Οι Νεομάρτυρες, που έδωσαν τη μαρτυρία τους για το Χριστό στα μαύρα χρόνια της τουρκοκρατίας, προέρχονταν από όλα τα κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα. Πλούσιοι και φτωχοί, βιοτέχνες, ναυτικοί, αγρότες, τεχνίτες, και από όλα τα επαγγέλματα αναδείχτηκαν ήρωες της χριστιανικής πίστεως. Ένας από αυτούς είναι και ο Νεομάρτυς άγιος Μιχαήλ ο Αρτοπώλης.
Γεννήθηκε στο χωριό Γρανίτσα της Ευρυτανίας περί το 1510. Οι γονείς του, φτωχοί βιοπαλαιστές, Δημήτριος και Σωτήρα, ή Στατήρα, του ενέπνευσαν την ευσέβεια και τη βαθειά προσήλωσή του στην ορθόδοξη πίστη. Στην ηλικία των έξι ετών ο πατέρας του αρρώστησε και πέθανε, αφήνοντάς τον ορφανό και μοναδικό προστάτη της φτωχής μητέρας του. Όταν ήρθε σε ηλικία γάμου, νυμφεύτηκε μια ευσεβή νέα.
Όμως η ζωή ήταν δύσκολη στα άγονα εκείνα μέρη των κακοτράχαλων αγραφιώτικων βουνών, γι’ αυτό πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξενιτευτεί. Γύρισε πολλούς τόπους και στο τέλος κατέληξε στην πολυάνθρωπη Θεσσαλονίκη, όπου έμαθε την τέχνη του αρτοποιού και άσκησε το επικερδές επάγγελμα του αρτοπώλη, ανοίγοντας δική του επιχείρηση. Σε λίγο καιρό έγινε γνωστός για τον καλοσυνάτο χαρακτήρα του και την τιμιότητά του στους χριστιανούς, μα και στους εβραίους και μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε την ελεημοσύνη, χαρίζοντας ψωμί στους φτωχούς, καθώς και τα περισσεύματα των κερδών του από το κατάστημά του. Είχε γίνει γνωστός με το όνομα «ο Μιχαήλ που μοιράζει ψωμί στους φτωχούς»!
Παράλληλα με την κοπιαστική εργασία του, δεν παραμελούσε τον πνευματικό του αγώνα. Σύχναζε στην εκκλησία και παρακολουθούσε με ευλάβεια τις ιερές ακολουθίες. Του άρεσαν οι ολονυκτίες, στις οποίες συμμετείχε και κατόπιν πήγαινε στην εργασία του άυπνος. Του άρεσε επίσης να ακούει κηρύγματα και εξηγήσεις των Αγίων Γραφών, διότι τα λίγα γράμματα που γνώριζε τον εμπόδιζαν να κατανοήσει από μόνος του το λόγο του Θεού. Παράλληλα όμως είχε βαθειά στην ψυχή του τη λαχτάρα να αξιωθεί να διδάξει και αυτός κάποτε δάσκαλος της σώζουσας ορθόδοξης πίστης.
Ο Θεός, γνωριζοντας την κρυφή του ιερή επιθυμία, του έδωσε την ευκαιρία αυτή. Ήταν Μ. Τεσσαρακοστή του έτους 1544. Την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως παρακολούθησε τη Λειτουργία και άκουσε τους θείους λόγους του Ευαγγελίου, που μιλούσε για την εν Χριστώ αυταπάρνηση. Ένοιωσε ένα περίεργο συναίσθημα και μια εσωτερική φωνή που του έλεγε ότι ήρθε η ώρα να κηρύξει το Χριστό και να γίνει ομολογητής Του. Μετά από δύο ημέρες μπήκε στο κατάστημά του κάποιος νεαρός μουσουλμάνος, για να αγοράσει ψωμί. Ο Μιχαήλ έπιασε κουβέντα μαζί του, συγκρίνοντας την χριστιανική πίστη με το Ισλάμ. Και ενώ προσπαθούσε να του εξηγήσει για τις πλάνες της πίστης του, μπήκε κάποιος τούρκος νομοδιδάσκαλος, στον οποίο κατάγγειλε ο νεαρός τον αρτοπώλη ότι βλασφημεί τη μουσουλμανική θρησκεία. Ο Τούρκος του ζήτησε να επιβεβαιώσει την καταγγελία του νεαρού. Ο Μιχαήλ με ηρωικό φρόνιμα και χωρίς να υπολογίσει τις φρικτές συνέπειες, του απάντησε πως, «ναι είναι αλήθεια. Εγώ ως αληθινός πιστός του Χριστού, του αληθινού Θεού, έχω υποχρέωση να σας υποδείξω την πλάνη σας. Περπατάτε στο σκοτάδι και ακολουθείτε μια θρησκεία γεμάτη μυθεύματα και πλάσματα της φαντασία σας». Τα είπε όλα αυτά ο Μιχαήλ έχοντας γνώση τι τον περίμενε: εξισλαμισμός ή θάνατος!
Ο Τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έτρεξε στον Τούρκο διοικητή, στον οποίο κατάγγειλε τον Μιχαήλ ως υβριστή του Ισλάμ. Σε λίγο κατέφθασαν στο κατάστημά του στρατιώτες, οι οποίοι τον συνέλαβαν, τον έδεσαν και τον οδήγησαν
με βιαιοπραγίες και βρισιές στον διοικητή της πόλεως. Στάθηκε με θάρρος μπροστά του και απολογήθηκε για την πράξη του. «Ονομάζομαι Μιχαήλ και είμαι χριστιανός», του αποκρίθηκε. Εκείνος τον ρώτησε: «Πως τολμάς εσύ ένας αγράμματος υποστηρίζεις πως ο Χριστός είναι Θεός, σε αντίθεση με το Κοράνιο, που λέει ότι ήταν άνθρωπος;». Ο Μιχαήλ έλαβε μια ουράνια φώτιση και με μια ανεξήγητη ευγλωττία, μίλησε ως αληθινός θεολόγος για την αλήθεια της Εκκλησίας. Μάλιστα στο τέλος κάλεσε το διοικητή να γίνει Χριστιανός!
Εκείνος έγινε θηρίο από το θυμό του. Τον διαβεβαίωσε ότι με αυτά τα λόγια του «υπέγραψε την καταδίκη» του. Άρπαξε, κατόπιν ένα χονδρό ξύλο και τον κτύπησε στο κεφάλι, αφήνοντάς τον λιπόθυμο στο πάτωμα. Μετά τον έριξε στο πιο υγρό μπουντρούμι. Την άλλη μέρα οδηγήθηκε στον Τούρκο δικαστή της πόλεως να δικαστεί. Ο Μιχαήλ έδειξε και σ’ αυτόν πρωτόγνωρο ηρωισμό και δεν δείλιασε μπροστά στις φοβέρες του, ούτε ενέδωσε στις δελεαστικές προτάσεις του να γίνει μουσουλμάνος. Ομολόγησε με όλη την δύναμη της ψυχής του την μοναδικότητα της ορθοδόξου πίστεως και την πλάνη του Ισλάμ. Ο δικαστής έβγαλε την απόφαση: «θάνατος δια της πυράς»! Ο Μάρτυρας άκουσε ατάραχος την απόφαση και μάλιστα έβγαλε από την τσέπη του όσα χρήματα είχε, τα έδωσε στον δικαστή για να αγοράσουν τα ξύλα της φωτιάς! Είχε πάρει την απόφασή του να μαρτυρήσει για το Χριστό!
Λίγες ημέρες μετά ανακοινώθηκε σε όλη την πόλη η εκτέλεση του «άπιστου». Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν με βρισιές και κλωτσιές στον τόπο του μαρτυρίου, κοντά στην «Καμάρα» και εκείνος έτρεχε με χαρά, λες και πήγαινε σε πανηγύρι! Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Οι αλλόθρησκοι για να απολαύσουν το θέαμα και οι Χριστιανοί να θαυμάσουν τον ηρωισμό του Μάρτυρα. Αφού άναψαν την φωτιά, τον έγδυσαν και τον οδήγησαν κοντά στην πυρά. Ο επικεφαλής των δημίων τον ρώτησε για τελευταία φορά αν θέλει να αλλαξοπιστήσει, να σώσει τη ζωή του και να του χαριστούν πλούτη και τιμές. Εκείνος αγέρωχος και ατρόμητος του απάντησε σκληρά: «Δεν ντρέπεσαι ταλαίπωρε που θέλεις να με χωρίσεις από το Χριστό, τον αληθινό Θεό; Εμπρός προχώρα στο έργο σου»! Εκείνος, σαν θηρίο αγριεμένο, τον άρπαξε και τον έριξε στις φονικές φλόγες. Ο Μάρτυρας, αντί να ουρλιάζει από τους αφόρητους πόνους, έψελνε και δοξολογούσε το Θεό! Σε ελάχιστα λεπτά έσβησε η φωνή του και το μικροκαμωμένο σώμα του έλειωσε και εξαφανίστηκε, σαν να αναλήφτηκε στον ουρανό, μαζί με την αγιασμένη του ψυχή! Ήταν 21η Μαρτίου του 1544. Αυτή την ημέρα τιμάται και η ιερή του μνήμη.