Στο βιβλίο του π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου «Βίοι Αγίων, η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια», περιγράφεται η σωτηρία μιας μαγεμένης κοπέλας:
«Μια κοπέλα, ευγενής και ωραία, που καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη. Έπειτα μετάνιωσε η νέα και δεν τον ήθελε τον μνηστήρα. Αλλά για να μην την ενοχλεί εκείνος, έφυγε και πήγε στο μοναστήρι, όπου ήταν ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη, και εκεί εμόνασεν. Ο μνηστήρας της δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να τη βγάλη από το μοναστήρι. Ήταν μεθυσμένος από τον έρωτα. Γι’ αυτό βρήκε έναν μεγάλο μάγο και του έταξε πολλά χρήματα αν θα μπορούσε να καταφέρει τη νέα με τα μάγια του να εγκαταλείψει το μοναστήρι και να γίνει γυναίκα του.
Ο μάγος εκεί, στην Καππαδοκία, έκανε τα μάγια του και η γυναίκα βγήκε από τις φρένες της. Γύριζε όλο το μοναστήρι και φώναζε τον μνηστήρα με το όνομά του. Ορκιζόταν, δε, ότι εάν δεν της ανοίξουν την πόρτα να πάη να τον βρη, θα πνιγόταν. Η Οσία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η ηγουμένη, την έβλεπε σε αυτήν την κατάσταση, έκλαιγε και έλεγε:
– Αλλοίμονο σε μένα την αθλία, διότι διά την αμέλειαν των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δεν θα σε αφήσει να καταπιής την αμνάδα μου.
Τότε συγκέντρωσε όλη την αδελφότητα και τις δίδαξε να φυλάγωνται από τις πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν να νηστέψουν όλες όλη την εβδομάδα και να προσεύχωνται. Να κάμνουν, δε, διά την πάσχουσαν αδελφήν κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Έτσι προσευχόταν η κάθε μία στο κελλί της.
Την τρίτη νύχτα, βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί που προσευχόταν, τα μεσάνυχτα, μπροστά της τον Μέγαν Βασίλειον, που της είπε:
– Γιατί μας ονειδίζεις, Ειρήνη, ότι αφήνομε και γίνονται στην πατρίδα μας τα φοβερά και ανόσια μάγια; Όταν ξημερώση, πάρε την άρρωστη μαθήτριά σου και να την πας εις τας Βλαχέρνας. Εκεί θα έλθη να την θεραπεύση η Μήτηρ του Δεσπότου Χριστού, που έχει τη δύναμη.
Ο Άγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε την πάσχουσα και δύο αδελφές, τις εναρετώτερες, και πήγε στον Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη την ημέρα με δάκρυα. Το μεσονύκτιον όμως από τον κόπον αποκοιμήθηκαν. Τότε βλέπει στον ύπνο της η Αγία πολύ λαό, που ετοίμαζαν τους δρόμους. Ήταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι και ραντίζανε με ευωδέστατα άνθη και εθυμίαζαν. Η Αγία τούς ρώτησε γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν:
– Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου και συ να αξιωθής να την προσκυνήσης.
Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Την ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραπηφόρων, το δε θείο και σεβάσμιο πρόσωπό της έχυνε τόση λάμψη, που δεν μπορούσε να το βλέπη άνθρωπος. Όταν είδε όλους τους εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε και στην άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η ηγουμένη πέφτει στα πόδια της Παναγίας φοβισμένη και έντρομη. Άκουσε όμως ότι η Θεοτόκος φώναξε τον Μέγαν Βασίλειον και τον ερώτησεν για την Ειρήνη τι χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσεν όλη την υπόθεση της νέας.
– Καλέστε την Αναστασία, είπεν η Παναγία.
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος τής είπε:
– Πηγαίνετε στην Καισάρεια με τον Βασίλειο, εξετάστε με επιμέλεια και να θεραπεύσετε αυτήν την κόρη, διότι σε σένα ο Υιός και Θεός μου χάρισε αυτήν την χάριν.
Κατόπιν, προσκύνησαν την Παναγία η Αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος και ανεχώρησαν εσπευσμένως να εκτελέσουν την εντολή. Άκουσε, δε, και η οσία ηγουμένη μια φωνή, που της έλεγε:
– Πήγαινε στο μοναστήρι σου, εκεί θα θεραπευθή.
Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε και στις άλλες μοναχές το όραμα και ανεχώρησαν χαρούμενες. Ήταν Παρασκευή και την ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στον ναό. Η οσία τούς διηγήθηκε την οπτασία και τις διέταξε να σηκώσουν μάτια και χέρια στον ουρανό και να λέγουν από την καρδιά τους το “Κύριε, ελέησον”.
Έπειτα από πολλή ώρα προσευχής με δάκρυα, φάνηκαν στον αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:
– Άπλωσε, Ειρήνη, τα χέρια σου. Δέξου αυτά και μη μας ονειδίζεις άδικα.
Αυτό της το είπε διότι η οσία Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στην εικόνα του και του έλεγε να διώξη τους μάγους από την Καισάρεια. Άπλωσε τότε τα χέρια της και πήρε ένα δέμα, που ερχόταν από τον αέρα και το οποίον εζύγιζε τρεις λίτρες.
Όταν όμως το έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά· σπάγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα και γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Το ένα ήτο του ανδρός το ομοίωμα και το άλλο της μοναχής. Οι μοναχές εθαύμασαν και όλη την νύχτα ευχαριστούσαν την Θεοτόκον.
Το πρωί έστειλε η ηγουμένη στις Βλαχέρνες δύο μοναχές και την πάσχουσαν. Έδωσε συγχρόνως εις αυτές και τα προαναφερθέντα μαγικά, καθώς και λάδι με πρόσφορον, για να λειτουργήση ο Προσμονάριος. Αυτός μετά την Θείαν Λειτουργίαν έχρισε την άρρωστη από το λάδι της κανδήλας. Έπειτα έβαλε τα μαγικά επάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Την ώρα δε που καίγονταν εκείνα, λύνονταν και τα αόρατα δεσμά της μοναχής. Ήλθε τότε στο μυαλό της και δόξαζε τον Θεόν, που την απάλλαξε».