Η φράση ο Άγιος περιμένει έως και 40 χρόνια το τάμα του, προκύπτει σίγουρα μέσα από την παράδοσή μας, και βεβαίως τα κίνητρα είναι καθόλα ευλαβικά.
Ένα απλό παράδειγμα, φερμένο από μια άλλη εποχή θα δικαιολογούσε σίγουρα πιο εύκολα στο νού μας αυτή την «αναμονή» που επιδεικνύει ο Άγιος.
Αν, λοιπόν, το 1870, κάποιος έκανε τάμα να πάει να προσκυνήσει στη χάρη ενός Αγίου, σε πολύ μακρινό προσκύνημα, ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο, τόσο οικονομικά όσο πρακτικά, να το εκπληρώσει. Οπότε, για να υπάρχει άφθονος χρόνος για τη δυνατότητα εκπλήρωσης ενός τέτοιου τάματος και για να μην απελπίζεται ο κόσμος, που στην ανάγκη του απάνω έταζε δύσκολα πράγματα, υπήρξε αυτή η προφορική ανθρώπινη παράδοση, η οποία φυσικά δεν έβλαπτε πουθενά.
Βέβαια, η προφορική αυτή παράδοση με το πέρας των χρόνων επεκτάθηκε και παρέμεινε έτσι και για απλά τάματα.
Για να μη χάνει, ωστόσο, ένα τάμα το ουσιαστικό του νόημα, οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι όταν προσφέρουμε υλικά, τα προσφέρουμε έχοντας καθαρή καρδιά και πνευματικότητα. Όταν προσφέρουμε «κόπο», τον προσφέρουμε με επίγνωση της αμαρτωλότητας μας.
Σε καθε περίπτωση η προσφορά γίνεται με πνεύμα ταπείνωσης, ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης προς τον Θεό και για τα καλά και για τα «ανάποδα».
Ο Άγιος «δεν παρεξηγεί», ούτε «θυμώνει». Αλλά, περιμένει και μεσιτεύει για μας σε κάθε περίπτωση. Έτσι μια ωραία ερμμηνεία των 40 χρόνων, μπορεί να είναι αυτή: Ότι ο Άγιος, στον οποίο τάξαμε κάτι, περιμένει μέχρι και σαράντα χρόνια, δηλαδή μια ζωή ουσιαστικά, την επιστροφή μας και την μετάνοια μας, περιμένει την ουσιαστική μας προσπάθεια και αγωνιστική μας διάθεση, να πολεμήσουμε πάθη, αδυναμίες, να ενισχυθούμε στην πίστη μας, αναγνωρίζοντας πρωτίστως ότι τα πάντα, γίνονται, «Χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων».