Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, στην αρχαία Σπάρτη υπήρχαν βωμοί και ιερά που ήταν αφιερωμένα στις διάφορες ψυχικές καταστάσεις που δοκίμαζε ο άνθρωπος, όπως της Γέννησης, του Θανάτου, του Φόβου, μεταξύ δε αυτών λατρευόταν και ο Γέλως (το Γέλιο). Κατά την μαρτυρία δε του Σωσίβιου (3oς π.Χ. αι.) ο Λυκούργος είχε ιδρύσει στη Σπάρτη αγαλμάτιο αφιερωμένο στον Γέλωτα.
Πάνω μάλιστα σε ερυθρόμορφο αμφορέα από το Vulci στο Λάτσιο της Ιταλίας, κοντά στη μορφή ενός νεανία διαβάζουμε την επιγραφή «Γέλως καλός», το γέλιο είναι ωραίο, ο θεός του γέλιου είναι ευειδής, εύμορφος (=όμορφος). Μάλιστα κατά τον Ιωάννη Στοβαίο (5ος αιώνας μ.Χ.), ο Γέλως μαζί με τον Πόθο και την Ηδονή ήταν τα δώρα της Αφροδίτης στον άνθρωπο.
Το Γέλιο ήταν διαδεδομένο στον ελληνικό κόσμο, γέλιο με θρησκευτικό-λατρευτικό χαρακτήρα, γέλιο με το οποίο εκδηλώνεται η χαρά, η ευχαρίστηση, η ειρωνεία, ο σαρκασμός. Κάτω από έναν σοβαροφανές ύφος ο εύθυμος σαρκασμός ονομάζεται χιούμορ. Χιούμορ είναι ο πνευματώδης αστεϊσμός, μια εύθυμη διάθεση, που εκδηλώνεται με άκακη ειρωνεία και προκαλεί στους άλλους διασκέδαση και ευχαρίστηση. Είναι μια μορφή πνεύματος που παρουσιάζει την πραγματικότητα έτσι ώστε να προβάλλεται η διασκεδαστική και παράδοξη όψη της.
Επομένως, μιλώντας για χιούμορ ουσιαστικά πλησιάζουμε το διανόημα του γέλιου. Γέλιο είναι μια εκδήλωση, μία έκφραση ευθυμίας. Γι’ αυτό, όταν κάποιος απομακρυνθεί από την κατάσταση της θλίψης και της μελαγχολίας, λέμε «ήλθε ξανά το γέλιο στα χείλη του!» ή σε περίπτωση παρατεταμένης έντονης χαράς λέμε «έσκασε στα γέλια!», ενώ στη φάση μιας κατάχρησης του γέλιου λέμε την παροιμία «Γέλια ασταμάτητα, μυαλά ταρακουνημένα!»
Να πούμε στο σημείο αυτό ότι πολλοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι το γέλιο σχετίζεται με τους συντελεστές της μακροβιότητας. Είναι παράγοντας υγείας και σωματικής ευεξίας. Το περιοδικό News Week σχετικά με την θεραπευτική και ψυχολογική σημασία του Γέλιου αναφέρει: «Οι μυς στο στήθος, στους ώμους, στο υπογάστριο και αλλού συστέλλονται, με αποτέλεσμα οι παλμοί της καρδιάς και η πίεση του αίματος να αυξάνουν… Μετά από το γέλιο οι μυς χαλαρώνουν, οι παλμοί της καρδιάς πέφτουν και η πίεση του αίματος πάει κάτω από το φυσιολογικό».
Επομένως, το γέλιο παράγει ενεργό θετικό αποτέλεσμα πάνω στο νευρικό μας σύστημα. Σε αυτό το σημείο, οι σύγχρονοι ψυχολόγοι συμφωνούν απολύτως με την πανανθρώπινη διαχρονική σοφία της Αγίας Γραφής που επαναλαμβάνει τις σύγχρονες ιατρικές διαπιστώσεις ότι οι σωματικές καταστάσεις, καλές ή αρρωστημένες, προέρχονται κατά τεκμήριο από τις ανάλογες ψυχικές ή εγκεφαλικές διαθέσεις. Έτσι, «Καρδία ευφραινομένη ιλαρύνει πρόσωπον» (Παροιμ. 17:22), δηλαδή, η ευφραινομένη καρδία δίδει ευεξίαν ως ιατρικόν.
Το γέλιο, και μάλιστα αυτό που προέρχεται από το καλό χιούμορ, πολύ θα μας βοηθούσε προκειμένου να ισοπεδώσουμε τους λοφίσκους του άγχους της καθημερινότητας. Με το χιούμορ βέβαια δεν θα λύσουμε τα πολλά οικονομικά, κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα που μας απασχολούν, όμως τουλάχιστον θα μπορέσουμε να αμβλύνουμε την οξύτητα των συνεπειών αυτού του ανελαστικού ηθικού αδιεξόδου που μας συνθλίβει.
Στη Βίβλο, ήδη από το Πρώτο Βιβλίο της Πεντατεύχου, τη Γένεση, (17:17, 18:12-15, 21:6) γίνεται διάκριση του Γέλιου σε δύο μορφές. Στη μορφή του λεγόμενου Γέλιου της απιστίας, στο γέλιο του ανόητου ανθρώπου, και στο Γέλιο του πιστού, του συνετού και δίκαιου ανθρώπου. Ο άνθρωπος παρουσιάζεται πως γνωρίζει να γελάει, άλλοτε κρύβοντας μέσα του την ήπια δύναμη του κωμικού και άλλοτε με τη διάθεση να περιπαίξει εκείνον που βρίσκεται στη δύσκολη θέση αδυναμίας να αντιδράσει. Γελάμε σε βάρος του παθόντα. Ποτέ, όμως, δεν θα μας άρεσε να βρεθούμε στη θέση του εμπαιζόμενου.
Είναι γεγονός ότ στην Αγία Γραφή περιγράφονται περισσότερες περιπτώσεις γέλιου ανόητων παρά γέλιου δίκαιων και πιστών.
Στη Σοφία Σειράχ (27:13), το γέλιο του άφρονα είναι αμαρτωλό και μάλιστα «εν σπατάλη αμαρτίας». Κι ακόμα, ο άφρονας και μωρός άνθρωπος, όταν γελάει, χάνει την αίσθηση του μέτρου, ξεκαρδίζεται, χτυπιέται ολόκληρος (21:20). Το γέλιο του είναι έκθετο σε απόρριψη. Να προσέξουμε εδώ ότι το γέλιο του κακού και ανόητου έχει ως πηγή και αιτία τον χλευασμό, τον εμπαιγμό ενός αναξιοπαθούς. Είναι μια σαφής απόδειξη ότι τρέφει υψηλά αισθήματα αυτοεκτίμησης και αλαζονείας για το άτομό του.
Τέτοιου τύπου χλευαστές ήταν και εκείνοι, για τους οποίους παραπονείται στον Γιαχβέ Θεό ο Προφήτης Ιερεμίας, όταν λέει: «Έγινα χλευασμός όλην την ημέραν. Πάντες με εμπαίζουν» (Ιερεμ. 20:7). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής μεταρρύθμισης που αποτόλμησε ο σοφός βασιλιάς Εζεκίας. Ας προσέξουμε τα λόγια του: «Και διήλθον οι ταχυδρόμοι από πόλεως εις πόλιν, διά της γης του Εφραίμ και Μανασσή και έως Ζαβουλών, πλην εκείνοι κατεγέλασαν αυτούς και εμυκτήρισαν» (2 Χρον. 30:10).
Ποιος δεν θυμάται την ιδιότυπη χιουμοριστική συμπεριφορά των αρχαίων προγόνων μας, εδώ στην Αθήνα, όταν άκουσαν από το στόμα του Αγίου Παύλου την καινοφανή γι’ αυτούς διδασκαλία για την ανάσταση των νεκρών; «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών οι μεν εχλεύαζον, οι δε είπον ακουσόμεθά σου πάλιν…» (Πράξεις Αποστόλων 17:32).
Τέτοιους εμπαίχτες και χλευαστές συναντάμε και κάτω από τον Σταυρό στον Γολγοθά (Μάρκ. 15:29, Λουκ. 23:35).
Στις έσχατες μέρες τέλος θα εμφανιστούν «εμπαίκται κατά τας ιδίας επιθυμίας αυτών πορευόμενοι» (2 Πέτρου 3:3). Αυτοί θα θέσουν υπό αμφισβήτηση τις υποσχέσεις του Θεού, θα κοροϊδέψουν τις εντολές Του, θα εξαπατήσουν και θα απορρίψουν την αληθινή πίστη.
Το γέλιο του πιστού και συνετού και μετρημένου ανθρώπου: Στον στωικότερο συγγραφέα της Αγίας Γραφής, στον Εκκλησιαστή (2:2) προσέχουμε ότι προτιμάει αυτός τη λύπη από το γέλιο. Στο γέλιο βλέπει τη μωρία, την ανοησία, την παραλογικότητα (7:3), ωστόσο αναγνωρίζει πως υπάρχει καιρός και ευκαιρία άλλοτε να γελάει κάποιος και άλλοτε να κλαίει (3:4).
Πόσο ανόητο θα ήταν, όταν κάποιος που προσπαθεί να παρηγορήσει κάποιον που υποφέρει από ένα σοβαρό πρόβλημα ή μια βαθιά λύπη να γελάει, να καγχάζει ή να υπομειδιά! Γι’ αυτό ο Σοφός Σολομών δήλωσε πως η καρδιά των ανόητων είναι γεμάτη από αδιάκριτα γέλια!
Συνακόλουθα, αναλόγως με τις συνθήκες και τα πρόσωπα, στα οποία αναφέρεται το χιούμορ, το αστείο και το καλαμπούρι ο συνετός γελάει. Επιτρέπεται μάλιστα για λόγους ψυχοπαιδαγωγικούς ο δίκαιος άνθρωπος με τον τρόπο του να περιπαίξει τον αλαζόνα, όπως θα το έκανε και ο ίδιος ο Θεός (Ψαλμ. 52:6, 2:4, Παροιμ. 3:34).
Την μέθοδο της γελοιοποίησης ως ισχυρό όπλο ενάντια στους ψεύτικους θεούς χρησιμοποίησε με επιτυχία ο Προφήτης Ηλίας στο Όρος Κάρμηλο (βουνό της Παλαιστίνης). Να προσθέσω ότι οι Μακκαβαίοι μάρτυρες το χιούμορ χρησιμοποίησαν ενάντια στους εκτελεστές τους (Μακ. 7:39).
Το γέλιο του δίκαιου μπορεί και πρέπει να απαγκιστρωθεί από την πολεμική της ειρωνείας και του εμπαιγμού και να υψωθεί πάνω και πέρα από τα ανθρώπινα πάθη. Ο διακριτικός και σώφρων πρέπει να γίνει ένθεος, γεμάτος από το πνεύμα του Θεού, στον οποίο έχει πίστη σαν τη γυναίκα που είναι ενδεδυμένη με ισχύ και ευπρέπεια που «γελάει για την επόμενη μέρα» (Παρ. 31:25).
Στην Καινή Διαθήκη, διδασκόμαστε πως το γέλιο και η ευθυμία του παρόντος καιρού δεν θα διαρκέσει για πολύ. Σύντομα θα ακολουθήσει το κλάμα και το πένθος. Συγχρόνως όμως υποσχέθηκε ο Ιησούς σε εκείνους που κλαίνε τώρα και αυτομέμφονται για το κακό που έχουν διαπράξει στη ζωή τους και τις πολλές αμαρτίες τους ότι θα δοκιμάσουν πολύ σύντομα, στο προσεχές αύριο, ένα διαρκές, ένα ατέλειωτο γέλιο (Λουκ. 6:21).
Αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στη δήλωση αυτή του Χριστού. Κάτω από τη λέξη «πενθούντες» του Λουκά (6:21) αλήθεια, τι μπορεί να κρύβεται; «Πενθούντες» δεν είναι μονάχα τα άτομα που είναι λυπημένα και κλαίνε γοερά ή με ανεκλάλητο λυγμό, γιατί έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα, συγγενείς και φίλους, παιδιά και γονείς.Ούτε πάλι όσοι κλαίνε για τα περιουσιακά τους στοιχεία που έχασαν σε μια θεομηνία. Υπάρχει και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων που έχουν συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους, της ηθικής τους ανεπάρκειας και της ολιστικής τους αβελτηρίας. Το πένθος λοιπόν αυτών των ανθρώπων που μετέχουν στους Μακαρισμούς του Χριστού ταυτίζεται με την ψυχική και πνευματική κατάσταση, την οποία οι Νηπτικοί Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «χαρμολύπη».
Είναι θαυμάσια τα λόγια του Ιακώβου του Αδελφοθέου στην Επιστολή του (4:8-9), τα οποία συνοψίζουν τη θεολογία του Χιούμορ στην Ορθόδοξη Ανατολική Χριστιανοσύνη: «Αμαρτωλοί άνθρωποι, καθαρίστε τα χέρια σας από κάθε αμαρτωλή πράξη και ενοχή, εξαγνίστε το εσωτερικό σας σεις οι δίγνωμοι που κυμαίνεσθε ανάμεσα στο Θεό και τον κόσμο. Συναισθανθείτε την αμαρτωλότητά σας και την ενοχή σας, μετανοήστε, πενθήστε και κλάψτε για τις αθλιότητές σας. Τα αμαρτωλά σας γέλια μέσα στα ξεφαντώματα της αμαρτίας ας αλλάξουν και ας γίνουν λύπη και συντριβή μετανοίας και η ψεύτικη χαρά του κόσμου ας μετατραπεί σε συναίσθηση και κατήφεια».
Όπως φαίνεται από τις πιο πάνω σκέψεις του αγίου Ιακώβου, το γέλιο και η χαρά και η ψυχαγωγία δεν καταδικάζονται τελεσίδικα από τη Βίβλο. Ο ελεγκτικός λόγος απευθύνεται μόνο σε άτομα που δεν σταματούν να ζητάνε ηδονές και σαρκικές απολαύσεις, να γελάνε σε συγκεντρώσεις γελωτοποιών, να χαίρονται όταν περιπαίζεται ένας συνάνθρωπός τους με την ιδέα ότι αυτοί είναι ανώτεροι και καθώς πρέπει, πιο ωραίοι και άξιοι μόνο να γελάνε με τα παθήματα των άλλων και όχι οι άλλοι με τα δικά τους! Οι άλλοι να χλευάζονται και εμείς αυτάρεσκα να χειροκροτούμε, να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια σε βάρος των άλλων.
Στις παρυφές αυτής της φίλαυτης κωμικότητας βρίσκονται μερικές επιθεωρήσεις στο μοντέρνο σατιρικό θέατρο, που λειτουργούν πάντοτε στο όνομα της ελευθερίας της Τέχνης, όταν διακωμωδούν πρόσωπα της πολιτικής και της θρησκείας, ιερείς και επισκόπους που βρέθηκαν στην επικαιρότητα εξ αιτίας της ασυνήθιστης παρέμβασής τους σε θέματα που αφορούν τα πνευματικά και υλικά συμφέροντα του ποιμνίου τους.
Άλλωστε, ο καλός επίσκοπος άλλοτε έχει στο χέρι το κομποσχοίνι και προσεύχεται νοερώς στον Κύριο και άλλοτε κρατάει το φραγγέλιο, μιμούμενος τον Ιησού Χριστό, για να προστατεύσει το πλήρωμα των ανθρώπων που έχει υπό τη σκέπη του. Διαβάζουμε στο βίο του ιερού Χρυσοστόμου πως και τότε υπήρχαν ψευτοκαλόγεροι, αγύρτες στους δρόμους και τις στοές της Κωνσταντνουπόλεως που υποδύονταν ρόλους κωμικών ηθοποιών που χλεύαζαν το πρόσωπο ακόμα και του μεγαλύτερου ρήτορα όλων των αιώνων, τον αρχιεπίσκοπο άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο (407μ.Χ.) κι ο κόσμος, ανάμεσα τους δυστυχώς και χριστιανοί, χειροκροτούσαν και έσκαγαν στα χέλια!
Πάντοτε, είναι μαρτυρημένο από την Ιστορία της Ανθρωπότητας, ο δίκαιος, ο πιστός, «πανταχού έλαττων έχει», δηλαδή σε όλα τα σημεία μειονεκτεί σε σχέση με τον άδικο, τον κακεντρεχή και αλαζόνα, όπως μας λέει ο Πλάτων.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΔΕΝ ΕIΝΑΙ ΚΑΚΟ ΤΟ ΓΕΛΙΟ
Στο Υπόμνημά του για την Προς Εβραίους Επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Ομιλία ΙΕ΄) ο ιερός Χρυσόστομος ακολουθώντας τη θεωρία του συριακού ασκητισμού καταφέρεται έντονα εναντίον του γέλιου όταν αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα μέσα στην Εκκλησία.
Κατωτέρω, μετά την παράθεση του πρωτοτύπου κειμένου της Ομιλίας, ακολουθούν η ερμηνεία του και λίγα σχετικά σχόλια:
“…σὺ δὲ ἕστηκας γελῶν κατὰ τὰς βιωτικὰς γυναῖκας, γελωτοποιῶν κατὰ τὰς ἐν τῇ σκηνῇ; Τοῦτο πάντα ἀνέτρεψε, τοῦτο κατέβαλε· γέλως γέγονε τὰ ἡμέτερα καὶ πολιτισμὸς καὶ ἀστειότης (συμπεριφορά που προκαλεί γέλιο)· οὐδὲν εὐσταθὲς, οὐδὲν στιβαρόν. Οὐ πρὸς τοὺς βιωτικοὺς ἄνδρας μόνον λέγω ταῦτα, ἀλλ’ οἶδα οὓς αἰνίττομαι· γέλωτος γὰρ ἐμπέπλησται ἡ Ἐκκλησία» (=Στέκεσαι και γελάς όπως οι κοσμικές γυναίκες, προκαλώντας τα γέλια σαν τις γυναίκες του θεάτρου; Αυτό τα ανέτρεψε όλα, αυτό τα κατέρριψε. Κατάντησαν τα δικά μας πράγματα γέλως και πολιτισμός (γελοία κοινωνική συμπεριφορά) και αστειότητα. Τίποτα το σταθερό, τίποτα το στερεό. Δεν τα λέγω αυτά μόνο προς τους κοσμικούς άνδρες, αλλά γνωρίζω ποιους υπαινίσσομαι. Γέμισε η Εκκλησία από γέλωτα).
Στην υπογεγραμμένη πρόταση οι λέξεις γέλως, πολιτισμός και αστειότης είναι κατηγορούμενα στο υποκείμενο τα ημέτερα. Η λέξη πολιτισμός δεν μπορεί να εξηγηθεί με την σημασία που αποδίδουμε στον όρο αυτό σήμερα, ως δηλαδή ένα σύνολο κατακτήσεων του ανθρώπου στον υλικό, πνευματικό και ηθικό τομέα. Με την ευκαιρία αυτή ας σταθούμε λίγο περισσότερο πάνω σε αυτή τη λέξη:
Η λέξη πολιτισμός προϋπήρχε από τους ελληνιστικούς χρόνους. Πρωτοαπαντά σε κείμενο του Διογένους Λαερτίου (3ος αιώνας μ.Χ.) με τη σημασία ” διοίκηση της πολιτείας” (βλ. Διογ. Λαέρτ. 4.39).
Ο Κοραής μετέφρασε τη γαλλ. λέξη civilisation ως πολιτισμό. Δηλαδή ανασημασιοδότησε μιαν υπάρχουσα λέξη. Και σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για νεολογισμό: μια υπάρχουσα λέξη αποκτά νέο περιεχόμενο.
Για να το καταλάβετε, σας θυμίζω τη λέξη ποντίκι: μέχρι τη δεκαετία του 90 σήμαινε μόνο το τρωκτικό ή τον μυ. Λίγο αργότερα ανασημασιοδοτήθηκε και πήρε και τη σημασία του “εντολέα” ως μετάφραση του αγγλ. mouse. Με αυτή τη διαδικασία έχουμε έναν νεολογισμό.
Βιβλιογραφία για τον πολιτισμό:
Κουμανούδης, Στ. 1900. Συναγωγὴ νέων λέξεων ὑπὸ τῶν λογίων πλασθεισῶν απὸ τῆς ἁλώσεως μέχρι τῶν καθ’ἡμᾶς χρόνων. Ἐν Ἀθήναις Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου.
Και στην περίπτωση της χρήσης της λέξης πολιτισμός από τον ιερό Χρυσόστομο, έχουμε έναν νεολογισμό με τη μορφή ανασημασιοδότησης της προϋπάρχουσας λέξης πολιτισμός. Το νόημα της λέξης προκύπτει από τα συμφραζόμενα και από το συγκείμενον. Είναι οπωσδήποτε συνώνυμο της λέξης γέλως. Αφού αυτό είναι το θέμα του Χρυσοστόμου. Πώς; Πολιτισμός εκ του πολίτης και αυτό εκ του πόλις.
Είναι ό, τι έχει σχέση και συνάφεια με τον πολίτη που ζει σε μια οργανωμένη κοινωνία, είναι ο τρόπος αμφίεσης, ο τρόπος εκφοράς του λόγου, τα έθη και οι συνήθειες. Ένας ξένος, ένας αγροίκος, ένας κάτοικος του χωριού που έχει το δικό του τρόπο αμφίεσης και συμπεριφοράς βλέποντας έναν πολίτη, έναν αστό, εξ ου αστείος ασφαλώς του έρχεται να γελάσει από το καινοφανές και περίεργο του πράγματος. Με την ίδια συγγενική σημασία έχουμε και την λέξη αστειότης.
«Ἁν ὁ δεῖνα ἀστεῖον εἴπῃ, γέλως εὐθέως ἐν τοῖς καθημένοις γίνεται· καὶ τὸ θαυμαστὸν, ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ τῆς εὐχῆς οὐ παύονται πολλοὶ τοῦ γελᾷν. Πανταχοῦ χορεύει ὁ διάβολος, πάντας ἐνεδύσατο, πάντων κρατεῖ· ἠτίμασται ὁ Χριστὸς, παρέωσται, ἐν οὐδενός ἐστι μέρει ἡ ἐκκλησία (= Αν ο τάδε πει κάποιο αστείο, αμέσως προκαλούνται γέλια σ’ εκείνους που κάθονται. Και το θαυμαστό είναι ότι πολλοί δεν σταματούν να γελούν και κατά την ίδια την ώρα της ευχής. Παντού χορεύει ο διάβολος, όλους τους ντύθηκε, όλους τους εξουσιάζει. Ατιμάσθηκε ο Χριστός, περιφρονήθηκε, δεν υπάρχει πουθενά η εκκλησία).
«Οὐκ ἀκούετε Παύλου λέγοντος· Αἰσχρότης, καὶ μωρολογία, καὶ εὐτραπελία ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν; Μετὰ τῆς αἰσχρότητος τὴν εὐτραπελίαν τίθησι· σὺ δὲ γελᾷς»; (=Δεν ακούτε τον Παύλο που λέγει “αισχρότητα και μωρολογία και γελοιότητες ας εξαφανισθούν από σας”; Μαζί με την αισχρότητα αναφέρει τη γελοιότητα και συ γελάς;)
«Μωρολογία τί ἐστι; τὰ μηδὲν ἔχοντα χρήσιμον. Γελᾷς δὲ ὅλως, καὶ διαχεῖς τὸ πρόσωπον ὁ μονάζων; ὁ ἐσταυρωμένος, ὁ πενθῶν, γελᾷς, εἰπέ μοι; Ποῦ τοῦ Χριστοῦ τοῦτο ἤκουσας ποιοῦντος; Οὐδαμοῦ, ἀλλὰ κατηφοῦντος μὲν πολλάκις. Καὶ γὰρ ὅτε τὴν Ἱερουσαλὴμ εἶδεν, ἐδάκρυσε, καὶ ὅτε τὸν προδότην ἐνενόησεν, ἐταράχθη, καὶ ὅτε τὸν Λάζαρον ἔμελλεν ἐγείρειν, ἔκλαυσε· σὺ δὲ γελᾷς;» (= Μωρολογία τι είναι; Εκείνα που δεν έχουν τίποτα χρήσιμο. Γελάς λοιπόν διαρκώς και φαιδρύνεις το πρόσωπό σου συ ο μοναχός; Γελάς, πες μου, συ που έχεις σταυρωθεί, συ που πενθείς; Πού άκουσες το Χριστό να το κάνει αυτό; Πουθενά, αλλά πόσες φορές ήταν σκυθρωπός. Πραγματικά, όταν είδε την Ιερουσαλήμ δάκρυσε, όταν σκέφτηκε τον προδότη ταράχτηκε και όταν επρόκειτο ν’ αναστήσει τον Λάζαρο έκλαψε. Και συ γελάς; […])
«Πένθους ὁ παρὼν καιρὸς καὶ θλίψεως, ὑπωπιασμοῦ καὶ δουλαγωγίας, ἀγώνων καὶ ἱδρώτων· σὺ δὲ γελᾷς;» (= Ο παρών καιρός είναι καιρός πένθους και θλίψεως, βασάνων και δουλαγωγίας, αγώνων και ιδρώτων, και συ γελάς;)
Σε μια στιγμή του λόγου του ο Χρυσόστομος καταλαβαίνει πως ξεπέρασε τα όρια των παραστάσεων που είχαν οι ακροατές του για το γέλιο και κατεβάζει τον τόνο της αυστηρότητας:
«Καὶ τί κακὸν ὁ γέλως, φησίν; Οὐ κακὸν ὁ γέλως, ἀλλὰ κακὸν τὸ παρὰ μέτρον, τὸ ἄκαιρον» (=Και τι κακό, λέγει, είναι το γέλιο; Δεν είναι κακό το γέλιο, αλλά κακό είναι όταν γίνεται πέρα από το μέτρο και άκαιρα).
Επαναφέρει στη σκέψη μας το αρχαίο εκείνο απόφθεγμα «καιρός παντί πράγματι».
«ὁ γέλως ἔγκειται τῇ ψυχῇ τῇ ἡμετέρᾳ, ἵνα ἀνῆταί ποτε ἡ ψυχὴ, οὐχ ἵνα διαχέηται»(= Το γέλιο υπάρχει στην ψυχή μας, για να ανακουφίζεται κάποτε η ψυχή, όχι για να οδηγείται στη διάχυση).
«καὶ ἀεὶ γελῶμεν επεὶ καὶ ἐπιθυμία ἡμῖν ἔγκειται σωμάτων, καὶ οὐ πάντως ἀνάγκη διὰ τὸ ἐγκεῖσθαι καὶ αὐτῇ χρῆσθαι, ἢ κεχρῆσθαι ἀμέτρως· ἀλλὰ καὶ κρατοῦμεν αὐτῆς, καὶ οὐ λέγομεν, Ἐπειδὴ ἔγκειται, χρησώμεθα» (= Αλλωστε δεν παύουμε να γελάμε, γιατί και η επιθυμία υπάρχει μέσα στα σώματά μας και δεν πρέπει οπωσδήποτε επειδή υπάρχει να τη χρησιμοποιούμε ή να τη χρησιμοποιούμε πέρα από το μέτρο).
Βλέπουμε εδώ την ψυχαναλυτική διείσδυση του Αγίου στον άνθρωπο που έχει εκ φύσεως την επιθυμία να εκδηλώσει την χαρά του από ένα ευχάριστο γεγονός. Είναι, θα λέγαμε, το να γελάμε ένα φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου. Όμως ένα δικαίωμα εξαρτάται από εμάς αν θα το ασκήσουμε στην πράξη ή θα το περιορίσουμε και θα το καταστήσομε ανενεργό στη συνείδησή μας.
Απ’ ό, τι φαίνεται στον παρακάτω στίχο, ο Χρυσόστομος είχε μάθει και του είχε γίνει βίωμα και δεν το έκρυβε ότι αγαπούσε την ευλογημένη «αυτομεμψία», με τη συνοδεία δακρύων, για ό, τι έκανε που δεν έπρεπε και για ό, τι δεν έπραξε, ενώ έπρεπε να πράξει. Αυτή η εμμονή του Ιωάννη στο κλάμα και τα δάκρυα είχε αποτυπωθεί και σε παρατσούκλια που του απηύθυναν οι σύγχρονοί του.
Ο άγιος Πατέρας, ακολουθώντας την ασκητική θεωρία της Αντιόχειας έβλεπε μέσα από το κλάμα και τα ψυχογενή δάκρυα την καρδιά που αναπαύεται με το έλεος και την ευσπλαχνία του Θεού. Ήταν η προσφυγή και η επίκληση των δακρύων σταθερή μεταβλητή των λόγων του Χρυσοστόμου. Δεν νοείται καθαρή, σκέτη χαρά χωρίς να έχει προηγηθεί λύπη και πένθος. Αυτό το γεγονός είναι ταυτόσημο με τον νηπτικό νεολογισμό «χαρμολύπη». Μας το λέει ο ίδιος ο άγιος Πατέρας:
«Οἶδα ὅτι πολλοὶ ἡμᾶς διακωμῶνται (=περιγελούν, περιπαίζουν). λέγοντες, Εὐθέως δάκρυα. (= Γνωρίζω ότι πολλοί με κατηγορούν, λέγοντας “αμέσως δάκρυα”)
Αλλά εκείνος επιμένει:
«Πενθήσωμεν τοίνυν, ἀγαπητοὶ, πενθήσωμεν, ἵνα ὄντως γελάσωμεν, ἵνα ὄντως ἡσθῶμεν ἐν τῷ καιρῷ τῆς χαρᾶς τῆς εἰλικρινοῦς· αὕτη μὲν γὰρ ἡ χαρὰ πάντως λύπῃ ἀναμέμικται, καὶ οὐδέποτε καθαρὰν αὐτὴν ἔστιν εὑρεῖν.» (= Ας πενθήσουμε, αγαπητοί, ας πενθήσουμε για να γελάσουμε πραγματικά, για να νιώσουμε πραγματική ευφροσύνη κατά τον καιρό της ειλικρινούς χαράς. Γιατί αυτού του είδους η χαρά έχει μέσα της κατά κάποιο τρόπο λύπη και ουδέποτε μπορούμε να τη βρούμε καθαρή χαρά).
Αυτή ακριβώς η διδασκαλία κατά του γέλιου οδήγησε στη θέσπιση της απαγόρευσής του στο εσωτερικό των μοναστικών κοινοτήτων. Οι περισσότεροι κανονισμοί μονών σε Ανατολή και Δύση προβλέπουν συγκεκριμένα επιτίμια (ποινές) για τους μοναχούς που παρασύρονται σε γέλια.
Αξίζει στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι στο γνωστό αστυνομικό μπεστ σέλερ του Ουμπέρτο Εκο «Το Όνομα του Ρόδου» που διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός μεσαιωνικού μοναστηριού, το κύριο ζήτημα είναι οι φιλοσοφικές και θεολογικές διαφωνίες γύρω από το γέλιο.
Στην εκτενή συζήτηση μεταξύ του Γουλιέλμου της Μπάσκερβιλ και του γηραιού μοναχού Χόρχε του Μπούργκος, το τελικό επιχείρημα του Χόρχε εναντίον του γέλιου είναι και πάλι το γνωστό: «Ξέρετε ότι ο Χριστός δεν γελούσε». Ο Γουλιέλμος τον αμφισβητεί: «Δεν είμαι βέβαιος. Όταν καλεί τους Φαρισαίους να ρίξουν τον πρώτο λίθο, όταν ζητά να μάθει ποιος απεικονίζεται στο νόμισμα που θα δοθεί ως φόρος, όταν παίζει με τις λέξεις και λέει “Συ ει Πέτρος”, πιστεύω ότι έλεγε πράγματα ευφυή που σπέρναν τη σύγχυση στους αμαρτωλούς και εμψύχωναν τους πιστούς του. […] Ως και ο Θεός, λοιπόν, εκφράζεται με αστεϊσμούς για να σπείρει τη σύγχυση σ’ αυτούς που θέλει να τιμωρήσει».
Κλειδί του μυστηρίου στο μυθιστόρημα είναι -τι άλλο- μια φιλοσοφική πραγματεία για το γέλιο που θα εξαφανιστεί, γιατί όπως λέει ο Χόρχε: «Το γέλιο είναι η αδυναμία, η εξαχρείωση, η αηδία της σάρκας μας. […] Το γέλιο αποσπά για μερικές στιγμές τον αγροίκο από τον φόβο. Μα ο νόμος επιβάλλεται με το δέος, του οποίου το αληθινό όνομα είναι “φόβος Θεού”» (UmbertoEco, Το όνομα του Ρόδου [μετφρ.Εφη Καλλιφατίδη] Αθήνα, Γνώση 1993).
Ο Εκο δεν είναι, βέβαια, ο πρώτος λογοτέχνης που ασχολήθηκε με το ζήτημα. Σχολιάζοντας την «Ουσία του γέλιου και του κωμικού στη γλυπτική», ο κορυφαίος Γάλλος ποιητής και συγγραφέας Καρλ Μποντλέρ (Charles Pierre Baudelaire) (1821 -1867) παρατηρεί ότι σύμφωνα με τις Γραφές το «γέλιο είναι ένα καταραμένο στοιχείο που προέρχεται από το διάβολο και είναι ένα από τα πολλά κουκούτσια που περιέχονται στο συμβολικό μήλο της Εδέμ». Ως απόδειξη αυτής της θέσης του ο Μποντλέρ επαναλαμβάνει κι αυτός ότι πουθενά ο Ιησούς δεν γελάει και παραπέμπει σε ανάλογες διαπιστώσεις πολλών ομοτέχνων του (Curiosités ésthétiques, 1855, Garnier, Paris 1969).
Και τώρα τι κάνουμε; Πρέπει -όσοι πιστεύουν στο Χριστό και ανήκουν στη χριστιανική εκκλησία- να τα βάψουν μαύρα και να σταματήσουν να γελούν;
Υπάρχει και η αισιόδοξη πλευρά. Επιμένοντας τόσο πολύ εναντίον του γέλιου, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ειδικά οι θεωρητικοί του ασκητισμού απλώς πιστοποιούν το γεγονός ότι το γέλιο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη ιδιότητα, αρκεί να μην είναι γἐλιο απιστίας ή ανοησίας, αλλά να έχει πρόθεση να εκφράζει το γέλιο του συνετού και του δικαίου ανθρώπου.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, εξισώνοντας το γέλιο με τον Σατανά οι θεολόγοι και οι μοναχοί εκείνης της παραδόσεως εκδηλώνουν την ουτοπική αισιοδοξία τους και την πίστη τους ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη σαρκική του υπόσταση και να ανεβεί στον έβδομο ουρανό της Θέωσης. Καταπνίγοντας το γέλιο μέσα τους είναι σαν να νικούν τον Σατανά, έστω σ’ αυτό το μικρό αλώνι του αγώνα τους. Τον Σατανά που τους κρατάει μακριά από τον Θεό, στην «κατάσταση της «πτώσης».
Πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό; Είναι θέμα απλής άσκησης; Μπορούμε να συγκρατήσουμε την επιθυμία και την ορμή του γέλιου, αρκεί να εξασκηθούμε προς τούτο, ίσως όμως μια τέτοια προσπάθεια κρίνεται άσκοπη. Ίσως όμως είναι μια δοκιμή για να αυτοαξιολογήσουμε τη δύναμη της θέλησής μας!
Μας το διδάσκει ένα απλό παιδικό παιχνίδι που παίζαμε μικρά, όπου, θυμάστε, έχανε όποιος γελούσε πρώτος. Γνωρίζουμε ότι κάποια παιδιά άντεχαν περισσότερο στις γκριμάτσες και τους μορφασμούς του συμπαίκτη τους, μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ χρόνο το γέλιο κάτω από τα χείλη τους, αλλά στο τέλος όλοι γελούσαν.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος