Η αμετανοησία είναι το μόνο θανάσιμο αμάρτημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία και μέσα σε αυτό συμπεριλαμβάνεται κάθε αμαρτία και όχι μόνο τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα που προβάλλει η Καθολική Εκκλησία.
Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα ονομάζονται έτσι γιατί σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία μπορούν να στερήσουν τη θεία χάρη και να οδηγήσουν στην αιώνια καταδίκη της ψυχής του ανθρώπου.
Σύμφωνα με την παράδοση, κάθε ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα εκπροσωπείται από ένα δαίμονα και ορίζονται ως εξής:
Οκνηρία (acedia) από τον δαίμονα Βηλφεγώρ [Belphegor].
Αλαζονεία (superbia) από τον δαίμονα Aζαζέλ [Azazel].
Λαιμαργία (gula), από τον δαίμονα Βελζεβούλ [Beelzebub].
Λαγνεία (lussuria), από τον δαίμονα Ασμοδαίο [Asmodeus].
Απληστία (avaritia), από τον δαίμονα Μαμμωνά [Mammon].
Οργή (ira), από τον δαίμονα Σατανά [Satan/Amon].
Ζηλοφθονία (invidia), από τον δαίμονα Λεβιάθαν [Leviathan].
Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως, ο διαχωρισμός των αμαρτιών σε μικρές και μεγάλες, σε θανάσιμες και μη, σε βαρείς και ελαφρές, δεν είναι ορθός γιατί μία είναι η θανάσιμη αμαρτία˙ η αμετανοησία. Το να μην υπάρχει η θέληση για μετάνοια της οποιασδήποτε αμαρτίας, είτε αυτές είναι σαρκική, είτε είναι πνευματική, όπως η υπερηφάνεια, ο φθόνος, η υποκρισία και η κατάκριση. Όπως τονίζουν οι Πατέρες της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου στον Ε’ κανόνα της, «αμαρτία προς θάνατον εστίν, όταν τινές αμαρτάνοντες, αδιόρθωτοι μένωσιν». Δηλαδή, η μόνη θανάσιμη αμαρτία είναι η αμετανοησία.
Η αμετανοησία, άλλωστε, είναι και η μοναδική αμαρτία και βλασφημία που ο Χριστός δεν συγχωρεί, γιατί αυτή είναι η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος˙ η άρνηση της παραδοχής ότι έχω αμαρτήσει, πολλές φορές εφευρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες με την πιο κλασσικη «σήμερα έτσι κάνουν όλοι» και εφ’ όσον δεν έχω αμαρτήσει, δεν χρειάζεται να μετανοήσω. Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: Ο Χριστός δεν είπε, Τω βλασφημήσαντι και μετανοήσαντι ουκ αφεθήσεται, αλλά τω βλασφημούντι, δηλαδή σε όποιον επιμένει στη βλασφημία.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, άλλωστε, κήρυττε «Το πίπτειν ανθρώπινον, το εμμένειν εωσφορικόν, το μετανοείν θείον».