Στην ανάγκη να παραμένουμε και να προσευχόμαστε στα σπίτια μας μετατρέποντάς τα σε μικρές Εκκλησίες αναφέρθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος εξήλθε σήμερα από το νοσοκομείο, όπου είχε μπει χθες για προγραμματισμένη τοποθέτηση βηματοδότη.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στον ΑΝΤ1 μίλησε για την δύσκολη περίοδο που διανύουμε, ενώ έκανε λόγο και για την απόφαση να ανασταλούν όλες οι Θείες Λειτουργίες και οι Ακολουθίες και να διεξάγονται χωρίς την παρουσία και την συμμετοχή πιστών χαρακτηρίζοντας συγκλονιστικό το γεγονός. Ευχαρίστησε γιατρούς, νοσηλευτικό, αλλά και ερευνητικό προσωπικό για την αυτοθυσία τους και έκανε γνωστό ότι η ΔΙΣ έθεσε όλες τις κοινωνικές δομές της Εκκλησίας στην διάθεση της Πολιτείας και επεσήμανε πως «αυτήν την στιγμή δεν πρέπει να μας χωρίζει τίποτε. Καλούμαστε να είμαστε ενωμένοι στον κοινό εχθρό που λέγεται κορωνοϊός».
Ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε ότι είμαστε κλεισμένοι στα σπίτια μας, όχι γιατί φοβόμαστε, αλλά επειδή αγαπάμε τον άνθρωπο.
«Μου έρχεται στην σκέψη ο Λόγος Του Θεού, η προτροπή «Και εσύ είσελθε εις το ταμείον σου». Κάτι που εκφράζεται με διαφορετικά λόγια από πλευράς Πολιτείας, αλλά έχει το ίδιο νόημα με αυτό που είπαμε, δηλαδή να κάνουμε τα σπίτια μας Εκκλησία. Το Ταμείον, λοιπόν, είναι κατά την εκκλησιαστική θέση το ιερότερο σημείο του σπιτιού μας ή, αν θέλετε, στον εαυτό μας ο εσωτερικός μας κόσμος. Έτσι καλούμαστε σήμερα να κάνουμε μία αυτοεξέταση, μία αυτοκριτική, έναν αυτοέλεγχο».
«Αυτό στην πραγματικότητα εκτείνεται σε τρεις χώρους, δηλαδή σε αυτά που πέρασαν, σε εκείνα που περιμένουμε και σε όσα ζούμε» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος εξηγώντας πως το παρελθόν δε μπορούμε να το αλλάξουμε και το μέλλον δεν ξέρουμε αν θα έρθει, άρα έχουν μέσα τους το απραγματοποίητο, γι’ αυτό και πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας στο σήμερα.
«Δεν υπάρχει διάκριση στις προσπάθειες Πολιτείας και Εκκλησίας, αλλά πρέπει όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε από κοινού αυτήν την πανδημία για να σωθεί ο άνθρωπος, για να ζήσει ο άνθρωπος» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος. Για τις κλειστές Εκκλησίες ο Αρχιεπίσκοπος υπογράμμισε πως αυτό μας έχει συγκλονίσει ως γεγονός. «Έχουμε πολλά παράπονα από πιστούς και ιερείς. Για τον ιερέα δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα, μεγαλύτερος πόνος, από το να αγγίζει το θυσιαστήριο και να μη μπορεί να λειτουργήσει. Όπως ξέρουμε, όμως, η εκκλησία βαδίζει πάνω στην ακρίβεια και στην οικονομία. Η ακρίβεια είναι κάτι που το θέλουμε στην ζωή μας, αλλά δεν έρχονται όλα όπως τα θέλουμε. Σε αυτό το σημείο έρχεται η Εκκλησία με την Οικονομία. Να οικονομήσει τα πράγματα, να βρει λύση. Δεν είναι το όνειρο μας να κάνουμε οικονομία σε όλες τις θέσεις της Εκκλησίας, αλλά είναι η ανάγκη. Και η Εκκλησία διαμέσου όλων των αιώνων έχει αποδείξει ότι έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται και να οικονομεί και ως προς το σύνολο των ανθρώπων και ως προς τον καθένα ξεχωριστά.Για παράδειγμα, στην προσωπική μας ζωή βλέπουμε πόσες αταξίες έχουμε κάνει και ζητάμε μία οικονομία, ένα έλεος του Θεού. Έτσι και η κοινωνία έχει παραστρατήσει πολλές φορές και χρειάζεται μία οικονομία».
«Κλεινόμαστε, εξάλλου, στο σπίτι μας όχι επειδή φοβόμαστε, αλλά επειδή αγαπάμε τον άνθρωπο» επεσήμανε ο Αρχιεπίσκοπος και εξήγησε ότι «η Θεία Λειτουργία χωρίζεται σε δύο κομμάτια σε αυτό της συνάθροισης και σε εκείνο της Θείας Ευχαριστίας. Το θέμα της Θ. Ευχαριστίας για την Εκκλησία δεν έχει έκπτωση. Εκεί που χρειάζεται η οικονομία είναι η συνάθροιση και εκεί ακριβώς συνεννοούμαστε με την Πολιτεία η οποία δεν έχει λόγο για την Θεία Κοινωνία, έχει όμως λόγο για την συνάθροιση, για την προστασία των ανθρώπων. Τουτέστιν αυτό που λέμε και εμείς. Διαφορετικά είναι εγωιστικό να λέμε: “εγώ θα κοινωνήσω, εις βάρος του αδελφού μου που από την συνάθροιση υπάρχει πιθανότητα να προσβληθεί». Ερχόμαστε λοιπόν στην οικονομία. Η Εκκλησία βρίσκει πάντα τον τρόπο να θεραπεύσει, δηλαδή να βοηθήσει τον άνθρωπο. Αυτό γίνεται και τώρα σε συνεργασία με την Πολιτεία. Έχουμε την υποχρέωση να ακούσουμε, να συμμορφωθούμε, να πειθαρχήσουμε».
Αναφορικά με το Άγιο Φως και την ενδεχόμενη συγκέντρωση πιστών έξω από τους ναούς το βράδυ της Ανάστασης ο Αρχιεπίσκοπος επεσήμανε πως «η ουσία είναι η συμμετοχή μας στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα είναι πρόσθετα. Τα χρειαζόμαστε. Ομορφαίνουν την ζωή μας, αλλά δεν είναι τα πρώτα. Εδώ, λοιπόν κάνουμε μία οικονομία και όχι έναν συμβιβασμό και προσπαθούμε με ότι μέτρο λαμβάνουμε να βοηθήσουμε, ώστε να μην εξαπλωθεί η επιδημία. Το άγιο Φως, άλλωστε, υπάρχει πάντοτε στην Εκκλησία. Παλαιότερα, πριν γίνουν όσα γίνονται σήμερα για την υποδοχή έπαιρναν το φως από κανδήλι της Αγίας Τραπέζης. Δεν υπάρχει άγιο φως πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας. Αυτά είναι ήθη που επικράτησαν και τα σεβόμαστε».
Σε ερώτηση της δημοσιογράφου για το αν οι προσωπικές θέσεις που εκφράζουν ιερείς και αρχιερείς αποπροσανατολίζουν τους πιστούς και προκαλούν σύγχυση ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε πως «αναγνωρίζουμε ότι αυτή η κατάσταση δημιουργεί ερωτήματα και νομίζουμε όλοι ότι μπορούμε να απαντήσουμε. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί που μπορούν να δώσουν απαντήσεις ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Σε ένα, όμως, συλλογικό όργανο δεν νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπο να ενεργήσει κανείς» και ανέπτυξε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. «Ένας καλός ιερέας στην Αρχιεπισκοπή, ευσεβέστατος και στα καθήκοντα του πάντοτε προσεκτικός μου έγραψε ένα γραμμα πονεμένο που έλεγε “Μακαριώτατε, έγινα κληρικός για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και καλούμαι να το μεταφέρω στους ανθρώπους. Σήμερα με όλα αυτά που γίνονται μπαίνει εμπόδιο”. Και απαντώ “Και εγώ ταράζομαι και στενοχωριέμαι και λυπάμαι, αλλά μπαίνει και ένας άλλος λογισμός “πάτερ μου, τα λες στον πατέρα σου, τα καταλαβαίνει, γιατί αυτή η εξομολόγησή σου έχει σκορπιστεί σε όλους τους εφημέριους της αρχιεπισκοπής και στα μέσα ενημέρωσης; Είναι περίεργο να σκεφτώ ότι πιο πολύ σε ενδιαφέρει ο εγωισμός σου και το πρόσωπό σου από το ίδιο το γεγονός της λειτουργίας; Και αυτό δεν το κάνουν μόνο οι ιερείς, το κάνουν και οι Αρχιερείς και λαϊκοί. Σε αυτήν την περίπτωση θα ήθελα να διαβεβαιώσω ότι τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, και θεωρώ όλης της Ιεραρχίας, πιστεύουν ότι αυτή τη στιγμή πρέπει να επικρατήσει το πνεύμα της οικονομίας της Εκκλησίας και η προσπάθεια να συνεργαστούμε όχι μόνο με την πολιτεία αλλά και με οποιονδήποτε φορέα θέλει και επιθυμεί να συνεργαστούμε για να ζήσει ο κόσμος».