Η Εκκλησία τίμησε με κάθε επισημότητα τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο στη νεκρώσιμη ακολουθία. Και η παρουσία των 12 μητροπολιτών ήταν ενδεικτική της επισημότητας που θέλησαν να προσδώσουν στην κηδεία, αλλά και τα άμφια που επέλεξαν να φορέσουν.
Όπως διαβάζουμε από τις εκκλησιαστικές παραδόσεις, η εξόδιος ακολουθία τελείται με λευκά άμφια, το χρώμα της Ανάστασης και του φωτός, γιατί η υμνολογία της ακολουθίας είναι αναστάσιμη και ευφρόσυνη.
Αναφορικά με τα ιερά άμφια, διαβάζουμε σε μελέτη του αρχιμανδρίτη Γεωργίου Χρυσοστόμου:
Τό χρυσό συμβολίζει τήν ἀπαστράπτουσα λάμψη τοῦ θείου, τήν οὐράνια δόξα, τήν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ καί τήν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ . Τό λευκό χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τή φύση.
Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή τοῦ σώματος, ὑγιοῦς ἤ ἀσθενοῦς. Συμβολίζει τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τή λαμπρότητα, τή χαρά, τή νίκη καί τή δικαιοσύνη. Τό λευκό εἶναι τό κατεξοχήν ἱερατικό χρῶμα στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς
Τό κόκκινο συναντᾶται στήν περιγραφή ἀκριβῶν ὑφασμάτων καί στίς τελετές ἐξαγνισμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Συμβολίζει, ἀνάλογα μέ τήν ἀπόχρωσή του, τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια, τόν πλοῦτο, τήν εὐημερία, τή βασιλική ἀξία, τό αἷμα, τή ζωή, τή θυσία, τή βία καί τόν πόλεμο.
Τό πορφυρό ἦταν τό πολυτιμότερο ἀπό τά ἀρχαῖα χρώματα. Προερχόταν ἀπό ἕνα ὀστρακόδερμο, πού βρισκόταν στή Μεσόγειο. Γιά τήν παραγωγή μιᾶς οὐγκιᾶς βαφῆς ἀπαιτοῦνταν 250.000 μαλάκια.
Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἡ μεγάλη ἀξία του. Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ὡς βασιλικό χρῶμα. Συμβολίζει τόν πλοῦτο καί τή βασιλική ἀξία. Μαζί μέ τό μπλέ καί τό κόκκινο χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή ἱερῶν καί πολύτιμων ὑφασμάτων.
Τό πράσινο χρησιμοποιεῖται συνήθως γιά τήν περιγραφή τῶν φυτῶν καί τήν ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κατά συνέπεια, συμβολίζει τή νέα βλάστηση, τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα 55 . Τό μπλέ συναντᾶται, κυρίως, στήν Παλαιά Διαθήκη γιά νά δηλώσει τά ἱερά ὑφάσματα. Σχετικά μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τό χρῶμα μίας πληγῆς ἤ μπορεῖ νά ἀναφέρεται καί στήν ἴδια τήν πληγή.
Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, ὡς σύμβολο πλούτου καί τῆς διαφορᾶς πού προκύπτει ἐξαιτίας του. Συμβολίζει τόν οὐρανό, τό στερέωμα, τόν παράδεισο καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τό μαῦρο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά συχνότερα χρησιμοποιούμενα στήν Ἁγία Γραφή χρώματα.
Περιγράφει τό μεσονύκτιο, τό ἀσθενές σῶμα, τά ὑγιῆ μαλλιά, τά πρόσωπα τῶν πτωμάτων, τόν οὐρανό, τή σκίαση τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Γενικά, συσχετίζεται μέ τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας.
Συμβολίζει τήν ἁμαρτία, τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τόν θάνατο, τό πένθος· ἐπιπλέον, τή μετάνοια καί τή λύπη.
Διαβάζουμε επίσης σε άλλη μελέτη για τα ιερά άμφια:
Τά χρώματα, στούς διάφορους πολιτισμούς τῆς γῆς, γίνονται μία ἀνθρώπινη γλῶσσα γιά τήν ἔκφραση καί τήν ἐπικοινωνία τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων καί τῶν κοινῶν ἀξιῶν. Η γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ τά χρώματα γιά νά ἐκφράσει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στήν Καινή Διαθήκη, σέ ἀντίθεση μέ τήν Παλαιά, συναντᾶται ἐξαιρετικά περιορισμένη χρήση τῶν χρωμάτων. Αὐτό δέν ὀφείλεται σέ συνειδητή ἀποστροφή τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν, ἀλλά στήν ἀναγκαιότητα κρίσης τῶν πραγμάτων μέ πνευματικά κριτήρια. Τό βιβλίο, πού χρησιμοποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα τούς συμβολισμούς τῶν χρωμάτων, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἐπιτυγχάνοντας νά ἐκφράσει μέσῳ αὐτῶν τήν ἑκάστοτε θεολογική ἀλήθεια. Ἄς δοῦμε μερικά παραδείγματα τῆς χρήσης τῶν χρωμάτων στή βιβλική γλῶσσα:
Τό χρυσό συμβολίζει τήν ἀπαστράπτουσα λάμψη τοῦ Θείου, τήν οὐράνια δόξα, τήν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ καί τήν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ.
Τό λευκό χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τή φύση. Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή τοῦ σώματος, ὑγιοῦς ἤ ἀσθενοῦς. Συμβολίζει τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τή λαμπρότητα, τή χαρά, τή νίκη καί τή δικαιοσύνη. Τό λευκό εἶναι τό κατεξοχήν ἱερατικό χρῶμα στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Τό κόκκινο συναντᾶται στήν περιγραφή ἀκριβῶν ὑφασμάτων καί στίς τελετές ἐξαγνισμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Συμβολίζει, ἀνάλογα μέ τήν ἀπόχρωσή του, τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια, τόν πλοῦτο, τήν εὐημερία, τή βασιλική ἀξία, τό αἷμα, τή ζωή, τή θυσία, τή βία καί τόν πόλεμο.
Τό πορφυρό ἦταν τό πολυτιμότερο ἀπό τά ἀρχαῖα χρώματα. Προερχόταν ἀπό ἕνα ὀστρακόδερμο, πού βρισκόταν στή Μεσόγειο. Γιά τήν παραγωγή μιᾶς οὐγγίας βαφῆς (δηλ. περίπου 25 γραμμαρίων) ἀπαιτοῦνταν 250.000 μαλάκια. Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἡ μεγάλη ἀξία του. Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ὡς βασιλικό χρῶμα. Συμβολίζει τόν πλοῦτο καί τή βασιλική ἀξία. Μαζί μέ τό μπλέ καί τό κόκκινο χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή ἱερῶν καί πολύτιμων ὑφασμάτων.
Τό πράσινο χρησιμοποιεῖται συνήθως γιά τήν περιγραφή τῶν φυτῶν καί τήν ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κατά συνέπεια, συμβολίζει τή νέα βλάστηση, τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα.
Τό μπλέ συναντᾶται κυρίως στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά δηλώσει τά ἱερά ὑφάσματα. Σχετικά μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τό χρῶμα μίας πληγῆς ἤ μπορεῖ νά ἀναφέρεται καί στήν ἴδια τήν πληγή. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, ὡς σύμβολο πλούτου καί τῆς διαφορᾶς πού προκύπτει ἐξαιτίας του. Συμβολίζει τόν οὐρανό, τό στερέωμα, τόν παράδεισο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Τό μαῦρο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά συχνότερα χρησιμοποιούμενα στήν Ἁγία Γραφή χρώματα. Περιγράφει τό μεσονύκτιο, τό ἀσθενές σῶμα, τά ὑγιῆ μαλλιά, τά πρόσωπα τῶν πτωμάτων, τόν οὐρανό, τή σκίαση τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Γενικά, συσχετίζεται μέ τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Συμβολίζει τήν ἁμαρτία, τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τόν θάνατο, τό πένθος· ἐπιπλέον, τή μετάνοια καί τή λύπη.
Μέχρι τόν 9ο αἰ. τά χρώματα τῶν ἀμφίων δέν εἶχαν καμία ἰδιαίτερη σημασία στή χριστιανική λατρεία. Ἀσφαλῶς κυριαρχοῦσε τό λευκό, ἐπειδή στόν μεσογειακό πολιτισμό ἦταν τό χρῶμα τῆς ἑορτῆς καί τῶν σημαντικῶν γεγονότων. Ἀπό τή διαδεδομένη χρήση του ἦταν εὔκολη ἡ μετάβαση στή συμβολική ἑρμηνεία. Ἡ ἀρχή ἑρμηνείας τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν ἔγινε μέ τόν λευκό βαπτισματικό χιτῶνα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στή Μυσταγωγική Κατήχηση τῶν νεοφωτίστων: «Πῆρες, λοιπόν, τά λευκά ἐνδύματα τῆς ἀκακίας κατά τόν προφητικό λόγο· “ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι”.» Ἰδιαίτερα κατά τή βυζαντινή περίοδο, τό βασικό χρῶμα τῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφίεσης εἶναι τό λευκό «διά τό καθαρόν τῆς χάριτός τε καί φωτεινόν». Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίοδος τῶν νηστειῶν, ὁπότε τό λευκό χρῶμα ἀντικαθίσταται ἀπό τό κόκκινο.
Στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἐντοπίζονται ἴχνη λειτουργικῶν χρωμάτων μέ τή σημερινή ἔννοια. Μεταξύ τοῦ 4ου καί τοῦ 5ου αἰ. ἔχουμε μαρτυρίες, πού κάνουν λόγο γιά «λαμπρά ἱμάτια». Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπόθεση, ὅτι ἀναφέρονται σέ πολυχρωμία καί λαμπρότητα. Σχετικά μέ τά ἄμφια τῶν λειτουργῶν στή θεία λατρεία, οἱ μαρτυρίες ἀπέχουν πολύ μεταξύ τους, τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ 8ου αἰ.
Ἐνῶ ἐξειδικεύονται τά ἄμφια γιά τή θεία λατρεία, σχετικά μέ τά χρώματα δέν ὑπάρχει κανένας κανονισμός καί ἰσχύει μεγάλη ἐλευθερία. Εἰδικά ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική τελετουργία ἔχει τή δυνατότητα νά προσλάβει διάφορες πολιτιστικές «προσχώσεις». Ἔτσι, ἔχει ἐνσωματώσει στό τυπικό της στοιχεῖα καί ἐπιδράσεις πολιτιστικές, ὅπως στοιχεῖα μεγαλόπρεπης συμβολικῆς ἀπό τό τυπικό τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
ΣΤ. Τό χρῶμα τῶν ἱερῶν ἀμφίων στή λειτουργική μας παράδοση
Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν βρίσκεται σέ ἰσχύ ἕνας κοινός χρωματικός κανόνας. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ἀθανάσιος: «Ὁ βυζαντινός λειτουργικός τύπος, ἀντιθέτως πρός τόν δυτικόν, δέν γνωρίζει διά τά ἄμφια χρωματικόν κανόνα ὑπό τήν στενωτέραν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ὅλα τά χρώματα ἐπιτρέπονται εἰς αὐτόν καί συμβάλλουν, παρά τήν ἀταξίαν των, εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ αἰσθήματος τῆς βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας κατά τάς ἱεράς τελετάς». Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀναγνωρίζει ὅτι μεταξύ τῶν χρωμάτων «τά φωτεινά (λευκόν, πράσινον, κίτρινον), προτιμῶνται κατά τάς ἑορτάς, ἐνῶ τά σκοτεινά (ἐρυθρόν, ἰῶδες, μέλαν) κατά τάς ἡμέρας μετανοίας καί πένθους». Συνεπῶς, ἀπό τή μία πλευρά, ὁμολογεῖται ἡ ἀταξία πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπουσία ἑνός χρωματικοῦ κανόνα, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀναγνωρίζεται ἡ σύνδεση μεταξύ χρωμάτων καί ἑορτῶν.
Παρόμοια σύνδεση συναντᾶται καί στά μοναστηριακά Τυπικά, τά ὁποῖα ἀνέκαθεν προέβλεπαν κάποιο χρωματικό κανόνα στά ἱερά ἄμφια. Μέ τή διαφορά, ὅτι δέν προτείνεται πάντοτε σ᾽ αὐτά μόνον ἕνα χρῶμα γιά κάθε ἑορτή, οὔτε ὑπάρχει ὁμοφωνία ἀπό Τυπικό σέ Τυπικό.
Ζ. Ἡ σημερινή πραγματικότητα
Στή λειτουργική μας πράξη, ἰδιαίτερα κατά τά συλλείτουργα, παρατηρεῖται μιά ἀναρχία καί, ὥς ἕνα βαθμό, σύγχυση σχετικά μέ τό χρῶμα τῶν ἀμφίων: «Ἔτσι γινόμαστε μάρτυρες τῶν πιό ἀπίθανων πολλές φορές πολυχρωμιῶν, χωρίς κανένα συνδυασμό ἤ χωρίς ἴχνος ἁρμονίας. Ἄλλο χρῶμα ἔχουν τά ἄμφια τῆς ἁγίας τράπεζας, ἄλλο τῆς προθέσεως, ἄλλο τά καλύμματα τῶν τιμίων δώρων, ἄλλο τά ἄμφια τοῦ ἀρχιερέα, ἄλλο τά ἄμφια καθενός ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἄλλο τῶν διακόνων. Ἀφήνουμε πώς πολλές φορές ἡ ἴδια ἡ ἱερατική στολή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα μωσαϊκό χρωμάτων καί ἀποχρώσεων …».
Πρέπει, ὅμως, νά παραδεχθοῦμε ὅτι, κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἡ αἰσθητική τῶν ἱερῶν ἀμφίων ἔχει βελτιωθεῖ. Ιδιαιτέρως στά ἱερά συλλείτουργα, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἱερῶν πανηγύρεων, ἤ ἄλλων Ἀκολουθιῶν, στὶς ὁποῖες οἱ συμμετέχοντες κληρικοί ἐνδείκνυται νά φέρουν, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὁμοιόχρωμα, ὁμοιόμορφα, καθαρά καί ἐπίσημα, ἀλλά πάντως οὐχί ἐξεζητημένα ἄμφια. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί μέ βάση ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν στίς προηγούμενες ἑνότητες, καθώς καί τή διαμορφωθεῖσα σύγχρονη πραγματικότητα, τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων θά μποροῦσαν νά κωδικοποιηθοῦν ὡς ἀκολούθως:
Α. Χρυσό ἤ κίτρινο –Συμβολισμοί.
Τό χρυσό χρῶμα φέρει τή σημασία τῆς βασιλικῆς ἀξίας καί τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητας. Ἡ συμβολική σημασία τοῦ χρυσοῦ, σέ πνευματικό ἐπίπεδο, ἀφορᾶ στή σημασία τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Ἡ βασιλική ἀξία τοῦ ἐπουράνιου βασιλέα ἑνώνεται μέ τή δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδας.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Δεσποτικές ἑορτές, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Μ. Σαββάτου.
β) Μνῆμες προφητῶν, ἀποστόλων καί ἱεραρχῶν.
γ)Ἐπίσημες ἑορτές καί τελετές, ἀντικαθιστώντας τό λευκό ἤ συνδυαζόμενο μέ ἄλλα χρώματα.
Β. Λευκό –Συμβολισμοί.
Ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἑορταστικό χρῶμα. Παραπέμπει στή λαμπρότητα τῶν ἐνδυμάτων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, στήν ἁγνότητα τῶν νεοφώτιστων καί, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, θά εἶναι τό ἔνδυμα τῶν σεσωσμένων.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Κυριακή τοῦ Πάσχα καί σέ ὅλη τήν μεταπασχάλια περίοδο.
β) Κυριακές τοῦ ἔτους, ὅταν ἡ ἑορτολογική συγκυρία δέν ἐπιβάλλει τή χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος.
γ) Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.
δ) Μυστήριο τοῦ Γάμου.
ε) Χειροτονίες.
στ) Νεκρώσιμες Ἀκολουθίες. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι «δέν πρέπει νά ἐνδυόμαστε σκοῦρα ἐνδύματα ἐδῶ πάνω στή γῆ, διότι στούς οὐρανούς ἐκεῖνοι (οἱ κεκοιμημένοι) ἤδη ἐνδύθηκαν λευκά ἐνδύματα», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρθαγένης. Εἶναι γεγονός, ὅτι τό λευκό ἐκφράζει πιό εὔγλωττα τόν πασχάλιο χαρακτῆρα τοῦ θανάτου καί τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν καί δεήσεων γιά τούς κεκοιμημένους. Ζητοῦμε τήν ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, καλύπτονται μέ τή λευκότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
ζ) Ἑορτές καί μνῆμες ἁγίων, ὅταν δέν προβλέπεται ρητά ἡ χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος ἤ ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ἄλλου χρώματος.
Σημ.: Τό στιχάριο (τοῦ ἱερέως καί τοῦ ἀρχιερέως) θά πρέπει νά εἶναι πάντοτε λευκό.
Γ. Μπλέ – Συμβολισμοί.
Τό μπλέ εἶναι τό χρῶμα, πού φανερώνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ χρήση τοῦ μπλέ δικαιολογεῖται μέ δεδομένο, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἀναδείχθηκε ἐκλεκτό δοχεῖο καί σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δύο φορές ἔγινε ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ Θεοτόκο, τήν πρώτη φορά κατά τόν Εὐαγγελισμό καί τή δεύτερη κατά τήν Πεντηκοστή.
Ἡ ἡγουμένη Ταϊσία τοῦ Λεουσένι μαρτυρεῖ ὅτι εἶδε σέ ὅραμα τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἐνδεδυμένο μέ βελούδινο ἔνδυμα, γαλάζιου χρώματος.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Θεοφάνεια.
β) Θεομητορικές ἑορτές.
γ) Μνῆμες ἀγγέλων.
Δ. Κόκκινο – Συμβολισμοί.
Παραπέμπει στό αἷμα, πού ἔχυσε ὁ Χριστός κατά τό πάθος, καθώς καί τὸ αἷμα πού ἔχυσαν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς πίστεως. Συμβολίζει, ἀκόμη, τή ζέση τῆς πίστεως καί τή φλόγα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέχρι καί τή θυσία τοῦ αἵματος.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Μεγάλη Πέμπτη (πρωί).
β) Ἑορτές μαρτύρων.
Ε. Πράσινο – Συμβολισμοί.
Παραπέμπει στήν καρποφορία τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἶναι τό χρῶμα τῆς γῆς πού ἀνανεώνεται καί τῆς σταθερῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐποχῶν. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται τό κατεξοχήν χρῶμα τῆς ἐλπίδας, τῆς ὁσιακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, πού συντελεῖ στή ζωοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἕνα χρῶμα πού ξεκουράζει καί πού ἐκφράζει τήν καθημερινότητα, διαρκῶς καί σταθερά προσανατολισμένη στή μέλλουσα ζωή.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Κυριακή Βαΐων.
β) Ἑορτές Τιμίου Σταυροῦ.
γ) Μνῆμες ὁσίων.
ΣΤ. Μώβ – Συμβολισμοί.
Χρῶμα, πού παραπέμπει στό θεῖο Πάθος. Γενικώτερα, ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς ταπείνωσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ σταυρικός θάνατος ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τοῦ ἐπίγειου ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού θυμίζει τήν ἀνάπαυση τοῦ Δημιουργοῦ κατά τήν ἕβδομη ἡμέρα. Μπορεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσει πόνο καί ἐλπίδα. Τό μώβ εἶναι προτιμότερο ἀπό τό μαῦρο, διότι ὁμοιάζει περισσότερο μέ τό πορφυρό, πού ἦταν ἀνέκαθεν τό χρῶμα τῶν ἀμφίων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε, ἡ ἑβραϊκή λέξη πορφύρα περιλαμβάνει δύο εἴδη: τό κόκκινο καί τό βιολετί.
Ἐνδεδειγμένη χρήση:
α) Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
β) Μεγάλη Ἑβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τῶν Μεγάλων Ὡρῶν (Μ. Παρασκευή πρωί).
«Ἐν κατακλεῖδι …»
Στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἡ λειτουργική ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κατέχει σημαντική θέση, μέ τούς συμβολισμούς κάθε ἀμφίου. Τό χρῶμα ἀποτελεῖ κυρίαρχο σύμβολο στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων. Τά σεμνά καί ὡραῖα χρώματα προκαλοῦν καί τά ἀνάλογα συναισθήματα. Ἡ χρωματική ἁρμονία βοηθᾶ αἰσθητικά τούς πιστούς νά μετέχουν στά τελούμενα, νά συγκεντρώνονται καί νά μή διασπᾶται ἡ προσοχή τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ εὐταξία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ χρωματική ἀταξία δέν συνδυάζεται μέ τήν οὐράνια τάξη τῆς θείας λατρείας. Ὁ καθορισμός συγκεκριμένων χρωμάτων στά ἱερά ἄμφια ἀφορᾶ, ὄχι μόνον τήν τελετουργική, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιολογία, καθώς ὀφείλουμε νά κάνουμε τά πάντα μέ εὐσχημοσύνη,σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια καί σημασία τῆς Παύλειας προτροπῆς στή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας: «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. 14,40). Ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη γιά εὐκοσμία καί τάξη, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν πατερική γραμματεία, ἐξωτερικεύεται δημιουργώντας παράδοση.
Θά πρέπει νά βροῦμε τό μέτρο μεταξύ τῆς ἀχαλίνωτης χρήσης τῶν χρωμάτων, πού δημιουργεῖ ἀταξία, καί τῆς τυπολατρικῆς συμμόρφωσης σέ ἕνα χρωματικό κανόνα. Τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων γίνονται σημαντικά μόνον ἐάν συνδέονται μέ τή μαρτυρία μίας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο.
Συνεπῶς, δέν ἀρκεῖ ἀπό μόνο του τό λευκό, γιά νά ἑορτάσουμε μία ἑορτή, οὔτε τό κόκκινο γιά νά μεταδώσουμε τή φλόγα τοῦ πνεύματος ἤ τόν ζῆλο τῶν μαρτύρων γιά τό Εὐαγγέλιο.
Σέ τελετουργικό ἐπίπεδο, τά χρώματα καθίστανται ἀπαραίτητα ἐπικοινωνιακά σύμβολα μόνον ἐάν συνδέονται μέ ἄλλα λειτουργικά στοιχεῖα, ἱκανά νά ἐκφράσουν τήν πνευματικότητα τοῦ λειτουργοῦ καί τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν, πού μετέχουν ἐνεργά καί ἐνσυνείδητα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Διαφορετικά, καί τά χρώματα τῶν ἀμφίων, ἀλλά καί τά ἴδια τά ἄμφια, παρά τήν ἱερότητά τους, καταντοῦν νά συνδέονται μέ μία ἰδιοτροπία, τή γραφικότητα ἤ, ἁπλῶς, μέ τή ματαιότητα.