργανισμούς» ή «ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις»!
Μην ξεχνάμε άλλωστε πως όπως είχε πει και ο Σωτήρης Τσιόδρας στην αρχή της πανδημίας δεν είναι όλοι οι θάνατοι από κορωνοϊό, αλλά καταγράφονται ως θάνατοι Covid-19, ενώ και ο ίδιος ο ΕΟΔΥ τους αναφέρει ως θανάτους με κορωνοϊό, με τους περισσότερους μάλιστα νεκρούς να έχουν υποκείμενο νόσημα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στην Αθήνα έχουν ληφθεί τουλάχιστον δύο αποφάσεις δικαστηρίου για εκταφές.
Η πρώτη αφορά μια γυναίκα 79 ετών που κατέληξε στις 18 Μαρτίου στο νοσοκομείο ΚΑΤ και η δεύτερη έναν άντρα 67 ετών ο οποίος επίσης κατέληξε στο ΚΑΤ από επιπλοκές του κορωνοϊού.
Από την πλευρά του το κράτος απάντησε στις μαζικές μηνύσεις κατά εκπαιδευτικών, με τον εισαγγελέα να δίνει εντολή στις αστυνομικές αρχές να συλλαμβάνεται όποιος μηνύει εκπαιδευτικούς που επιβάλλουν τα μέτρα περιορισμού της ελευθερίας.
Συγκεκριμένα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, σε σχετική παραγγελία προς τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, απαιτεί να τηρείται η αυτόφωρη διαδικασία για ανεμβολίαστους γονείς που στρέφονται κατά εκπαιδευτικών με μηνύσεις.
Προηγήθηκε σχετική παραγγελία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που ζήτησε από τους εισαγγελείς σε όλη τη χώρα να διερευνήσουν και μάλιστα άμεσα αν οι ενέργειες αντιεμβολιαστών συνιστούν αξιόποινες πράξεις.
Από την Εισαγγελία δίνεται η εντολή στην αστυνομία να συλλαμβάνεται για ψευδή καταμήνυση όποιος βάζει στο στόχαστρο εκπαιδευτικούς που τηρούν τα πρωτόκολλα επιβολής των πολιτικών της κυβέρνησης.
Ενώ ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλης Πλιώτας σε ό,τι αφορά τις μηνύσεις σε βάρος δασκάλων ,ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού ζητά να μην κινείται η αυτόφωρη διαδικασία πριν ενημερωθεί ο αρμόδιος εισαγγελέας. Και εκείνος κυριαρχικά, με βάση τη δικονομία θα συνεκτιμήσει, εκτός των άλλων, τα κίνητρα της συμπεριφοράς του μηνυτή, καθώς και την ανάγκη έννομης προστασίας του μηνυόμενου, πιστού στο καθήκον, δημόσιου λειτουργού της εκπαίδευσης ή της υγείας, εν μέσω προσπαθειών της πολιτείας και της κοινωνίας να αντιμετωπισθεί η πανδημία του κορωνοϊού.
Ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός με την εγκύκλιό του απευθύνεται προς όλους τους εισαγγελείς της χώρας δίνοντας σαφείς και αναλυτικές οδηγίες, με βάση το νόμο, για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται από τη δικαιοσύνη οι αντιεμβολιαστές και οι αρνητές του κορωνοιού, ιδίως όταν στρέφονται με μηνύσεις κατά εκπαιδευτικών, γιατρών και νοσηλευτών, καθώς και οι υποθέσεις πλαστών πιστοποιητικών, που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων πολιτών.
Ζητά μάλιστα κατά περίπτωση να ερευνάται αν εκ μέρους τους διαπράττονται συγκεκριμένα αδικήματα όπως απείθεια, διέγερση σε ανυπακοή, πρόκληση και προσφορά σε τέλεση πλημμελήματος, παράνομη βία και απάτη.
Συγκεκριμένα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην εγκύκλιό του αναφέρει τα εξής: «Τις τελευταίες ημέρες, έλαβαν δημοσιότητα περιστατικά στα οποία εμφανίζονται πρόσωπα εμφορούμενα από ιδέες αμφισβήτησης των παραδοχών της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας για τα εμβόλια κατά της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 («αντιεμβολιαστές», αρνητές της πανδημίας κ.λπ.), να στρέφονται, κυρίως, κατά εκπαιδευτικών λειτουργών (δασκάλων και καθηγητών), ιατρών, νοσηλευτών και υπαλλήλων των εν γένει δομών υγείας, υποβάλλοντας εναντίον τους εγκλήσεις και μηνύσεις, με εμφανή την πρόθεση να αποτρέψουν την εφαρμογή και την τήρηση των μέτρων που έχουν θεσμοθετηθεί από την πολιτεία για την αντιμετώπιση της διάδοσης της νόσου. Η αρνητική όμως αυτή τακτική μπορεί να επιφέρει πολλαπλές αρνητικές συνέπειες τόσο για τα καθών στρέφεται πρόσωπα αλλά και ευρύτερα για το κοινωνικό σύνολο. Να αποτελέσει αφορμή αδικαιολόγητης προσωπικής ταλαιπωρίας ευσυνείδητων δημόσιων λειτουργών, που εκτίθενται στον κίνδυνο προσαγωγών και συλλήψεων, να διαταράξει την ομαλή διεξαγωγή του εκπαιδευτικού έργου ή αναλόγως μιας δημόσιας υγειονομικής υπηρεσίας και ακόμη, με εξελισσόμενη την αλληλουχία των καταστάσεων, να συμβάλλει στον κίνδυνο νόσησης από τον κορωνοϊό COVID-19, δηλαδή βλάβης της υγείας ή της ζωής στο κοινωνικό περιβάλλον και σ΄ αυτό ακόμη το ευαίσθητο μαθητικό περιβάλλον.
Κατόπιν των προαναφερθέντων, αδήριτη παρίσταται η ανάγκη και ασφαλώς συνιστά εισαγγελικό καθήκον και υποχρέωση να επιδεικνύετε ιδιαίτερη προσοχή στο χειρισμό τέτοιων υποθέσεων, ήδη, από το πρώιμο στάδιο υποβολής, έγκλησης ή μήνυσης, προεχόντως, των προσχηματικών ή και κακόβουλων, απευθύνοντας σαφείς οδηγίες προς όλους τους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειάς σας.
Ειδικότερα:
Ι. Όταν ο ανακριτικός υπάλληλος λάβει έγκληση, μήνυση και εν γένει καταγγελία κατά εκπαιδευτικού λειτουργού, ιατρού, νοσηλευτή ή εργαζομένου σε δομή υγείας, με περιεχόμενο που άπτεται των προηγουμένων, πάραυτα θα ενημερώνει τηλεφωνικά τον αρμόδιο εισαγγελέα (εισαγγελέα υπηρεσίας – ποινικής δίωξης) και θα αναμένει τις συγκεκριμένες οδηγίες του, χωρίς στο μεταξύ να προβαίνει σε ενέργεια εναντίον του μηνυόμενου προσώπου, δηλαδή σε σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα ή και προσαγωγή του λόγω υπονοιών διάπραξης εγκληματικής ενέργειας (κατά τα άρθρα 74 § 1 εδ. θ και 95 ΠΔ 141/1991). Μετά τη λήψη των οδηγιών θα συμμορφώνεται απολύτως με το περιεχόμενο αυτών.
ΙΙ. Ο Εισαγγελέας, αφού ενημερωθεί για το επακριβές περιεχόμενο της καταμήνυσης, ζητώντας ενδεχομένως και πλείονες πληροφορίες για τις ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή υποβλήθηκε και την αφορμή που την προκάλεσε, θα αξιολογεί (σύμφωνα με το δικονομικό καθήκον και τη λειτουργική αποστολή του) την ύπαρξη ή μη ενδείξεων βασιμότητας και θα αξιοποιεί την εισαγγελική εμπειρία του για να διαγνώσει και, τον τυχόν, προσχηματικό χαρακτήρα της καταγγελίας, ώστε να δώσει τις προσήκουσες ανάλογες κατευθύνσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της. Τονίζεται ότι και στην περίπτωση ακόμη που καταγγέλλεται φερόμενο ως επ΄ αυτοφώρω τελεσθέν πλημμέλημα, η ρύθμιση του άρθρου 417 ΚΠΔ παρέχει τη δικονομική δυνατότητα στον εισαγγελέα, να κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μη εφαρμοστεί η συνοπτική διαδικασία του αυτοφώρου και να διατάξει, συνακόλουθα, να μη συλληφθεί και να μη προσαχθεί ο μηνυόμενος, η δε υποβολή – διαβίβαση της μήνυσης ή έγκλησης να επακολουθήσει. Ο εισαγγελέας, ως οιονεί «κυρίαρχος της ποινικής προδικασίας», θα λάβει υπόψη του και θα συνεκτιμήσει, εκτός των άλλων, τα κίνητρα της συμπεριφοράς του μηνυτή, καθώς και την ανάγκη έννομης προστασίας του μηνυόμενου, πιστού στο καθήκον, δημόσιου λειτουργού της εκπαίδευσης ή της υγείας, εν μέσω προσπαθειών της πολιτείας και της κοινωνίας να αντιμετωπισθεί η πανδημία του κορωνοϊού.
ΙΙΙ. Υπενθυμίζονται και τα διαλαμβανόμενα σε προγενέστερες, πρόσφατες, εγκυκλίους μας και, ιδίως, η επιβαλλομένη προσπάθεια εξιχνίασης τυχόν «κυκλωμάτων» που αναπτύσσουν την εγκληματική δραστηριότητα αναφορικά με την παραγωγή πλαστών ή ψευδών κατά περιεχόμενο πιστοποιητικών εμβολιασμού ή νόσησης. Επισημαίνομε δε ακόμη και την ανάγκη ελέγχου της δημιουργίας πυρήνων προπαγάνδας και δράσης από επιτήδειους υπαίτιους που με το περίβλημα αντιεμβολιαστικών θεωρήσεων και ιδεών, δρασκέλισαν ήδη το κατώφλι της νομιμότητας και εκδήλωσαν ή θα επιχειρήσουν να αναπτύξουν δραστηριότητες με συμπεριφορές απτόμενες των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (πρβλ. άρθρα 169, 183, 186, 330, 386 κ.ά.), που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων συνανθρώπων μας.
Τέλος, αναντίρρητα είναι σεβαστή η ελευθερία και αναφαίρετο το δικαίωμα του καθενός να έχει τις προσωπικές απόψεις και ιδέες του για τα εμβόλια κατά του κορονοϊού COVID-19, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι θεωρήσεις αυτές του παρέχουν, επ’ ουδενί, το δικαίωμα να τις εκδηλώνει με αντικοινωνική συμπεριφορά και να τις μετουσιώνει προβαίνοντας σε πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κυρωτικών κανόνων του ποινικού δικαίου».