Την ημέρα αυτή η Ορθοδοξία γιορτάζει το θαύμα της εκ νεκρών έγερσης του Λαζάρου, φίλου και πιστού μαθητού του Ιησού. Ο Λάζαρος υπήρξε στενός φίλος του Ιησού Χριστού, αδερφός της Μάρθας και της Μαρίας. Κατοικούσε στη Βηθανία, 3 χλμ. περίπου ανατολικά της Ιερουσαλήμ.
Ενώ ο Ιησούς βρισκόταν μακριά από τη Βηθανία, ο Λάζαρος ασθένησε. Οι αδερφές του ειδοποίησαν τον Ιησού για την κατάστασή του, ο Ιησούς όμως καθυστέρησε εσκεμμένα τη μετάβασή του στη Βηθανία.
Όταν έφθασε στο σπίτι μαζί με τους μαθητές Του, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός για τέσσερις ημέρες (Ιωάννης 11:17). Ο Ιησούς όμως αφού προσευχήθηκε, τον ανάστησε λέγοντας την πασίγνωστη φράση: “Λάζαρε, δεύρο έξω”. (Ο Λάζαρος σηκώθηκε, βγήκε έξω από το μνήμα του με δεμένα τα πόδια και τα χέρια, και το πρόσωπό του περιτυλιγμένο με το σουδάριο (Ιωάννης 11:44). Το θαύμα αυτό του Ιησού έγινε η αιτία ν α πιστέψουν πολλοί από τους Ιουδαίους.
Η ανάσταση του Λαζάρου και η συγκέντρωση του πλήθους θορύβησε τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι αποφάσισαν να θανατώσουν τον Ιησού, αλλά και το Λάζαρο. Δεν κατόρθωσαν όμως να το πράξουν για το Λάζαρο, τον Ιησού όμως αργότερα τον σταύρωσαν. Έξη ημέρες πριν από το Πάσχα, ο Ιησούς κάθισε σε δείπνο το οποίο δόθηκε γι Αυτόν. Μαζί του ήταν και ο Λάζαρος, ενώ πλήθος κόσμου είχαν πάει για να δουν όχι μόνο τον Ιησού, αλλά και τον αναστημένο Λάζαρο (Ιωάννης 12:9).
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λάζαρος ήταν 30 ετών όταν ο Κύριος τον ανάστησε και μετά από το γεγονός της ανάστασης έζησε άλλα 30 χρόνια. Άλλη παράδοση επίσης αναφέρει ότι ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του θέλοντας να αποφύγει το μίσος των αρχιερέων κατέφυγε στο Κίτιο της Κύπρου, όπου χειροτονήθηκε από τον Παύλο και το Βαρνάβα ως πρώτος επίσκοπος Κιτίου.
Ο φόβος και ο τρόμος για όσα γνώρισε στον άλλο κόσμο άφησαν τόσο βαθιά σημάδια στην ψυχή του Λάζαρου που, όπως λέει η παράδοση, μετά την Ανάστασή του, δε γέλασε παρά μόνο μια φορά. Είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει κρυφά. Βρε τον ταλαίπωρο, είπε. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι έ να κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το ‘ένα χώμα κλέβει τ’ άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;” και χαμογέλασε.
Πέθανε στην Κύπρο και τον έθαψαν. Στη σαρκοφάγο όπου τοποθετήθηκαν τα λείψανα του, είναι γραμμένο στην εβραϊκή γλώσσα “Λάζαρος, ο τετραήμερος φίλος του Χριστού”.
Στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας, για να απεικονίσουν τηνΑνάσταση του Λάζαρου, να συμβολίσουν δηλαδή τη Νίκη του Χριστού απέναντι στο θάνατο, αλλά παράλληλα και για να υποδηλώσουν την ανάσταση της φύσης, έφτιαχναν ένα ομοίωμα του Λάζαρου. Την παραμονή της γιορτής ή, σε πολλά μέρη, ανήμερα την “πρώτη Λαμπρή”, τα παιδιά, κρατώντας το “Λάζαρο”, έκαναν τους αγερμούς τους. Γύριζαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”, για να διηγηθούν την ιστορία του αναστημένου φίλου του Χριστού και να πουν παινέματα στους νοικοκυραίους.
Τα “λαζαρικά” από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές. Σε κάποιες περιοχές, στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνο κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” ή “Λαζαρίτσες”, έτσι έβρισκαν την ευκαιρία να γίνουν γνωστές και σαν υποψήφιες νύφες. Στην Αιτωλία, στο έθιμο έπαιρναν μέρος και τα σγόρια.
Στην Κύπρο συναντάμε το έθιμο της αναπαράστασης, στην αρχαιότερη μορφή του. Ο Θεός πεθαίνει στην ακμή της νιότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνις στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, έτσι ώστε ούτε το πρόσωπο του δε φαινόταν. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, ξάπλωνε και υποκρινόταν το νεκρό, όταν όμως έλεγαν το “Λάζαρε δεύρο έξω” σηκωνόταν.
Το ίδιο έθιμο συναντάμε και στην Κω. Το παιδί που αναπαριστούσε το Λάζαρο, τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, ήταν και αυτό στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Αμοιβή της παρέας για την αναπαράσταση τα αυγά για το δάσκαλο. Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι “πρωτόσχολοι”, έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή που στόλιζαν με δεντρολίβανο – ήταν, λέει, η Βηθανία, η πατρίδα του – και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιτες.
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα το πρωί ειδικά κουλούρια, τους “λαζάρηδες”, τα “λαζαρούδια” ή και τα “λαζαράκια”. “Λάζαρο δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις” έλεγαν, μια και ο αναστημένος φίλος του Χριστού πίστευαν πως είχε παραγγείλει: “Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει”… “Στα “λαζαράκια” έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσους “λαζάρηδες” έπλαθαν και στη θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρίφαλα.
Στη ΡΟΔΟ (ΙΑΛΥΣΟΣ), σύμφωνα με το laografika.gr, το Σάββατο του Λαζάρου, τα παιδιά γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα και τραγουδούν τον «Λάζαρο», συγκεντρώνοντας χρήματα και αυγά για τους ιερείς. Παλαιότερα, αυτή την ημέρα, κανένας γεωργός δεν πήγαινε στο χωράφι του να εργαστεί, γιατί όπως πίστευαν, ό,τι έπιαναν θα μαραινόταν. Επιτρεπόταν μόνο η συγκέντρωση ξερών κλαδιών για το άναμμα των φούρνων τη Μεγάλη Εβδομάδα για το ψήσιμο των κουλουριών. Την ημέρα αυτή επίσης, σε όλα τα σπίτια οι νοικοκυρές φτιάχνουν στριφτά κουλουράκια, «τα Λαζαράκια», συμβολίζοντας με τον τρόπο αυτό το σώμα του Λαζάρου που ήταν τυλιγμένο στο σάβανο.
ΠΗΓΗ: laografika.gr