Παρόλες τις απαγορεύσεις κυβέρνησης και λοιμωξιολόγων εναντίον της Ανάστασης, χιλιάδες Κερκυραίοι τις αγνόησαν και βγήκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν όπως έκαναν και πριν την πανδημία την μεγαλύτερη γιορτή της Ελληνορθοδοξίας, σε εικόνες που σφύζουν από υγεία και «κανονικότητα».
Χιλιάδες «μπότηδες» έπεσαν και φέτος από τα ψηλά μπαλκόνια και τα παραθυρόφυλλα, στην καρδιά της Παλιάς Πόλης της Κέρκυρας για να διώξουν τα «μολύσματα» και μοχθηρά πνεύματα από το νησί, αλλά και να θυμίσουν την Ανάσταση του Κυρίου και την νίκη του έναντι του Άδη.
Το έθιμο που χάνεται στα βάθη των χρόνων, σηματοδοτεί την πρώτη Ανάσταση του Κυρίου και είναι γνωστό σε όλη την υφήλιο, ενώ φέρεται ότι ακολουθείται πιστά από τα χρόνια της Ενετοκρατίας στο νησί όταν οι εορτές του Πάσχα και συγκεκριμένα η Ανάσταση επιτρεπόταν στους Κερκυραίους να γιορτάζεται μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Λαμβάνει χώρα, αμέσως μετά το πέρας της λιτανείας του Αγίου Σπυρίδωνα, η οποία φέτος τελέστηκε με την τήρηση όλων των μέτρων ασφαλείας γύρω μόνο από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.
Οι «μπότηδες» είναι μεγάλα ή μικρά κεραμικά, βαμμένα κατακκόκινα δοχεία, γεμάτα νερό, με στενό στόμιο και δυο χερούλια στο πλάι, που είναι δεμένα με κόκκινες κορδέλες.
Σκοπός τους είναι να «σκάσουν» στο έδαφος και να γίνουν χίλια κομμάτια, αυτά τα κομματάκια θα πάρουν πολλοί στο σπίτι τους για να τα κρατήσουν ως φυλακτό ή καλοτυχία. Κατά τη διεξαγωγή του εθίμου ακούγονται κανονιοβολισμοί από το Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας, ενώ όλοι ανταλλάσσουν πασχαλιάτικες ευχές.
Νωρίτερα, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου η Κέρκυρα «σείστηκε» από ένα «μεγάλο σεισμό», καθώς στις 6.00 το πρωί στον Ιερό Ναό της Παναγίας των Ξένων, αναβίωσε το έθιμο του τεχνητού σεισμού που προκαλείται με θόρυβο, από το κούνημα όλων των εικόνων και των καντηλιών.
Ακολούθησε η περιφορά του Επιταφίου της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνος μαζί με το Σεπτό Σκήνωμα του Αγίου, στο προαύλιο του Αγίου Σπυρίδωνα. Το έθιμο ακολουθείται πιστά από το 1574 όπου καθιερώθηκε σε ανάμνηση του θαύματος του Αγίου, που έσωσε τον κερκυραϊκό λαό από τη σιτοδεία.