*Μέ τήν ἀνακίνηση τοῦ θέματος τῆς ἀναθεώρησης τοῦ Συντάγματος, καί τήν ὁλοκλήρωση τῆς πρώτης φάσης της ἐπανῆλθε στό προσκήνιο καί τό θέμα τῆς ἀναθεώρησης τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος, ἀρκετά πολύπλοκο, εὐαίσθητο καί πολυδιάστατο.
Ἡ παροῦσα παράθεση σκέψεων εἶναι περισσότερο περιγραφική καί λιγότερο κατάθεση προτάσεων ἀφοῦ ἤδη ἡ Δ.Ι.Σ. μέ τήν ἀπό 8ης Φεβρουαρίου 2019 ἀπόφασή Της κατέθεσε τίς ἐπίσημες θέσεις γιά τήν προταθεῖσα ἀναθεώρηση, ὅπως παλαιότερα καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Σκοπός μου εἶναι νά κατατεθεῖ ἕνας σχετικός προβληματισμός, ὡς συμβολή κυρίως στόν διάλογο, ὁ ὁποῖος θεωρῶ ὅτι θά συνεχιστεῖ γιά πολύ καιρό ἀκόμη.
Τό ἰσχῦον συνταγματικό πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, ὕστερα καί ἀπό τήν τελευταία ἀναθεώρηση (2008), δέν ἔχει ἀλλάξει καί ἰσχύει ὡς ἔχει ἀποτυπωθεῖ, ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη, στό πρῶτο μεταπολιτευτικό Σύνταγμα τοῦ 1975.
Ἡ βάση τοῦ πλαισίου αὐτοῦ εἶναι κυρίως τό ἄρθρο 3 τό ὁποῖο ἀπό τήν σύγχρονη συνταγματική σκέψη, ὅπως καί τό ὅλο συνταγματικό status, πρέπει νά προσεγγιστεῖ μέ βάση τέσσερεις ἑρμηνευτικές παραμέτρους οἱ ὁποῖες ὑπαγορεύονται πλέον ἀπό τήν ἴδια τήν εὐρωπαϊκή μας θέση καί τόν εὐρωπαϊκό μας προσανατολισμό :
α) Τήν Εὐρωπαϊκή Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, ὅπου τό πλαίσιο τῶν σχέσεων τοῦ Κράτους μέ τίς Θρησκευτικές Κοινότητες καί τίς Ἐκκλησίες καθορίζεται ἀπό τό ἐσωτερικό δίκαιο κάθε Κράτους-Μέλους, ὑπό τόν δεσμευτικό ὅρο τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς ἀναγνώρισης κάθε Θρησκείας, Κοινότητας ἤ Ὁμάδας.
β) Τό νέο κοινωνικό μοντέλο, ὅπως αὐτό ὑποδεικνύεται καί καταγράφεται στήν Εὐρωπαϊκή Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνας,
γ) Τά θεμελιώδη θέματα αὐτοπροσδιορισμοῦ καί αὐτοσυνειδησίας τῆς κοινωνίας κάθε Κράτους-Μέλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης,
καί δ) Τόν σεβασμό στή θρησκευτική ἐλευθερία καί στά ἀνθρώπινα δικαιώματα.α) Ἤδη μέ τήν Συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ (ἄρ. 11) δηλώνεται, ὅτι «Ἡ Ε.Ε. σέβεται καί δέν προδικάζει τό σύμφωνο πρός τό ἐθνικό καθεστώς τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά κράτη μέλη, ἐνῶ σέβεται καί τό καθεστώς τῶν μή ὁμολογιακῶν καί φιλοσοφικῶν ἑνώσεων».
Ἡ παροῦσα εὐρωπαϊκή δήλωση δέν ἐπιβάλλει κάποια συγκε¬κριμένη μορφή ἤ μοντέλο σχέσεων ἀλλά ἀφήνει ἐλεύθερὂ τό κάθε Κράτος-Μέλος νά καθορίζει, μέ βάση τό ἐθνικό-ἐσωτερικό τόυ δίκαιο, τό καθεστώς καί τή μορφή τῶν σχέσεών του πρός τίς Ἐκκλησίες καί τίς Θρησκευτικές Κοινότητες, ἐνῶ συγχρόνως πρέπει νά δηλώνει τό σεβασμό του σέ ὁποιοδήποτε μοντέλο, τό ὁποῖο θά διαμορφωθεῖ καί θά εἶναι σεβαστό ἀπό τήν ἴδια τήν κοινωνία καί τούς πολῖτες τοῦ Κράτους-Μέλους.
Οὐδεμία λοιπόν εὐρωπαϊκή ἀπαίτηση ὑφίσταται, γιά τόν τρόπο καθορισμοῦ συγκεκριμένου πλαισίου σχέσεων ἀντίθετα μάλιστα κάθε Κράτος-Μέλος ἐλεύθερο καί μέ βάση τά ἱστορικά καί πολιτιστικά του δεδομένα μπορεῖ νά ὁριοθετήσει τή σχέση του μέ τά ὑποκείμενα θρησκευτικά σώματα ἤ κοινότητες καί συγχρόνως νά παράγει ἐσωτερικό-ἐθνικό δίκαιο καθόλα ἀποδεκτό καί σεβαστό ἀπό τήν ἴδια τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
Μέ τήν παροῦσα λοιπόν εὐρωπαϊκή ἀρχή ὁ σεβασμός στήν ἴδια τήν ἰδιοπροσωπεία κάθε Κράτους-Μέλους διασφαλίζεται μέ τή δυνατότητα εἴτε τῆς διατήρησης τοῦ ὑφιστάμενου ἐσωτερικοῦ-ἐθνικοῦ δικαίου, εἴτε τῆς διαμόρφωσης ἑνός νέου ἐσωτερικοῦ πλαισίου, ἡ ὁποιαδήποτε ὅμως διαμόρφωσις οὔτε ὑπαγορεύεται, οὔτε ὑποδεικνύεται, οὔτε ἐπιβάλλεται ἀπό καμμία ἄλλη εὐρωπαϊκή νομοθεσία.
Ἡ διαμόρφωση λοιπόν τοῦ ὁποιουδήποτε νέου πλαισίου σχέ-σεων ὡς ἐσωτερική ὑπόθεση κάθε Κράτους-Μέλους ἀπαιτεῖ διάλογο μέ κύριο ἄξονα τήν ἰδιοπροσωπεία κάθε Κράτους-Μέλους, καί μάλιστα ὅπως αὐτή περιγράφεται ἀπό τήν ἱστορική ταυτότητα καί τήν πολιτιστική κληρονομιά του.
Γι’ αὐτό καί τό Σύνταγμα, ἐξαιτίας τοῦ συγκεκριμένου θεσμικοῦ, καί καταστατικοῦ χαρακτῆρος του δέν εἶναι δυνατόν νά «ἀντιμετωπίζεται» ὅπως καί τά λοιπά νομοθετικά κείμενα.
β) Ὁ δεύτερος παράγοντας θεώρησης τῶν σχέσεων εἶναι τό ὑπό διαμόρφωση νέο κοινωνικό μοντέλο, ὅπως αὐτό ἀποτυπώθηκε καί περιγράφεται στή Συνθήκη τῆς Λισσαβῶνας.
Ἕνα κοινωνικό μοντέλο τό ὁποῖο στηρίζεται καί προσβλέπει στή λεγόμενη «ἀγορά ἐργασίας» καί τό ὁποῖο βεβαίως δέν λειτουργεῖ οὔτε ἰσοπεδωτικά, οὔτε ἀντιθετικά πρός αὐτό τό ἱστορικό καί πολιτιστικό πρότυπο καί τό μοντέλο τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας καί κληρονομιᾶς κάθε Κράτους-Μέλους. Ἀντίθετα, σεβόμενο τήν πολιτιστική καί ἱστορική ἰδιοπροσωπεία καί διαφορετικότητα κάθε Κράτους-Μέλους καλλιεργεῖ καί στηρίζει τήν πολυπολιτισμικότητα τῆς ἴδιας τῆς εὐρωπαϊκῆς οἰκογένειας καί τῶν Κρατῶν-Μελῶν της.
Ἐπιπλέον ὁ ὑφιστάμενος πλουραλισμός τῶν διαφόρων θεσμικῶν λειτουργιῶν στό χῶρο τῆς Εὐρώπης, δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει ἰσοπεδωτικά ὡς πρός τίς τοπικές παραδόσεις κάθε Κράτους-Μέλους, γιαυτό ἀκόμη καί τό ἴδιο τό εὐρωπαϊκό δίκαιο δέν μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἀρχές, ὅρους καί προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ὑποκαθιστοῦν ἤ καί ἀντιτίθενται στό ἐσωτερικό θεσμικό νομικό πλαίσιο, οὔτε εἶναι δυνατόν νά διαμορ-φώσει νέο δίκαιο ἤ νομολογία ἀντίθετη πρός αὐτήν τήν συνταγματικήν ὑπαγόρευση τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ δικαίου (βλ. ἀπόφαση ΣτΕ ἔναντι τοῦ ἴδιου τοῦ μνημονίου καί περί τῆς ἀντισυνταγματικότητας τῶν μνημονιακῶν διατάξεων).
γ) Τό τρίτο στοιχεῖο θεώρησης τοῦ συνταγματικοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἀφορᾶ τά ἱστορικά καί πολιτιστικά δεδομένα κάθε Κράτους-Μέλους, τοῦ προσδιορισμοῦ δηλαδή τῆς αὐτοσυνειδησίας καί τῆς ἰδιοπροσωπείας κάθε Κράτους-Μέλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς οἰκογένειας, μέ βάση τά ὁποῖα δομήθηκε συνταγματικά τό πλαίσιο τῶν σχέσεων στόν χῶρο τῆς Ἑλλάδος ἤδη ἀπό τό Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας τοῦ ἔτους 1827, καί τό ὁποῖο περιγράφεται πρωτίστως στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος, ὡς θεμελιώδης συνταγματική κατοχύρωση, καί δευτερευόντως καί σέ ἄλλες συνταγματικές διατάξεις καί ἀναφορές.
δ) Τό παρόν πλαίσιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θεμελιώνεται ἐπίσης ὄχι μόνο στήν ἀποτύπωση τῆς ἱστορικῆς καί πολιτιστικῆς ταυτότητας τῆς Ἑλλάδος ἀλλά καί σέ σχέση πρός τόν σεβασμό τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἐλευθεριῶν, κυρίως δέ στό σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπως καθορίζονται ἀπό τό Ε.Δ.Α.Δ.
Αὐτή ἡ θεμελίωση ἐπίσης ἀποτυπώνεται στό προαναφερθέν Σύνταγμα τῆς Τροιζήνας τοῦ 1827 στό ἄρθρο 1 τοῦ Α΄ Κεφαλαίου, ὅπου καθιερώνεται ἡ ἔννοια τῆς ἐπικρατούσας Θρησκείας γιά τήν «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ὅμως ἐξίσου καθιερώνεται ρητῶς, ὡς θεμελιῶδες δικαίωμα καί ἡ θρησκευτική ἐλευθερία :
«Καθείς εἰς τήν Ἑλλάδα ἐπαγγέλλεται τήν Θρησκεία του ἐλευθέρως καί διά τήν λατρείαν αὐτῆς ἔχει ἴσην ὑπεράσπισιν».
Φαίνεται λοιπόν ὅτι τό πνεῦμα τοῦ συγκεκριμένου νομοθέτη τῆς Γ΄ Ἐθνοσυνελεύσεως εἶναι διαχρονικό καί ἐπίκαιρο, καί αὐτό ἐνισχύει τίς ἱστορικές καί πολιτιστικές ἀρχές πού ἀνέφερα προηγουμένως, ὡς στοιχεῖα ἑρμηνευτικῆς προσέγγισης τοῦ Συντάγματος.
3. Ἡ συνταγματική ἐπιταγή τοῦ ἄρθρου 3 ὡς γνωστόν περιγράφει τήν σχέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί συγχρόνως προσδιορίζει τήν ἰδιαιτερότητα τῆς κάθε μορφῆς σχέσης τόσο πρός ἄλληλα ὅσο καί πρός τρίτους.
Συγκεκριμένα ἡ σχέση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο περιγράφεται κυρίως μέ βάση τά ἄρθρα 3,18 § 8 καί 105, ὅπου ἔχουμε μία αὐτοαναφορική βάση τοῦ ἴδιου τοῦ Συντάγματος, μέ τήν ὁποίαν, χωρίς νά κάνει μνεία τῆς διεθνοῦς προσωπικότητας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐντούτοις τήν ὑπονοεῖ στό ἐπίπεδο κυρίως τοῦ ἐσωτερικοῦ δημοσίου δικαίου, δηλαδή ὡς ἀναγνώριση ἑνός sui generis ὑποκειμένου τοῦ διεθνοῦς δικαίου, ἐνῶ ἡ σχέση μεταξύ Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατανοεῖται ἀπό τόν συνταγματικό νομοθέτη ὑπό τήν ἔννοια ὅτι τό Κράτος ἐγγυᾶται συνταγματικά τήν Ἐκκλησία, ὡς ὑποκείμενο τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία Ἐκκλησία ἀξιώνει ἀπό τό Κράτος τόν σεβασμό στόν θεολογικό καί ἐκκλησιολογικό της αὐτοπροσδιορισμό, ὅπως αὐτός δηλαδή ἐκφράζεται μέσα ἀπό τήν ὀργανωτική της δομή καί κανονική λειτουργία.
Αὐτό τό πλαίσιο ἐγγύησης καί σεβασμοῦ περιγράφεται στά ἄρθρα 13 καί 3 τοῦ Συντάγματος. Ἐπιπλέον ἡ ἔννοια τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ὅπως κατοχυρώνεται ἀπόλυτα στό ἄρθρο 13, δέν ἑρμηνεύεται ὑπό τούς περιορισμούς τοῦ ἄρθρου 3, οὔτε ὑπό τό πρῖσμα μιᾶς ἔννοιας ἐπικρατούσας θρησκείας ἡ ὁποία καθίσταται ἐπίσημη καί ἄρα προνομοιοῦχος ἔναντι τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἤ ὁμολογιῶν.
Ὅπως ὅμως ἀποδεικνύεται στήν πράξη οἱ θεσμικές αὐτές σχέσεις, ἄν καί συνταγματικά ρυθμισμένες, συχνά-πυκνά σχετικοποιοῦνται, κυρίως σέ ζητήματα κυκλικῶς ἐφαπτόμενα καί ὄχι πλήρως ταυτιζόμενα (βλ. χαρακτήρας καί σκοπός τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτι¬κῶν, 16, § 2) ἤ σέ ἁρμοδιότητες νομοθετικές καί θεσμικές, ἐξαιτίας μιᾶς λανθασμένης, θά ἔλεγα ἰδεοληπτικῆς, προσέγγισης ἤ ἑρμηνείας τους.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ἀναφέρουμε ἐπίσης ὅτι οἱ παραπάνω σχέσεις, ὅπως περιγράφονται συνταγματικά, δέν σχετικοποιοῦν, οὔτε περιορίζουν, εὐθέως ἤ ἐκ πλαγίου, τήν θρησκευτική ἐλευθερία καί ὁποιουδήποτε ἄλλου θρησκεύματος ἀναγνωρισμένου στά ὅρια τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας.
Τό ἰσχῦον συνταγματικό πλαίσιο μέ τό ἄρθρο 3,
α) Περιβάλλει μέ θεσμική ἐγγύηση τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλη¬σία, τόσο ὡς Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅσο καί ὡς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, λαμβάνον ὑπ’ ὄψιν ὅτι στήν ἑλληνική ἐπικράτεια ὑφίστανται πέντε μορφές ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας (Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, «Νέες Χῶρες», Ἅγιον Ὄρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα). Στό σημεῖο αὐτό θά ἤθελα νά καταθέσω μία ἐπισήμανση. Ἡ ὁποιαδήποτε ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος ἐνέχει τόν κίνδυνο τῆς ἀπορρύθμισης τῶν σχέσεων τῶν παραπάνω ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν, τῆς θεσμικῆς παρουσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς διεθνοῦςπροσωπικότητάς Του.
β) Ἐγγυᾶται τό ὑφιστάμενο καθεστώς τῶν σχέσεων τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, καί πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὅπως καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος πρός τό Οἰκου-μενικό Πατριαρχεῖο (αὐτή εἶναι μία συνέπεια ὄχι μόνο ἱστορική ἤ πολιτιστική ἀλλά καί δικαιοδοσιακή).
γ) Διασφαλίζει τήν διοικητική αὐτοτέλεια, τό Αὐτοκέφαλο καί τό αὐτοδιοίκητο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τήν ὑπαγωγή της στό Σύνταγμα.
δ) Ὁριοθετεῖ τήν παρέμβαση τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας σέ κάθε ἄλλη «γνωστή» θρησκεία ἤ θρησκευτική κοινότητα, ὕστερα μάλιστα καί ἀπό τήν ψήφιση τοῦ ν. 4301/2014 «Ὀργάνωση τῆς νομικῆς μορφῆς τῶν Θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί τῶν ἑνώσεών τους στήν Ἑλλάδα καί ἄλλες διατάξεις…».
4. Εἰδικότερα μέ τήν συνταγματική ἀναφορά τῶν Καταστατικῶν Κειμένων, τοῦ Τόμου τῆς Αὐτοκεφαλίας τοῦ 1850, τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξης τοῦ 1928 καί τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὁ συνταγματικός νομοθέτης παρέχει πληρέστερη προστασία στίς παραπάνω τριμερεῖς σχέσεις ἐνῶ τά Καταστατικά Κείμενα καθεαυτά ἀποτελοῦν τά ὅρια τῶν νομοθετικῶν ρυθμίσεων, οἱ ὁποῖες περιγράφουν τήν ὀργανωτική καί διοικητική δομή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλ¬λάδος σέ σχέση πρός τήν Ἑλληνική Πολιτεία, ὡς καί κάθε πράξη τῆς Ἐκκλησίας ὡς νόμιμης καί ἐν ταὐτῷ «κανονικῆς».
Ἐπιπλέον ἡ ἀναφορά τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὡς «ἐπικρα-τού¬σας» Θρησκείας τοῦ Κράτους, ἔστω καί ὑπό τήν ἑρμηνεία τῆς ἐπίσημης Θρησκείας τοῦ Κράτους, ἀπαιτεῖ ἐπιβεβλημένη τιμή καί προστασία ἔναντι ὁποιασδήποτε ἄλλης κατ’ εὐφημισμό «Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας» (παλαιοημερολογικές ὁμάδες, ἡ ὁποία τιμή καί προστασία περιγράφεται ὑπό τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτου μέ συγκε¬κριμένους ὅρους :
α) Τά προαναφερθέντα Κανονιστικά Κείμενα (1850, 1928, ΚΧ).
β) Τήν δογματική ἑνότητα μέ τήν ΜτΧ τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μέ κάθε ἄλλη ὁμόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί γ) Τήν τήρηση τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν παραδόσεων, ἀφοῦ γιά τήν Πολιτεία ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό σύνολό της, ὡς ὑποκείμενο θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀξιώνει ἀπό τό Κράτος τόν σεβασμό τοῦ θεολογικοῦ καί ἐκκλησιολογικοῦ της αὐτοπροσ¬διο¬ρισμοῦ ὡς Ὀρθοδόξου.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά ληφθεῖ σοβαρά ὑπόψιν ὅτι τό ἴδιο τό Κράτος δέν ἔχει τά ἐκκλησιολογικά ἐκεῖνα κριτήρια διάκρισης μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ψευδο-Ὀρθοδόξου ἤ ὁποιουδήποτε ἄλλου ἐκκλησιαστικοῦ μορφώματος, τά ἴδια δέ τά προαναφερθέντα Καταστατικά Κείμενα τοῦ ἄρθρου 3 § 1 δίνουν στό ἴδιο τό Κράτος τή δυνατότητα ἐλέγχου καί ἐπιβεβαίωσης αὐτῆς τῆς διάκρισης καί τῆς διαφοροποίησης, κυρίως ὡς πρός τήν κανονικότητα ἤ μή κάθε ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα.
Μία «ἐπικρατοῦσα» Θρησκεία, ἔστω καί ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπίσημης Θρησκείας τοῦ Κράτους, χωρίς τήν παραπάνω ἐγγύηση τοῦ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικοῦ στοιχείου τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητας καί αὐτοσυνειδησίας της ἀλλά καί τῆς θεσμικῆς καί ἀνεγνωρισμένης λειτουργίας της ὡς Ὀρθοδόξου, δέν μπορεῖ νά ἀποτελεῖ γι’ αὐτήν ἐγγύηση συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Ἄλλωστε τί σημαίνει καί τί συνεπάγεται ἡ ἀναγνώριση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὡς «ἐπικρατούσης» ἤ ἐπίσημης θρησκείας τοῦ Κράτους ἐάν αὐτή ἡ ἀναγνώριση δέν διασφαλίζει καί συγχρόνως δέν προκαλεῖ νομοθετικές συνέπειες στό ἴδιο τό Κράτος;
Αὐτή ἡ ὁριοθέτηση τῆς παρεμβάσεως τῆς Πολιτείας, ἡ ἐγγύηση καί ἡ προστασία τῆς αὐτονομίας καί τοῦ αὐτοδιοικήτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθίσταται πληρέστερη καί ἰσχυρότερη μέ τά ἄρθρα 72 § 1 καί 43.
Ἀφενός μέ τό ἄρθρο 72 § 1 ἀπαιτεῖται ἡ ψήφιση ἀπό τήν Ὁλομέλεια τῆς Βουλῆς τοῦ νόμου, μέ τόν ὁποῖον ρυθμίζονται τά θέματα πού περιγράφονται στό ἄρθρο3, ἀφετέρου δέ μέ τό ἄρθρο 43 προβλέπεται εἰδικότερα ἡ παροχή εὐρύτερων δυνατῶν νομοθετικῶν ἐξουσιοδοτήσεων καί κανονιστικῶν ἁρμοδιοτήτων πρός τά ἴδια τά ὄργανα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ὑπό αὐτή τήν προοπτική θεωρῶ ὅτι διασφαλίζονται τόσο ὁ διοικητικός διαχωρισμός καί οἱ λεγόμενοι διακριτοί ρόλοι μεταξύ Ἐκκλησίας καί Κράτους, ὅσο καί τό χαρακτηριζόμενο ὡς σύστημα συναλληλίας ὡς πρός τίς μεταξύ τους σχέσεις .
5. Ὁ ἐσχάτως προβληθείς ἰσχυρισμός περί συνταγματικῆς κατοχύρωσης ἑνός πολυσήμαντου ὅρου, τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητος» τοῦ Κράτους, ὡς ἔκφραση σεβασμοῦ τῆς θρησκευτι¬κῆς ἐλευθερίας, δέν εἶναι δυνατόν νά προβληθεῖ ὡς ἐπιχείρημα ἐπιβεβαίωσης καί τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος, ἐπειδή ἤδη ὁ προαναφερθείς νόμος περί θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί ὀργανώσεων δίνει κάθε δυνατότητα ἔκφρασης καί σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὁποιουδήποτε ἄλλου θρησκεύματος, στό πλαίσιο τῶν ἀρχῶν τῆς συν¬ταγ¬ματικότητας, ἐξαλείφει δέ καί τήν ὁποιαδήποτε ἀντίληψη ἀφενός περί προνομοιακῆς μεταχείρισης τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί ἀφετέρου περί περιοριστικῆς δράσης τῶν ὑπολοίπων Ἐκκλησιῶν ἤ θρησκευτικῶν κοινοτήτων ἐντός τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπικράτειας.
Μία ἐπισήμανση θεσμική τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας» τοῦ Κράτους ὑπονοεῖ τήν ὕπαρξη καί μιᾶς ἑτεροβαροῦς ἀντιμετώπισης τῶν ἄλλων θρησκευμάτων, γεγονός τό ὁποῖο δέν ἰσχύει, ἐνῶ συγχρόνως δέν διασφαλίζει καί τήν πραγματική διάσταση αὐτῆς τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητας».
Ἡ πρόταση εἰσαγωγῆς τῆς ἔννοιας τῆς «θρησκευτικῆς οὐδετερότητος» τοῦ Κράτους πρέπει νά προσδιορισθεῖ κυρίως ὡς πρός τήν πρόταση τῆς Αἰτιολογικῆς Ἔκθεσης «μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται κανονιστικά καί πρακτικά». Πρόκειται ὡς γνωστόν γιά ἕναν ἀσαφῆ ὅρο χωρίς μονοσήμαντο νόημα, συγκεκριμένο περιεχόμενο καί μέ ἀρκετές πολύσημες ἑρμηνεῖες, Κράτη, πού διακηρύσσουν στήν νομοθεσία τους ὅτι εἶναι «θρησκευτικά οὐδέτερα» παρουσιάζουν ἔντονες διαφοροποιήσεις ὡς πρός τήν ἀντιμετώπιση τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων στό ἐσωτερικό τους δίκαιο, μέ χαρακτηριστικά παραδείγματα τή Γαλλία καί τή Γερμανία.
Ἀποτελεῖ τέλος λογικό ἀτόπημα ἡ συσχέτιση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τήν μισθοδοσία τοῦ κλήρου, ἀφοῦ καμμία σχέση δέν ἔχουν οἱ δύο αὐτές παράμετροι, πολλῷ δέ μᾶλλον μέ τόν διαθρυλούμενο «ἐξορθολογισμό τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας», ἐνῶ ἐξ ἀντιθέτου μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ ἐνίσχυση τῆς ἔννοιας τῆς «ἐπικρατούσας» Θρησκείας.
Ἡ μισθοδοσία τῶν κληρικῶν καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων ἀπό τό Κράτος δέν συνιστᾶ προνόμιο ἀλλά ὑποχρέωση τῆς Πολιτείας ἔναντι τῆς σχεδόν ὁλοκληρωτικῆς ἀφαίρεσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, γιά τήν ὁποίαν οὐδέποτε ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε ἀπό τό ἑλληνικό δημόσιο τά ὠφειλόμενα ἐνῶ τό Κράτος τήν κατέχει καί τήν ἐκμεταλλεύεται μέχρι σήμερα.
Γιά τό λόγο αὐτό καί θεωρῶ ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε «ἱστορική συμφωνία» τῆς 6ης Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 2018 θά πρέπει νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τίς καταστατικές, θεσμικές καί συνταγματικές σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί νά ἀντιμετωπιστεῖ στό πλαίσιο τοῦ κοινοῦ δικαίου, ἐάν βεβαίως γίνει ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἡ πρόταση ἀλλαγῆς τοῦ μισθολογικοῦ καί ἐργασιακοῦ καθεστῶτος τῶν κληρικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ὑπαλλήλων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς Κρήτης καί τῆς Δωδεκανήσου δέν μπορεῖ ἐπίσης νά διαφοροποιεῖται ἀπό τό καθεστῶς μισθοδοσίας τῶν λειτουργῶν τῶν ἄλλων ὑφισταμένων θρησκευτικῶν μειονοτήτων ἐντός τῆς Χώρας.
6. Τό θέμα λοιπόν τῆς ἀναθεώρησης τοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στό χῶρο τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας εἶναι ἕνα θέμα πολυσύνθετο, πολύπλοκο, εὐαίσθητο, πολυδιάστατο καί δαιδαλῶδες, ἐάν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ἡ διαμόρφωσή του δέν ἦταν μία στιγμιαία κατάσταση ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό ἐξελίξεων καί διαμόρφωσης, ἤδη ἀπό τό 1827 περίπου, γιά τόν λόγο αὐτό δέν χρειάζονται ἰδεοληπτικοί ἐνθουσιασμοί, ἐπιπολαιότητες, αὐθορμητισμοί καί ἄναρθες κραυγές, οἱ ὁποῖες πολλές φορές ὑπαγο¬ρεύον¬ται ἀπό ἄλλα κίνητρα καθαρά ἰδεολογικά.
Ἡ ἀναθεώρηση τοῦ συνταγμα¬τι¬κοῦ πλαισίου τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας εἶναι θέμα ἐθνικό, ἱστορικό καί πολιτιστικῆς ταυτότητας. Εἶναι θέμα ἰδιοπροσωπείας, αὐτοσυνειδησίας καί ταυτότητας, ὅπως αὐτά ὑπαγορεύονται ἀπό τήν ἱστο¬ρική καί πολιτιστική κληρονομιά τοῦ τόπου. Ἐπίσης ἡ ἐξαγγελθεῖσα ἀναθεώρηση τοῦ παραπάνω πλαι¬σίου σχέσεως Ἐκκλησίας καί Πολιτείας δέν εἶναι θέμα ἀναθεώρησης ἑνός καί μόνο συνταγματικοῦ ἄρθρου, ἀλλά ἀπαιτεῖ προσέγγιση ἑνός μεγάλου, σέ ὄγκο καί ἔκταση νομοθετημάτων, ἀφοῦ κάθε χῶρος τοῦ δημόσιου βίου στήν ἑλληνική κοινωνία, δίνει καί τό στίγμα τῆς ἱστορικῆς καί πραγμα-τικῆς συναλληλίας μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν θεσμῶν.
Πιστεύω, λοιπόν, ὅτι δικαιοπολιτικά εἶναι καί ὥριμο καί σκόπιμο νά ὀργανωθεῖ ἕνας σοβαρός, πολυετής καί ψύχραιμος διάλογος ἀνάμεσα στό Κράτος καί τήν Ἐκκλησία, στά πλαίσια μιᾶς διακομματικῆς Ἐπιτροπῆς, βασισμένος στόν ἀμοιβαῖο σεβασμό, στή βαθειά γνώση τοῦ χαρακτήρα τῆς φύσης καί τῆς λειτουργίας τῶν δύο θεσμῶν καί στήν πλήρη συνεκτίμηση ὅλων τῶν ἱστορικῶν, κοινωνικῶν, πολιτειολογικῶν, πολιτιστικῶν καί ἐκκλησιολογικῶν δεδομένων πού συνθέτουν τό ὅλο πλαίσιο ἀναφορᾶς τῶν σχέσεών τους χωρίς ἀκρότητες ἀλλά μέ νηφαλιότητα καί εἰλικρίνεια.
Οἱ ὁραματισμοί τοῦ φιλοσόφου καί κοινωνιολόγου Hobbes γιά ἕνα ἐκκοσμικευμένο κράτος χωρίς θρησκεία καί χωρίς Ἐκκλησία, ἦταν ἀπαραίτητοι στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἰδιαίτερα μετά τή διάσπαση τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί ἐξαιτίας κυρίως τῆς μεταρρύθμισης (θρησκευτικοί πόλεμοι-κοινωνική διάσπαση). Αὐτή ὅμως ἡ διάσπαση καί οἱ κίνδυνοι οὐδέποτε ὑπῆρξαν στόν ἑλλαδικό χῶρο καί οἱ ἀπόψεις του, παρόλες τίς πιέσεις οὐδέποτε ἐφαρμόστηκαν οὔτε υἱοθετήθηκαν τουλάχιστον μέχρι σήμερα.
*Μητροπολίτης Μεσσηνίας και Τακτικός Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΣ