Τα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα εναντιώνονταν στη διστακτική ομιλία, η σύγχρονη εκπαίδευση προσπάθησε να απαγορεύσει αυτούς τους όρους και ο διάσημος γλωσσολόγος Νόαμ Τσόμσκι τις απέρριψε ως «λάθη» που δεν έχουν σχέση με τη γλώσσα. Ιστορικά, αυτά τα συστατικά του λόγου υπάγονταν στην ευρύτερη κατηγορία των «δυσροών», δηλαδή γλωσσικών «γεμισμάτων» που παρεκκλίνουν από την ουσία του λόγου.
Ωστόσο, καμία σχετική συζήτηση δεν μείωσε τη συχνότητα αυτών των δυσροών. Συνεχίζουν να εμφανίζονται σχεδόν 2 με 3 φορές ανά λεπτό στον φυσικό λόγο. Και διαφορετικές εκδοχές τους εντοπίζονται σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της νοηματικής!
Άρα, είναι τα «εε» και τα «χμ» μια συνήθεια που δεν μπορούμε να κόψουμε; Ή μήπως υπάρχει και κάτι που δεν αντιλαμβανόμαστε;
Για να απαντήσουμε, θα βοηθούσε να συγκρίνουμε αυτά τα στοιχεία του λόγου με άλλες λέξεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Ενώ μια γραπτή λέξη μπορεί να έχει πολλές σημασίες, μπορούμε να διαλέξουμε τη σκοπούμενη με βάση τα συμφραζόμενα. Ωστόσο στον προφορικό λόγο, η λέξη μπορεί να φέρει πρόσθετα επίπεδα νοήματος. Ο τόνος της φωνής, η σχέση μεταξύ των ομιλητών και οι προσδοκίες τους για την έκβαση μιας συζήτησης μπορούν να εμποτίσουν φαινομενικά κενές λέξεις με ζωτικές πληροφορίες.
Κι εδώ χρειάζονται τα «εε» και τα «χμ». Ή τα «ε» και «εμ», τα «tuota» και «öö», «eto» και «ano». Οι γλωσσολόγοι τα αποκαλούν γεμάτες παύσεις, ένα φαινόμενο δισταγμού. Αυτές οι φαινομενικά ασήμαντες διακοπές είναι ιδιαίτερα ουσιώδεις στην προφορική επικοινωνία. Για παράδειγμα, ενώ μία παύση σιγής μπορεί να ερμηνευθεί ως σήμα ότι ο άλλος μπορεί να πάρει το λόγο, μία γεμάτη παύση μπορεί να δηλώνει ότι δεν έχεις τελειώσει ακόμη. Τα φαινόμενα αυτά σε βοηθούν να κερδίσεις χρόνο όσο οργανώνεις τη σκέψη σου, ή να βρεις την κατάλληλη λέξη για μια κατάσταση. Και δεν ωφελούν μόνο τον ομιλητή. Μία γεμάτη παύση σηματοδοτεί ότι θα ακολουθήσει μια σημαντική λέξη. Μάλιστα, οι γλωσσολόγοι παρατήρησαν ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να θυμηθούν μια λέξη, όταν αυτή έρχεται μετά από δισταγμό.
Τα φαινόμενα δισταγμού δεν είναι τα μοναδικά μέρη του λόγου που αποκτούν νέο νόημα κατά τον διάλογο.
Λέξεις και φράσεις όπως «ας πούμε», «λοιπόν» ή «ξέρεις», λειτουργούν ως πραγματολογικοί δείκτες, αγνοώντας την κυριολεκτική τους σημασία προκειμένου να εκφράσουν κάτι για την πρόταση στην οποία εμφανίζονται.
Οι πραγματολογικοί δείκτες κατευθύνουν τη ροή της συζήτησης και κάποιες έρευνες έχουν δείξει πως οι επιμελείς ομιλητές χρησιμοποιούν τέτοιες εκφράσεις για να βεβαιωθούν ότι γίνονται κατανοητοί. Για παράδειγμα:
- ξεκινώντας μια πρόταση με το «Κοίτα…», μπορείς να υποδείξεις τις προθέσεις σου και να εκτιμήσεις τις αντιδράσεις
- με το «θέλω να πω» μπορείς να υποδείξεις ότι επεξηγείς κάτι
- και το περιβόητο «ας πούμε» μπορεί να επιτελέσει πολλές λειτουργίες, όπως υπόδειξη μιας χαλαρής σύνδεσης μεταξύ των σκέψεων ή αναφορά σε λόγια και πράξεις άλλων
Αυτοί οι δείκτες βοηθούν τους ακροατές να ακολουθήσουν τον ειρμό των σκέψεών σου, διευκολύνοντάς τους να ακολουθήσουν, να ερμηνεύσουν και να προβλέψουν αυτό που προσπαθείς πεις.
Οι πραγματολογικοί δείκτες και τα φαινόμενα δισταγμού δεν χρησιμεύουν μόνο στην κατανόηση της γλώσσας, αλλά και στην εκμάθησή της.
Το 2011, μια έρευνα έδειξε σε νήπια συνηθισμένα και ασυνήθιστα αντικείμενα μαζί με μία ηχογράφηση που αναφερόταν σ′ ένα από τα αντικείμενα. Όταν η επόμενη ηχογράφηση ζητούσε να αναγνωριστεί το ασυνήθιστο αντικείμενο, τα νήπια τα πήγαιναν καλύτερα όταν η εντολή περιείχε μια γεμάτη παύση. Ίσως αυτό σημαίνει ότι οι γεμάτες παύσεις δείχνουν στα νήπια πως ακολουθούν νέες λέξεις και τα βοηθούν να τις συνδέσουν με νέα αντικείμενα.
Για τους εφήβους και τους ενήλικες που μαθαίνουν μια ξένη γλώσσα, οι γεμάτες παύσεις μετριάζουν την αμηχανία των πρώτων προφορικών συζητήσεων. Και μόλις νιώσει πιο σίγουρος, ο μαθητής μπορεί να δείξει την νεοαποκτηθείσα ευφράδειά του, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες εκφράσεις δισταγμού.
Διότι, αντίθετα με την κοινή αντίληψη, οι γεμάτες παύσεις δεν μειώνονται με την βελτίωση της γλωσσικής επίδοσης.
Το γεγονός ότι τα φαινόμενα δισταγμού και οι πραγματολογικοί δείκτες είναι φυσικό μέρος της επικοινωνίας δεν σημαίνει ότι είναι πάντα κατάλληλα. Πέρα από την διεκπεραίωση διαλόγων, δεν εξυπηρετούν κανέναν σκοπό στον επίσημο γραπτό λόγο. Και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το στίγμα που φέρουν αυτά τα κοινωνικά σήματα, μπορεί να λειτουργήσει εναντίον του ομιλητή. Αλλά στην πραγματικότητα, στους περισσότερους διαλόγους, αυτοί οι φαινομενικά ανούσιοι ήχοι μπορεί να φέρουν πλήθος νοημάτων.