Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος βάδιζε σταθερὰ πάνω στὸ δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο, πέρα ἀπὸ τὸ ὅραμα μὲ τὶς παγίδες, ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε ἀκόμη μία θαυμαστὴ ἔνδειξη. Μετὰ ἀπὸ πολλὴ ἄσκηση καὶ πολλὴ καρτερία στοὺς πειρασμοὺς ἄρχισε νὰ σκέπτεται σὲ τί πνευματικὰ μέτρα ἄραγε νὰ ἔφθασε.
Καὶ ἂν ὑπῆρχε κάποιος ἀνώτερος γιὰ νὰ τὸν διδάξει κάτι περὶ ταπεινώσεως ποὺ ἐκεῖνος δὲν τὸ ἐγνώριζε. Καὶ ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦρθε τάχιστα. Τοῦ ἀπεκάλυψε ὁ Θεὸς ὅτι πράγματι ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος ἁπλὸς καὶ μάλιστα λαικός… ἕνας τσαγκάρης στὴν Ἀλεξάνδρεια, στοῦ ὁποίου τὰ μέτρα τῆς ταπεινώσεώς του ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε φτάσει. Τὸ ἑπόμενο κιόλας πρωϊ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε νὰ τὸν βρεῖ.
Ἤθελε νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸν περίφημο μπαλωματὴ καὶ νὰ δεῖ τὶς ἀρετές του. Μὲ δυσκολία κατάφερε νὰ βρεῖ τὸ μαγαζάκι του καὶ μπαίνοντας κάθισε δίπλα στὸν πάγκο καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ρωτᾶ γιὰ τὴν ζωή του. Ὁ ἁπλὸς ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἤξερε καν ποιὸς ἦταν ὁ γέροντας μπροστά του, ἀπαντοῦσε ἁπλά, τοῦ ἀνέφερε ὅτι ὅσα χρήματα βγάζει τὰ χωρίζει στὰ τρία, τὸ ἕνα μέρος τὸ δίνει στοὺς φτωχούς, τὸ ἄλλο στὴν ἐκκλησία, καὶ τὸ τρίτο το κρατάει γιὰ τὴν συντήρησή του. Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὅμως δὲν….
ἱκανοποιήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση αὐτὴ καὶ ἐπέμενε νὰ τοῦ πεῖ τί ἄλλο ἔκανε. Μάλιστα τὸν πίεσε λέγοντάς του ὅτι «ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε νὰ σὲ ρωτήσω».
Τότε ὁ τσαγκάρης τοῦ εἶπε: «δὲν ξέρω ἀββᾶ μου νὰ ἔχω κάνει κάτι καλὸ στὴ ζωή μου. κάθε πρωϊ ποὺ σηκώνομαι κάνω τὴν προσευχή μου καὶ πιάνω δουλειά. Λέω ὅμως πρῶτα στὸ λογισμό μου, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σὲ αὐτὴ τὴ πόλη θὰ σωθοῦν, καὶ μόνο ἐγὼ θὰ καταδικασθῶ γιὰ τὶς πολλές μου ἁμαρτίες. Καὶ ὅταν τὸ βράδυ πάω νὰ πλαγιάσω πάλι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συλλογίζομαι. Τότε ὁ ὅσιος σηκώθηκε μὲ θαυμασμό, τὸν ἀγκάλιασε, τὸν ἀσπάστηκε, καὶ μὲ πολλὴ συγκίνηση τοῦ εἶπε: «Σὺ ἀδελφέ μου, σὰν καλὸς ἔμπορος, κέρδισες τὸν πολύτιμο μαργαρίτη ἄκοπα. Ἐγὼ γέρασα στὴν ἔρημο, ἵδρωσα, κοπίασα, ξυλοκοπήθηκα ἀπὸ δαίμονες, ἀλλὰ τὴν ταπείνωσή σου, δὲν τὴν ἔφθασα. Ἐκείνη τὴ μέρα ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος πῆρε τὸ μάθημα τῆς ζωῆς του! Ὁ λογισμὸς τοῦ ἁπλοῦ τσαγκάρη τῆς Ἀλεξάνδρειας ἔγινε στὸ ἑξῆς, καὶ δικός του λογισμὸς ἕως θανάτου. Καὶ αὐτὸς ὁ λογισμὸς τὸν ὕψωσε καὶ τοῦ χάρισε τὴν δόξα τοῦ «Μεγάλου». Ἡ ταπείνωση εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ἀνοίγει ὅλες τὶς πύλες μὰ προπαντὸς τὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ.