Την πάγια θέση της, ότι η Γερμανία «έχει επίγνωση της ιστορικής της ευθύνης και της οδύνης που προκάλεσε κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα, αλλά το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων έχει πολιτικά και νομικά οριστικά διευθετηθεί», επανέλαβε και σήμερα η γερμανική κυβέρνηση, με αφορμή την επίδοση, χθες, σχετικής Ρηματικής Διακοίνωσης στο γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών.
«Η Γερμανία σε κάθε περίπτωση έχει επίγνωση της ιστορικής της ευθύνης και γνωρίζουμε τη μεγάλη οδύνη την οποία προκάλεσαν η Γερμανία και οι Γερμανοί κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα. Το δίδαγμά μας από αυτό είναι να κάνουμε το παν ώστε η Γερμανία και η Ελλάδα να έχουν ως φίλοι και εταίροι καλές σχέσεις και να αλληλοϋποστηρίζονται προς το συμφέρον και των δύο χωρών. Αυτό ισχύει επί της αρχής. Σε ό,τι αφορά το νομικό σκέλος, η γερμανική θέση έχει εδώ αποσαφηνιστεί», δήλωσε η αναπληρώτρια κυβερνητική εκπρόσωπος Μαρτίνα Φιτς.
Από την πλευρά του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, ο εκπρόσωπος Ράινερ Μπρόιλ προσέθεσε ότι η Γερμανία ασφαλώς αναγνωρίζει την πολιτική και ηθική της υποχρέωση για τα εγκλήματα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα διευκρίνισε: «Αυτό που μας είναι σημαντικό είναι να τονίσουμε την παράμετρο ότι το θέμα των αποζημιώσεων έχει πολιτικά και νομικά κλείσει. Αυτό βεβαίως δεν αποκλείει το να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε προκειμένου να δημιουργήσουμε μια κοινή “κουλτούρα αναμνήσεων” και για εμφανή δείγματα συμφιλίωσης, έχουμε π.χ. ιδρύσει το Γερμανοελληνικό Ταμείο για το Μέλλον, με το οποίο θέλουμε να προωθήσουμε προγράμματα τα οποία στοχεύουν στο καλό κοινό μέλλον και των δύο χωρών. Άρα δεν είναι απλώς ότι επαναλαμβάνουμε αυτό που λέμε πάντα. Μένουμε προσηλωμένοι στο διάλογο, στη συνεργασία και έτσι θα συνεχίσουμε».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν σε αυτή την επίσημη κίνηση εκ μέρους της Ελλάδας θα υπάρξει και επίσημη απάντηση από τη γερμανική πλευρά, ο κ. Μπρόιλ περιορίστηκε να δηλώσει ότι κάποιες Ρηματικές Διακοινώσεις απαιτούν απάντηση, ενώ άλλες όχι, χωρίς να διευκρινίσει τι ισχύει για τη συγκεκριμένη.
Ερωτηθείς ο ίδιος ειδικά για το αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, σημείωσε ότι δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο και επανέλαβε ότι «πάνω από 70 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου και 25 χρόνια μετά τη Συμφωνία 2+4, το θέμα των αποζημιώσεων έχει νομικά και πολιτικά διευθετηθεί», ενώ η κυρία Φιτς, αναφερόμενη στο ζήτημα της επιστροφής των «λεηλατηθέντων και παράνομα αφαιρεθέντων αρχαιολογικών και άλλων πολιτιστικών αγαθών», όπως αναφέρονται στην ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε ότι «και εδώ ισχύει επί της αρχής ότι θέλουμε να ενεργήσουμε σε συμφωνία μεταξύ μας», διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.
Κληθείς τέλος να σχολιάσει σημερινό δημοσίευμα του γερμανικού Τύπου που αναφέρεται στο κείμενο του ψηφίσματος του Ελληνικού Κοινοβουλίου που επιδόθηκε μαζί με την Ρηματική Διακοίνωση, ο κ. Μπρόιλ διευκρίνισε ότι το Βερολίνο δεν διαθέτει ακόμη την επίσημη μετάφραση. «Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε τι περιέχει, αλλά επειδή πρόκειται και για νομικά θέματα, δεν εναπόκειται σε μας να κάνουμε αυτή την μετάφραση, αλλά είναι θέμα του ελληνικού Κοινοβουλίου, καθώς και της ελληνικής κυβέρνησης να μας διαθέσει μια επίσημη μετάφραση. Επρόκειτο απλώς για μια τεχνική επισήμανση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παρακολουθούμε με προσοχή τις διαδικασίες στην Ελλάδα», προσέθεσε.