Κοντεύει να γίνει βεβαιότητα σε ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης πως η σημερινή κυβέρνηση προέκυψε από την πλειονοψηφία του εκλογικού σώματος με τη χρήση ψευδών υποσχέσεων και εκμετάλλευσης του ενδιάθετου πόθου του Έλληνα για μια δικαιότερη κοινωνία.
Αυτή η αντίληψη τείνει να γίνει σύνθημα της αντιπολιτευόμενης πλευράς με την επανάληψη σε συχνά χρονικά διαστήματα των ηχογραφημένων δηλώσεων της τότε αντιπολίτευσης, σημερινής δε κυβέρνησης, ότι, για παράδειγμα, ο ΕΝΦΙΑ είναι παράνομος και πρέπει να καταργηθεί, τα μνημόνια που υπογράφτηκαν θα πρέπει να σχιστούν και να πεταχθούν στον κάδο των αχρήστων, τα διόδια είναι παράνομα και πρέπει να ανοίξουν στην ελεύθερη κυκλοφορία οι εθνικοί δρόμοι, κανένας πλειστηριασμός πρώτης κατοικίας, δέκατος τρίτος μισθός και άλλες πολλές θέσεις που τελικά ακυρώθηκαν στην κυβερνητική πράξη προκαλώντας τη δυσφορία στους πολίτες.
Στις σκέψεις που ακολουθούν, ψύχραιμα, μακριά από πολιτικές υπεκφυγές και ιδεοληψίες επιδιώξαμε να προσεγγίσουμε το ψυχολογικό και θεολογικό πρόβλημα του ψεύδους για να μπορέσουμε έτσι να φτάσουμε στον προβληματισμό αν τα ψέματα που ακούσαμε από το στόμα του Πρωθυπουργού έχουν τόσο μεγάλη κοινωνική και ήθική απαξίωση ή απλώς βρίσκονται στην περιοχή του συμβατικού τρόπου αλληλοπεριχώρησης μέσων και σκοπών και διαχρονικού ανταγωνισμού του σωστού με το λάθος, της αλήθειας και του ψεύδους.
Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα (Γ’ 380Β) διαβάζουμε ότι το ψέμα στους ανθρώπους είναι χρήσιμο σαν φάρμακο. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται η φιλοσοφία του Γάλλου διπλωμάτη Ταλλεϋράνδου (Charles-Maurice de Talleyrand-Périgord, 1754-1838) που υποστήριζε ότι το ψέμα είναι πολύ καλό, αρκεί να μην το καταχρώμαστε!
Μπορεί βέβαια οι πιο πάνω γνώμες να φαίνονται ηθικά και πολιτικά παράξενες και αντινομικές προς την ηθικολογία μας και τον χριστιανικό μας πολιτισμό που ανεπιφύλακτα θεμελιώνεται στην αλήθεια και ταυτοποιείται μάλιστα με τον ίδιο το Θεό, ο οποίος «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη» (Ιερεμίας), δηλαδή ο Ιησούς Χριστός: «ἑγώ ειμί η αλήθεια και το φως» ενώ πηγή και ενσάρκωση του ψεύδους είναι ο διάβολος!
Άραγε, ο κύριος Αλέξης Τσίπρας «δικαιούται» να λέει «ψέματα» στον ελληνικό λαό με άλλοθι τον Πλάτωνα και τον Ταλλευράνδο, έστω κι αν πέρασε το όριο της επιτρεπόμενης προπαγάνδας;
Πριν όμως συζητήσουμε το πρόβλημα του ψεύδους από άποψη κυρίως ηθική και χριστιανική κρίνεται χρήσιμο να σταθούμε σε δύο σημεία: το πρώτο σημείο είναι η ορθογραφία της λέξης: ψέμα ή ψέμμα, δηλ. με ένα «μ» ή με δύο «μμ»; Πολύ συχνά βλέπουμε τη λέξη αυτή σε αφίσες και σε τοίχους να γράφεται εσφαλμένα. Συχνά τα λάθη όταν επαναλαμβάνονται καθιερώνονται. Η λέξη προέρχεται από την αρχαιοελληνική «ψεύσμα» <ψεύδομαι, με σίγηση του ‘σ’ και απλοποίηση του ‘ψεύμα’ σε ‘ψέμα’ (όπως ρεύμα<ρέμα). Επομένως, η σωστή γραφή είναι Ψέμα. Το δεύτερο σημείο είναι τι σημαίνει Ψέμα, ποιος είναι ο επικρατέστερος ορισμός του ψεύδους;
Αν μιλούσαμε με εικόνες, θα λέγαμε αναλογικά ότι το ψέμα είναι το πυκνό σκοτάδι συγκριτικά με το άπλετο φως. Όπως το σκοτάδι δεν σκιάζει απλά, αλλά καλύπτει τελείως τα φυσικά πράγματα ή τα παραμορφώνει μέσα στο θάμπωμα, ανάλογα με την πυκνότητά του, έτσι και το ψέμα καλύπτει μια πραγματικότητα, ένα γεγονός και συσκοτίζει ή διαστρέφει τελείως, μέχρι αντιστροφής και αλλοίωσης, μια αλήθεια, θρησκευτική ή ηθική ή κοινωνική, όπως συνέβη στην εποχή του Παύλου μεταξύ των παθιασμένων ειδωλολατρών, που αντάλλαξαν την αλήθεια του Θεού με το ψέμα των ειδώλων (Ρωμαίους, 1:25).
Συνακόλουθα, στο ψέμα υπάρχει μια σκόπιμη διαστροφή της αλήθειας, είναι το αντίθετο, ο αντίποδας της αλήθειας. Το ψέμα εξεταζόμενο από άποψη γνωσιολογική αποδοκιμάζεται, είναι απαξία. Το γνωσιολογικό ψεύδος είναι συνήθως ακούσιο, με εξαίρεση τα σοφίσματα, ισοδυναμεί με την πλάνη ή το λάθος, με το ξεστράτισμα του νου από το ορθό και την αλήθεια. Και η πλάνη και το ψέμα καταδικάζουν την αλήθεια, με την εξής όμως διαφορά: στην πλάνη υπάρχει η άγνοια της αλήθειας. Ένα λάθος παριστάνεται ως αλήθεια. Η συνείδηση λαθεμένα αντίκρισε ένα πρόβλημα, βγήκε έξω από τα όρια του πραγματικού, του αντικειμενικού, χωρίς βέβαια θεληματική σκοπιμότητα. Γι’ αυτό μιλάμε για συγγνωστή πλάνη των δικαστών, είναι πανανθρώπινη παραδοχή ότι το σφάλλειν είναι ανθρώπινο (errare humanum est).
Στο ψέμα αντίθετα υπάρχει η γνώση της αλήθειας και η εσκεμμένη απόκρυψή της. Ψέμα είναι μια πρόταση που λέγεται από κάποιον με σκοπό να πείσει το κοινό του ότι είναι αληθής, ενώ ο ίδιος συνειδητά γνωρίζει (ή πιστεύει) ότι η πρόταση είναι αναληθής.
Στην καθημερινή ζωή η έννοια του ψέματος συνδέεται με την πρόθεση της εξαπάτησης. Ωστόσο αυτή είναι μόνο μια κατηγορία ψεμάτων. Δηλαδή, ένας άνθρωπος λέει ένα ψέμα όταν προσπαθεί να πείσει κάποιον ότι αυτό που λέει είναι αλήθεια, ενώ ο ίδιος έχει αμφιβολίες ως προς την αλήθεια της πρότασης ή γνωρίζει όντως ότι είναι αναληθής. Με κάποιο ψέμα επιδιώκουμε να εξαπατήσουμε τον άλλο που δεν είναι σε θέση να ελέγξει την αλήθεια των λόγων μας ή την ηθικότητα των προθέσεών μας. Για να στοιχειοθετηθεί λοιπόν ένα ψέμα με την ηθική του απαξία, πρέπει οπωσδήποτε να συνδεθεί με την πρόθεση για εξαπάτηση.
Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Ταλλεϋράνδος, παρόλο που δεν υποδεικνύουν το ψέμα ως γενική αρχή της πολιτικής συμπεριφοράς, ωστόσο αφήνουν ένα περιθώριο για έναν διακριτικό διακανονισμό και μια συνεπή διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων. Με βάση αυτή τη θέση είναι ερευνητέο αν μπορεί να ενταχθεί το ψέμα στην περιοχή της επιχειρηματολογίας και του διαλόγου, δηλαδή μιας διαδικασίας να μετακινήσουμε τον συνομιλητή μας από τη θέση του και να τον κάνουμε να αλλάξει μια άποψη που έχει γύρω από ένα ζήτημα ή πάλι να υπερασπίσουμε μια δική μας άποψη.
Πρέπει όμως να πούμε πως ορισμένοι ηθικολόγοι, όπως ο φιλόσοφος Καντ, καταδικάζουν τελεσίδικα και ανεπιφύλακτα το ψέμα, γιατί το θεωρούν προδοσία του χρέους που έχουμε να μεταδίδουμε στους συνανθρώπους μας ανόθευτα τη σκέψη και τους προβληματισμούς, τις απαντήσεις που μας ζητούν όταν ερωτωμαστε. Το ψέμα για τον Καντ και τον Ιερό Αυγουστίνο είναι μισητό, γιατί θυσιάζει στο βωμό μιας σκοπιμότητας κάθε σωστή σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους.
Ο Καντ δεν αναγνωρίζει εξαιρέσεις στη χρήση του ψεύδους. Είναι κάθετος και αδιαπραγμάτευτος. Ο λεγόμενος bonus dolus, ο δόλος δηλαδή που εμπεριέχει αγαθούς σκοπούς, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται στη ζωή μας.
Σε μια επικοινωνιακή σχέση το ουσιώδες είναι να ικανοποιούμε την αδιαλλαξία των ηθικών αρχών. Στην περιοχή της καντιανής ηθικολογίας φυσικά κατατάσσεται και η περίπτωση των λεγόμενων ‘λευκών’ ψεμάτων. Πρόκειται για μια υποκατηγορία ψευδολογίας που φαινομενικά δεν έχουν κανέναν αρνητικό αντίκτυπο. Είναι μικρά ψέματα που κάποιος μπορεί να πει στην πλειονότητα προκειμένου να αποφύγει μια άβολη ή άχαρη ή δυσάρεστη κατάσταση.
Παράδειγμα: Όταν ένα παιδί δεν έχει φάει για μεσημέρι και η μητέρα του το ρωτάει αν έχει φάει και απαντάει “Ναι, έχω φάει” με σκοπό να βγει να παίξει! Τα λευκά ψέματα στην πραγματικότητα απέχουν πολύ λίγο από τα ψέματα. Η γνώση ότι κάποιος λέει τέτοιου είδους ψέματα τελικά δημιουργεί την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης από το κοινωνικό σύνολο.
Στο μικρό δοκίμιο On Bullshit o Χάρυ Φράνκφουρτ διαφοροποιεί την έννοια του ψέματος από αυτή του bullshitting, ελληνιστί «βλακείες». Σύμφωνα με τον Χάρυ Φράνκφουρτ λοιπόν, όποιος λέει ψέματα έχει στο μυαλό του πάντα την έννοια της αλήθειας. Αντιθέτως, ο bullshitter δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την αλήθεια και μπορεί να πει κάποια πρόταση μόνο και μόνο για να δώσει μια εντύπωση της πραγματικότητας – μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής βέβαια.
Παράδειγμα: Όταν κάποιος, έπειτα από πίεση σε ένα θέμα που δεν τον ενδιαφέρει καθόλου και δεν πρόκειται να ασχοληθεί, λέει μια άποψη για ένα θέμα μόνο για να ευχαριστήσει τον συνομιλητή του ώστε να σταματήσει να τον πιέζει. Άραγε είναι καταδικαστέο ψέμα η εσκεμμένη παραπλανητική απάντηση που δίνει ένας πολιτικός σε έναν δημοσιογράφο ή εσκεμμένα αποφεύγει την απάντηση με σκοπό ο δημοσιογράφος να νομίζει ό, τι θέλει;
Ασφαλώς, η ενέργεια αυτή του πολιτικού μπορεί να χαρακτηριστεί ψέμα και είναι οντολογικά ψέμα. Ωστόσο, αναρωτιέμαι: μπορούμε να δεχτούμε και να υιοθετήσουμε μια τέτοια αυστηρή αρχή που προστατεύει βέβαια από τη μια μεριά την εσωτερική καθαρότητα και τον έρωτα για την αλήθεια, αλλά θυσιάζει από την άλλη μεριά ανελέητα άλλες αξίες, όπως το δημόσιο ή εθνικό συμφέρον, ή, για να περιορίσουμε την περιπτωσιολογία, την ψυχολογία του ασθενούς που πάσχει από ανίατο νόσημα το οποίο ο γιατρός του τού το έχει αποκρύψει; Γινόμαστε, νομίζω, περισσότερο συγκαταβατικοί, αν ερευνήσουμε το πρόβλημα του ψεύδους από άποψη ψυχολογική.
Είναι φανερό πως κανένας δεν λέει ψέματα χωρίς λόγο, ακόμα και ο μυθομανής που λέει ψέματα προκειμένου να δώσει στον συνομιλητή του μια κολακευτική εικόνα της προσωπικότητάς του και να αρέσει. Ο ψεύτης επομένως θυσιάζει την αλήθεια για κάτι που το εκτιμά ως αγαθό. Αγαθό γι’ αυτόν μπορεί να είναι ακόμα και η ικανοποίηση που νιώθει, γιατί με ένα ψέμα, που εκτοξεύει σε βάρος κάποιου άλλου πλήττει καίρια την ηθική του υπόσταση, υπονομεύει θεσμούς και υπέρτατες αξίες της ζωής και του πολιτισμού.
Σε αυτή την κατηγορία υπάγεται το ψέμα που εκτοξεύτηκε από ένα ακροδεξιό έντυπο σε βάρος του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχη μας Βαρθολομαίου ότι δήθεν είναι Μασόνος, εν γνώσει μάλιστα της επίσημης θέσης τόσο του ιδίου όσο και της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ότι ουδεμία σχέση και συνάφεια έίχε και έχει ο κ. Βαρθολομαίος με το μόρφωμα της Μασονίας. Τέτοιου είδους ψέματα μοιάζουν με το αβγό του φιδιού που γεννάει συμφορά και καρατομεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αντιλαμβάνεσθε λοιπόν εύκολα πως το ψέμα αυτού του βλαπτικού διαμετρήματος είναι ταυτόσημη έννοια με την συκοφαντία και τον διασυρμό ιδιαίτερα δημοσίων προσώπων. Φαντάζομαι ποια χαρά θα δοκιμάζει ο ψευδολόγος, όταν δει τον συκοφαντημένο να γίνεται έρμαιο μιας συμφοράς που ο ίδιος του προκάλεσε με τα ανερμάτιστα και άδικα και συκοφαντικά λόγια του, με τον προφορικό ή γραπτό ή ηλεκτρονικό λόγο ή με μια ψεύδορκη κατάθεσή του βρίσκεται στη φυλακή.
Αυτού του είδους τα ψέματα είναι συνώνυμα του διαβόλου ο οποίος, σύμφωνα με τις Γραφές και τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι ο πατέρας και ο εμπνευστής τους. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι δεν πρέπει να συγχέουμε τέτοιου είδους ψέματα με την περίπτωση ενός «φιλάνθρωπου» ψέματος, που χρησιμοποίησε, όπως διαβάζουμε στο βίο του, ο Άγιος Διονύσιος, προκειμένου να προστατεύσει από τους διώκτες του τον μετανοήσαντα δολοφόνο του αδελφού του. Και δεν είναι η μοναδική αυτή περίπτωση.
Το εξαιρετικό και πάνω από κάθε φυλετισμό ήθος του Έλληνα έλαμψε στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής απέναντι στους ναζί διώκτες των Εβραίων. Άλλο όμως είναι αυτού του είδους το ψέμα που έχει το χρώμα της φιλανθρωπίας, και άλλο είναι το ψέμα που εξαπέλυσε ένας Θεολόγος προ ετών και δημοσιεύτηκε στον Θρησκευτικό Τύπο εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, ο οποίος την εποχή εκείνη προΐστατο από Ορθοδόξου πλευράς της Ορθοδόξου Αντιπροσωπείας στον Διάλογο Ρωμαιοκαθολικής και Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ποιο ήταν το ψέμα; Ότι ο Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός, ο οποίος σημειωτέον είναι Πανεπιστημιακός Καθηγητής της Δογματικής Θεολογίας, ανάμεσα στις πολλές δήθεν «αιρέσεις» του δίδαξε και ότι «Η Αγία Γραφή είναι ένα μεγάλο παραμύθι!».
Για το ψέμα αυτό ο Θεολόγος ελέγχθηκε από συνάδελφό του Θεολόγο-δημοσιογράφο, τον οποίο εμήνυσε στα ποινικά δικαστήρια ότι τάχατες τον συκοφάντησε πανελληνίως! Η τελεσίδικη όμως απόφαση του Δικαστηρίου ήταν η παμψηφεί αθώωση του δημοσιογράφου και η σπίλωση του εν λόγω Θεολόγου με τον χαρακτηρισμό του Ψευδολόγου. Τέτοιοι ψευδολόγοι υπάρχουν σε όλους τους χώρους της κοινωνίας μας: ψευδομάρτυρες στα δικαστήρια, ψευδοπραγματογνώμονες, ψευδοσυγγραφείς και ψευτοεπιστήμονες δήθεν ιστορικοί, απατεώνες κληρικοί και καλόγηροι, ψευτοδημοσιογράφοι, ψευτοπολιτικοί και επικίνδυνοι δημαγωγοί κ.ά.
Μπορούμε επαγωγικά σκεπτόμενοι να συμπεράνουμε ότι στις περιπτώσεις που προηγουμένως αναφέραμε, το ψέμα είναι ηθικά και κοινωνικά άδικη και ανεπίτρεπτη ενέργεια που προσβάλλει βάναυσα την αλήθεια, απειλεί την ανθεκτικότητα του κοινωνικού ιστού και εξευτελίζει την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Όσον αφορά στις ψευδολογίες του κ. Τσίπρα, πιστεύω ότι θα έχετε δυσκολευτεί να συμπεράνετε αν τελικά πολιτικά τουλάχιστον έπραξε καλά ή όχι. Ένα είναι όμως βέβαιο ότι μας αρέσει να ακούμε ψέματα ή παραμύθια. Το αφτί μας ενοχλείται όταν ακούει αλήθειες. Πάνω εκεί άλλωστε στηρίζεται η επιστήμη της προπαγάνδας.
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Καθηγητής Δρ Φιλολογίας και Θεολόγος