Το Μεγάλο Σάββατο, οι πιστοί μαζεύονται στις εκκλησίες λίγο πριν από τα μεσάνυχτα για να γιορτάσουν την ανάσταση του Ιησού.
Ο ιερέας προβάλει στην πύλη ψάλλοντας το «Δεύτε λάβετε Φως…» και αμέσως μετά ψάλλεται το «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι, ζωήν χαρισάμενος».
Η ώρα της Ανάστασης του Ιησού έχει προκαλέσει διαφωνίες ανάμεσα σε πολλούς μελετητές. Κανένας από τους τέσσερις Ευαγγελιστές δεν κάνει σαφή αναφορά ως προς την ώρα.
Ο Λουκάς έγραψε πως έγινε την πρώτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή την Κυριακή, κάπου τα χαράματα: «Τη δε μια των Σαββάτων, όρθρου βαθέως ήλθον επί το μνήμα».
Ο Ματθαίος γράφει «Οψέ Σάββατων τη επιφωσκούση εις μίαν Σαββάτων», τοποθετώντας την κάπου μέχρι την ανατολή του ηλίου πάλι την Κυριακή.
Ο Μάρκος αναφέρει και αυτός την Κυριακή αλλά αναφέρει πως έγινε μετά τη δύση του ηλίου, αναφέροντας συγκεκριμένα «Λίαν πρωί της μιας Σαββάτων έρχονται επί το μνημείον ανατείλαντος του ηλίου».
Τέλος ο Ιωάννης, γράφει πως έγινε όταν πέρασε το Σάββατο και πως ήταν ακόμα σκοτάδι: «Έρχεται πρωί σκοτίας έτι ούσης εις το μνημείον».
Όλοι συμφωνούν στην ημέρα, αλλά όχι στην ώρα. Κι αυτό μάλλον συμβαίνει γιατί δεν ενδιαφέρθηκαν και πολύ για την ώρα , θεωρώντας καθοριστική την επιβεβαίωση της ημέρας. Γιατί ήθελαν να τονίσουν ότι όλα έγιναν όπως τους τα είχε πει ο Ιησούς.
Ο Χριστός είχε πει στου μαθητές Του ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο και την τρίτη ημέρα θα αναστηθεί. Έτσι θέλουν να κάνουν σαφές πως η ημέρα της ανάστασης ήταν η Κυριακή.
Ο Ιησούς πέθανε το μεσημέρι της Παρασκευής και μέχρι τα μεσάνυχτα, μέτρησε η πρώτη μέρα. Το Σάββατο ήταν η δεύτερη ημέρα και αμέσως μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησε η τρίτη.
Έτσι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ορίσει σαν ώρα Αναστάσεως, τη στιγμή που ξεκινά η τρίτη ημέρα, το πρώτο λεπτό μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής, με το σκεπτικό πως όποτε και αν αναστήθηκε μέσα στη μέρα, η σωστή ώρα βρίσκεται κάπου μέσα στην Κυριακή.