Τα απόκρυφα κείμενα του Χριστιανισμού πάντοττε ωθούσαν τους ερευνητές να τα αποκωδικοποιήσουν, μέσω της ενδελεχούς διερρέυνησης των.
Με τον όρο «Απόκρυφα» χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία βιβλία που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, όμως έχουν αποκλειστεί από τον Κανόνα.
Συντάχθηκαν από τον 2ο π.χ. ως τον 4ο μ.χ. αιώνα από Ιουδαίους και Χριστιανούς συγγραφείς που επιδίωκαν να εξασφαλίσουν στα έργα τους κανονικό κύρος χρησιμοποιώντας τα ονόματα των συγγραφέων των έργων της Αγίας Γραφής.
Διακρίνονται σε απόκρυφα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Παρουσιάζουν μεγάλα μειονεκτήματα αξιοπιστίας και ύφους σε σύγκριση με τα κανονικά βιβλία, αλλά αποτελούν σημαντική πηγή για την μελέτη των τάσεων της εποχής τους. Μερικές αφηγήσεις ‘’Απόκρυφων’’ της Καινής Διαθήκης χρησιμοποιήθηκαν στην παράδοση της θείας Λατρείας (πράξεις),τροφοδότησαν τη λαϊκή ευσέβεια ή ενέπνευσαν έργα τέχνης. Ιδιαίτερα η βυζαντινή τέχνη έχει σκηνές που η προέλευση τους βρίσκεται στα «Απόκρυφα». Χαρακτηριστικά της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Θεοτόκου.
«Απόκρυφα» βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Τα «Απόκρυφα» βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες, στις οποίες τα χώρισαν οι μεταγενέστεροι ερμηνευτές τους. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει κυρίως τρία βιβλία με θρύλους για πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης:
i. Το Βιβλίο των Ιωβηλαίων που αποτελεί επανάληψη του βιβλίου της «Γένεσης» και των κεφαλαίων α-ιβ’ της «Εξόδου» από κάποιον φαρισαίο που κατέταξε τα γεγονότα σε ιωβηλαία.
ii. «Η Διαθήκη των Δώδεκα Πατριαρχών», η έμπνευση του οποίου αποδίδεται στο μθ’ κεφάλαιο της «Γένεσης». Γράφτηκε στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα και περιέχει τη Διαθήκη καθενός από τους δώδεκα γιους του Ιακώβ. Το πνεύμα του βιβλίου αυτού επηρέασε σημαντικά τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης
iii. Το «Μαρτύριο του Ησαΐα» που γράφτηκε στα τέλη του 1ου π.Χ. αιώνα και περιγράφει τα μαρτύρια του προφήτη Ησαΐα ο οποίος θανατώθηκε με πριονισμό μετά από διαταγή του βασιλιά του Ιούδα Μανασσή και αναλήφθηκε στη συνέχεια στους ουρανούς. Άλλα βιβλία αυτής της «κατηγορίας» είναι τα: «Ζωή του Αδάμ και Εύας», «Βίοι Προφητών», «Παραλειπόμενα του Ιερεμία», «Διαθήκη του Ιώβ», «Διαθήκη του Αβραάμ» και «Διαθήκη του Σολομώντος».
Στη δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνονται θρύλοι για άλλα πρόσωπα. Πρόκειται για την «Επιστολή του Αριστέου», που συντάχθηκε από αξιωματούχο του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου και όπου περιγράφεται πώς πραγματοποιήθηκε η ελληνική μετάφραση της «Πεντατεύχου» (250 π.Χ.) και για το βιβλίο «Σιβυλλικοί Χρησμοί».
Στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται υμνητικά κείμενα: «Ψαλμοί του Σολομώντος (το σημαντικότερο απ’ όλα), «Άσμα», «Προσευχή του Μανασσή» κ.ά.
Στην τέταρτη κατηγορία, περιλαμβάνονται διδακτικά έργα με χαρακτηριστικότερο το «Πιρκέ Αμπόθ» («Ρητά των Πατέρων»). Πρόκειται για κείμενα ραβινικής σοφίας που γράφτηκαν τον 1ο και τον 2ο αι. μ.Χ.
Τέλος, στην πέμπτη κατηγορία, περιλαμβάνονται πέντε αποκαλυπτικά έργα:
i. «Πρώτος Ενώχ» που γράφτηκε τον 2ο π.Χ. αιώνα
ii. «Η Ανάληψη του Μωυσή» που γράφτηκε στην αραμαϊκή γλώσσα την εποχή που ζούσε ο Ιησούς
iii. «Δεύτερος Ενώχ» (ή «Σλαβικός Ενώχ» γιατί σήμερα είναι γνωστό από τις σλαβικές μεταφράσεις που γράφτηκε από Ιουδαίο της Αλεξάνδρειας γύρω στο 50 μ.Χ.
iv. «Δεύτερος Βαρούχ» (ή «Συριακή Αποκάλυψη του Βαρούχ» γιατί το 1866 βρέθηκε αντίγραφό του στη συριακή γλώσσα που γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα γύρω στο 70 μ.Χ. και
v. «Τρίτος Βαρούχ» (ή «Ελληνική Αποκάλυψη του Βαρούχ») που γράφτηκε στις αρχές του 2ου αι. Ο Βαρούχ ήταν γραμματέας του προφήτη Ιερεμία και έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα.
Από το 1947 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, κοντά στο Κιρμπέτ Κουμράν στη ΝΔ ακτή της Νεκράς Θάλασσας, σε έντεκα σπήλαια και αρχαία ερείπια,ανακαλύφθηκαν 900 ιουδαϊκά χειρόγραφα σε περγαμηνή και πάπυρο στα ελληνικά, αραμαϊκά και εβραϊκά. Πρόκειται για τα λεγόμενα «Χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας», που αποτελούν μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα.
“Απόκρυφα Κείμενα” της Καινής Διαθήκης
Κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, κυρίως, επώνυμοι και ανώνυμοι συγγραφείς, άλλοι για να υποστηρίξουν δικές τους ιδέες και άλλοι για ν’ αφηγηθούν λεπτομέρειες που δεν περιλαμβάνονται στην Καινή Διαθήκη και που τις είχαν αντλήσει από διάφορους θρύλους και παραδόσεις έγραψαν τέτοια βιβλία και τα παρουσίασαν σαν έργα μαθητών του Χριστού.
Η συγγραφή των βιβλίων αυτών, συνεχίστηκε ως περίπου τον Μεσαίωνα. Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο πρώτος από τους λόγους για τους οποίους αυτά γράφτηκαν είναι για να συμπληρώσουν κενά που υπάρχουν στη Βίβλο, όπως για παράδειγμα τα παιδικά χρόνια της Θεοτόκου, του Ιησού Χριστού, στοιχεία για τους Αποστόλους κ.ά.
Ότι υπάρχουν κενά στην Καινή Διαθήκη είναι αναμφισβήτητο. Άλλωστε, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αναφέρει: “πολλά μεν και άλλα εποίησεν ο Ιησούς, α ουκ εστί γεγραμμένα εν τω Βιβλίω τούτω” (Ιωάν. Κ.20).
Σε όσα αναφέρονται στα “Απόκρυφα” αυτά κείμενα, σαφώς υπάρχουν πολλές υπερβολές. Όμως, έχουν περιληφθεί και αληθινά στοιχεία που προήλθαν από τη ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας ή από τα απολεσθέντα βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Επίσης, άλλα “Απόκρυφα Κείμενα” γράφτηκαν από αιρετικούς (Μανιχαίους, Γνωστικούς, Ναζαρηνούς κ.ά.) που θέλησαν να μεταδώσουν τις δοξασίες τους. Θέλησαν να τους δώσουν κύρος, παρουσιάζοντας ως συγγραφείς τους, τους μαθητές του Χριστού. Όμως τα περιεχόμενά τους, ειδικά όσων δεν γράφτηκαν από αιρετικούς, αποτελούσαν δημοφιλή αναγνώσματα των Χριστιανών και επηρέαζαν την τέχνη, τη λατρεία και την απολογητική διάθεση.
Πλήρης κατάλογος των “Απόκρυφων” δε σώζεται από κανένα εκκλησιαστικό συγγραφέα. Ο αριθμός τους είναι άγνωστος, καθώς συνεχώς ανακαλύπτονται καινούργια. Ελλιπείς κατάλογοι με τα “Απόκρυφα” σώζονται στα έργα του Τιμόθεου του πρεσβύτερου του Ωριγένη, του Μεγάλου Αθανασίου, του Ευσέβιου, του Πατριάρχη Κων/πόλεως Νικηφόρου κ.ά.
Όσο για τον αιρετικό ή μη χαρακτήρα τους, έχουν γίνει συζητήσεις επί συζητήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά αιρετικά κείμενα, με την επεξεργασία από “ορθόδοξους” συγγραφείς, έπαψαν να έχουν αιρετικό χαρακτήρα και αντίστροφα, άλλα “ορθόδοξα” κείμενα έγιναν αντικείμενα επεξεργασίας από αιρετικούς που πρόσθεσαν δικές τους δοξασίες.
Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφερόμενος στις συζητήσεις για τον κανόνα της Καινής Διαθήκης, διακρίνει τα βιβλία σε “ομολογούμενα”, “αντιλεγόμενα”, “νόθα” και “αιρετικά”.
Στα μεσαιωνικά χρόνια, γνώρισε μεγάλη διάδοση, κυρίως για το “Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου”. Γενικά, υπήρχε αρνητική αξιολόγηση των Αποκρύφων. Πρώτη σημαντική έκδοσή τους έγινε από τον J.A. Fabricius, στο “Codex Apocryphus Novi Testamenti” (1703-1719). Τον 19ο αιώνα, ξεχωρίζει το “Dictionnaire des Apocryphes” του J.P. Migne (τομ. 1-2, 1856) και βασικά, οι εκδόσεις του Constantinus Tischendorf “Acta Apostolum Apocrypha” (1851), “Evangelia Apocrypha” (1853) και “Apocalypses Apocryphae” (1866). Ακολούθησαν νέες εκδόσεις στις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μετά την ανακάλυψη των παπύρων της Οξυρύγχου. Μετά το 1960, υπάρχει μια θετικότερη εκτίμηση των “Αποκρύφων” καθώς εξετάζονται ταυτόχρονα με την υπόλοιπη χριστιανική παραγωγή των πρώτων αιώνων.
Η επίσημη Εκκλησία δεν κατατάσσει τα “Απόκρυφα” κείμενα στα κανονικά, αλλά συχνά αντλεί από αυτά στοιχεία για το περιεχόμενο εορτών (π.χ. Κοίμηση της Θεοτόκου, τα Εισόδια της Θεοτόκου στο ναό κ.ά.). Τα ονόματα των τριών Μάγων που προσκύνησαν το νεογέννητο Χριστό (Γασπάρ, Βαλτάσαρ, Μελχιώρ) είναι γνωστά από τα “Απόκρυφα”.
Το ίδιο συμβαίνει με τον Ρωμαίο εκατόνταρχο της σταύρωσης που είναι γνωστός ως Λογγίνος και με αυτό το όνομα αναφέρεται στα Συναξάρια και την υπόλοιπη χριστιανική παράδοση, όπως και με τους δύο ληστές που ονομάζονται Γέστας και Δυσμάς (ή Δημάς). Η περιγραφή για την Κοίμηση της Θεοτόκου που αναφέραμε στο άρθρο για το Άβατο του Αγίου Όρους, υπάρχει μόνο στα “Απόκρυφα” Κείμενα.
Μερικά από τα “Απόκρυφα” βιβλία – Χαρακτηριστικά αποσπάσματά τους
Τα λεγόμενα Ιουδαιοχριστιανικά Ευαγγέλια είναι:
i. το καθ’ Εβραίους Ευαγγέλιο
ii. το Ευαγγέλιο των Ναζωραίων
iii. το Ευαγγέλιο των Εβιωνιτών
Αναφέρονται επίσης το Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων, οι “Παραδόσεις του Ματθία”, το “Κήρυγμα Πέτρου”, το “Ευαγγέλιο των Αντιπάλων του Νόμου και των Προφητών”, τα “Απομνημονεύματα των Αποστόλων”, το “Ευαγγέλιο του Ιούδα του Ισκαριώτη”, το “Ευαγγέλιο της Εύας” κ.ά.
Ένα από τα πιο γνωστά “Απόκρυφα Κείμενα” είναι το “Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου” όπου γίνεται αναφορά στη γέννηση της Θεοτόκου και στη γέννηση του Ιησού. Το “Ευαγγέλιο Θωμά” αναφέρεται στην παιδική ηλικία του Ιησού. Σ’ αυτό γίνεται μνεία θαυμάτων του Ιησού όταν ήταν παιδί:
9.1. “Μετά από μερικές μέρες, ο Ιησούς έπαιζε στη σοφίτα ενός σπιτιού και ένα από τα παιδιά που έπαιζαν μαζί του, έπεσε κάτω από το σπίτι και σκοτώθηκε. Όταν τα άλλα παιδιά το είδαν αυτό, έφυγαν και ο Ιησούς έμεινε μόνος. 2. Οι γονείς όμως του παιδιού που σκοτώθηκε ήρθαν και τον κατηγόρησαν ότι αυτός το έριξε κάτω. Όμως ο Ιησούς απάντησε: “Δεν τον έριξα εγώ κάτω. Αλλά εκείνοι συνέχισαν να τον κακολογούν. 3. Τότε ο Ιησούς πήδηξε κάτω από την οροφή και κάθισε δίπλα στο πτώμα του παιδιού και φώναξε με φωνή μεγάλη: “Ζήνωνα” –γιατί αυτό ήταν το όνομά του- “σήκω και πες μου, εγώ σε έριξα κάτω;”. Και αμέσως αναστήθηκε είπε: “Όχι, Κύριε, δε με έριξες εσύ κάτω, αλλά εσύ με ανέστησες”.
16.1. “Ο Ιωσήφ έστειλε το γιο του Ιακώβ, να κόψει ξύλα και να τα φέρει στο σπίτι και ο μικρός Ιησούς τον ακολούθησε. Αλλά καθώς ο Ιάκωβος μάζευε τα κλαδιά, μια οχιά του δάγκωσε το χέρι. 2. Και καθώς ξάπλωσε κάτω ετοιμοθάνατος, ο Ιησούς πλησίασε και φύσηξε πάνω στη δαγκωνιά και αμέσως ο πόνος σταμάτησε, το φίδι έσκασε και ο Ιάκωβος έγινε αμέσως καλά”.
Άλλα Απόκρυφα Κείμενα είναι: Ευαγγέλιο Ψευδο-Ματθαίου, “Ευαγγέλιο Πέτρου”, “Ευαγγέλιο Νικόδημου”, “Ευαγγέλιο (ή ερωτήσεις) Βαρθολομαίου”, “Επιστολή των Αποστόλων”, “Κήρυγμα Πέτρου”, “Πράξεις Ιωάννου”, “Πράξεις Παύλου”, “Πράξεις Πέτρου”, “Πράξεις Ιωάννου”, “Πράξεις Ανδρέου”, “Πράξεις Θωμά”, “Κλημέντια”, “Αποκάλυψη Πέτρου”, “Αποκάλυψη Ιωάννου”, “Αποκάλυψη Παύλου”, “Αποκάλυψη Θωμά”, “Σιβυλλικοί Χρησμοί” κ.ά.
Επίλογος
Ο ίδιος ο όρος “Απόκρυφα” έχει από μόνος του μια γοητεία. Αυτή του μυστηριακού και του ασυνήθιστου. Το περιεχόμενο των “Απόκρυφων” βιβλίων είναι καθαρά χριστιανικό, παράλληλο προς τα άλλα (τα κανονικά) βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης τα οποία συμπληρώνει.
Από τον 6ο αιώνα ήδη, η Εκκλησία, με το “Γελασιανό Διάταγμα” περί “επιτρεπτών και μη επιτρεπτών βιβλίων”, διαχωρίζει τα “Κανονικά” βιβλία από τα “Απόκρυφα”.
Ιδιαίτερα στη Δύση, καταδικάστηκαν από την Εκκλησία. Ωστόσο, φαίνεται ότι πάντα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στους πιστούς, ενέπνεαν ζωγράφους και άλλους καλλιτέχνες και, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, προκάλεσαν το ζωηρό ενδιαφέρον της επιστήμης