Η ιστορία των Αγίων Παθών είναι η ιστορία του πιο παράξενου Ανθρώπου που πέρασε ποτέ από τη γη μας, από τον επίγειο κόσμο μας. Του Ανθρώπου στον οποίο υπάκουαν ακόμα και τα στοιχεία της φύσης: οι άνεμοι και τα κύματα. Αυτού που ήρθε στη γη σαν Θεός και Άνθρωπος μαζί. Θεός για εκείνους που γιάτρευε και για τη φύση που τον υπάκουε, και θνητός για τον εαυτό Του, όπως απαιτούσε η επιταγή του Πατέρα Του, η θεία αποστολή και ο προορισμός Του.
Έτσι εξηγείται γιατί ο Ιησούς Χριστός (γιατί Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής της εν λόγω ιστορίας) άφησε να τον συλλάβουν και να τον πάνε στο δικαστήριο με την κατηγορία του βλάσφημου και του προδότη. Άφησε να τον λοιδορήσουν και να τον θανατώσουν πάνω στον Σταυρό, για να τον θάψουν σαν όλους τους άλλους νεκρούς σ’ έναν τάφο, απ’ όπου αναστήθηκε ως Θεός την τρίτη μέρα από την ταφή Του…
Την ιστορία των Αγίων Παθών την ακούμε ή τη διαβάζουμε τις μέρες του Πάσχα συγκινημένοι, γιατί μας αγγίζουν προσωπικά τα λόγια του Ευαγγελίου της Εκκλησίας μας. Όσο κι αν είναι καταθλιπτική η αφήγησή του για την πορεία ζωής του Χριστού και το θάνατό Του, βεβαρημένη από τα άγχη, την αγωνία και τα βασανιστήρια που υπέστη από τους ανθρώπους, είναι ταυτόχρονα και ανακουφιστική στο τέλος της.
Ανακουφιστική γιατί περνά το αναστάσιμο μήνυμα ότι, και μέσα απ’ την αθλιότητα, την εκδικητικότητα, την αδικία και την κακία, μπορεί να ξεπηδήσει το φως της αγάπης προς τον πλησίον και το φως της συγχώρεσης, αρκεί να υπάρχει ειλικρινής μετάνοια και προσευχή για λύτρωση από την αμαρτία.
Περνά το μήνυμα ότι και οι πιο φτωχοί, οι πιο περιφρονημένοι και καταφρονεμένοι αυτού του κόσμου μπορούν να σπάσουν τις αλυσίδες των δεσμών τους και με πίστη στον Υιό του Ανθρώπου να βαδίσουν ”εν μετανοία” και ταπεινότητα προς την ελευθερία με ήσυχη συνείδηση και την πεποίθηση ότι οδεύουν στο αύριο με τον θεϊκό Γαλιλαίο στο πλευρό τους.
Αυτήν την μετάνοια, την ταπεινότητα, το θάρρος, τη γενναιότητα και την πίστη σ’ Αυτόν, διάβασε ο Ιησούς στα μάτια τού ”εκ δεξιών” ληστή του σταυρού και του άνοιξε τις πύλες του Παραδείσου (κατά Λουκά κγ’ 39-43: ”Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω”).
Ήταν λίγο πριν το τέλος του θείου δράματος, που άνοιξε το δρόμο στην Ανάσταση του Κυρίου και – δι’ Αυτής – στη λύτρωση της ανθρωπότητας και τη σωτηρία του ανθρώπου, αφού ο θάνατος του Θεανθρώπου επί του Σταυρού ήταν μια εξιλαστήρια πράξη θυσίας η οποία ολοκλήρωνε τον κύκλο των Αγίων Παθών Του από τη σύλληψη και τα μαρτύρια ως τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του, η οποία σηματοδοτεί την κατάργηση του εσχάτου εχθρού, του θανάτου (Α΄ Κορ.15,26), …
Στην ιερή πόλη της Ιερουσαλήμ δονούσε από καιρό τον αέρα το μίσος των Γραμματέων και των Φαρισαίων υποκριτών. Τους κρατούσε άγρυπνους από εκδικητικότητα μετά την ολομέτωπη επίθεση του Χριστού εναντίον τους (βλ. κατά Ματθαίον: ”Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, οι διυλίζοντες τον κώνωπα, την δε κάμηλον καταπίνοντες”).
Τους κρατούσαν ξάγρυπνους, προπάντων, τα απίστευτα και αλληλοδιαδοχικά θαύματα του Ιησού [κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, 9:1-11], όπως αυτά: του δαιμονισμένου κωφάλαλου [κατά Μάρκο, 7,31-37], της ανάστασης εκ νεκρών της κόρης του Ιαείρου [κατά Λουκάν, η’ 41-56], της θεραπείας ενός λεπρού [κατά Μάρκον, 1: 41], της σίτισης 5.000 ανθρώπων [κατά Ματθαίον, 15: 32-38], της ημέρεψης της καταιγίδας στη θάλασσα της Ιουδαίας [κατά Λουκάν, 8: 22-25], της ανάστασης του Λαζάρου [κατά Ιωάννην, 11: 43-45] κλπ, με επιστέγασμα την Ανάσταση του ίδιου του Ιησού Χριστού [κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: 28,1] και άλλους) τρεις μέρες μετά την ταφή του.
Τους κρατούσε ξάγρυπνους η θριαμβική υποδοχή Του στην είσοδο της Ιερουσαλήμ πάνω σε γαϊδουράκι που κουβαλούσε το πολύτιμο φορτίο του από το Όρος των Ελαιών και τώρα δυσκολευόταν να προχωρήσει στον δρόμο τον στρωμένο με ανθισμένα κλαδιά, πολύχρωμα υφάσματα και λουλούδια.
Ήταν ριγμένα όλα από το πλήθος το οποίο έσπευδε να προϋπαντήσει τον ”υψηλό” καβαλάρη κρατώντας βάγια από φοινικιές και ψάλλοντας με ενθουσιασμό: ”Ωσαννά τω υιώ Δαυΐδ· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου • ωσαννά εν τοις υψίστοις!” (κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο: 11, 1-11 και 21, 1-9), κατά Λουκάν: 19, 28-38 και κατά Ιωάννην: 12, 12-19)…
Φευ! Αυτά ήταν ατράνταχτα τεκμήρια επικινδυνότητας για το υπάρχον σύστημα εξουσίας και γι’ αυτό Ρωμαίοι και Ιουδαίοι απέδειξαν γρήγορα ότι συγκροτούσαν από κοινού τα σκοτεινά πρόσωπα των Παθών του Χριστού μας.
Πρόσωπα που τον οδήγησαν τελικά – δια των επώδυνων επεισοδίων πόνου, αδικίας, σκληρότητας, δόλου, υποκρισίας και κακίας – στη Σύλληψη (8 μμ Πέμπτης με τη συνεργασία του προδότη μαθητή Του Ιούδα ), τη Δίκη-παρωδία και την Εκτέλεσή Του (11-12 το μεσημέρι της Παρασκευής) μέσα σε 15-16 ώρες.
Η βιασύνη των διωκτών του Ιησού να τον εξοντώσουν με βάση στρεψόδικα επιχειρήματα, φαίνεται απ’ το γεγονός ότι επικαλέστηκαν δόλο για το είδος των δήθεν εγκλημάτων του προκειμένου να παρακάμψουν τον Μωσαϊκό Νόμο που δεν επέτρεπε εκτελέσεις την παραμονή του Πάσχα (ημέρα Παρασκευή).
Το Μεγάλο Εβραϊκό Συνέδριο–Συμβούλιο (Σανχεδρίν) των αρχιερέων και το δικαστήριο όπου προήδρευε ο Καϊάφας), συγκεκριμένα, κατηγόρησαν τον Ιησού ότι εμφανιζόταν ως ”Βασιλεύς των Ιουδαίων” για να παρακάμψει τον Καίσαρα, ώστε να πετύχουν συνοπτική διαδικασία της δίκης από τον προκουράτορα της Ιουδαίας Πόντιο Πιλάτο (τίτλος ανώτατου άρχοντα που δίνονταν από τη βενετική και γενοβέζικη δημοκρατία), ο οποίος είχε τη δικαιοδοσία να επιβάλλει και και την ποινή του θανάτου ακόμα.
Σημειωτέον ότι το εμπόδιο της ”Παρασκευής” θα μπορούσε να ξεπεραστεί (χωρίς να παραβιαστεί ο Μωσαϊκός Νόμος) μόνο εάν η ποινή θανάτου που θα επιβαλλόταν στον κατηγορούμενο ήταν ”σταύρωση” κι όχι λιθοβολισμός. Και σταύρωση με εκτελεστές Ρωμαίους, όχι Εβραίους.
Έτσι έγινε και οδηγήθηκε ο Χριστός, μετά τη δίκη του από τον Άννα και τον Καϊάφα, στο Πραιτώριο (επίσημη κατοικία του Ρωμαίου Διοικητή Ηγεμόνα Πόντιου Πιλάτου). Ο Πιλάτος διέταξε τον ραβδισμό Του, για να πετύχει την εκτόνωση του μισαλλόδοξου εβραϊκού όχλου που κραύγαζε εν χορώ ”Σταυρωθήτω, σταυρωθήτω!!!”…
Όμως η οχλοβοή και οι άγριες διαθέσεις του κόσμου δεν έλεγαν να κοπάσουν αναγκάζοντας τον (de facto) έπαρχο της ρωμαϊκής επαρχίας της Ιουδαίας να εφαρμόσει διαζευκτικό συλλογισμό βάζοντας στη ζυγαριά της απελευθέρωσης (μιας και είχε δικαίωμα να απελευθερώσει έναν δεσμώτη λόγω Πάσχα) τον Ιησού Χριστό από την μια και τον εγκληματία Βαραββά από την άλλη.
Το άναρχο πλήθος ψήφισε υπέρ της απελευθέρωσης του Βαραββά. Το ίδιο ζήτησε και το ιερατείο με τους αρχιερείς του. Έτσι ο Πιλάτος, παρά τους δισταγμούς του για ηθικούς λόγους, συναίνεσε στη Σταύρωσή του Ιησού κραυγάζοντας: ”Το αίμα αυτού αφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών”.
Με μια πινακίδα κρεμασμένη από τον λαιμό που ανέγραφε ”Βασιλεύς Ιουδαίων”, αιμορραγώντας ακατάσχετα από το ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι και υπό το βάρος του Σταυρού Του, ο Ιησούς έφυγε από το Πραιτώριο και πήρε τον ανηφορικό δρόμο (με υπεράνθρωπη προσπάθεια), όπου λίγη ώρα μετά παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος της 33χρονης ζωής του.
Λίγο πριν τη Σταύρωση στον Γολγοθά, ο Ρωμαίος επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος τον ρώτησε αν ήθελε να του δώσει αρωματισμένο κρασί που προκαλούσε μέθη, για να μετριάσει τον πόνο του στο Σταυρό. Ο Ιησούς αρνήθηκε, για να έχει πνευματική διαύγεια μέχρι το τέλος.
Πάνω στο Σταυρό παιδεύτηκε επί τρεις ώρες. Εκδήλωσε αδυναμία, κάποια στιγμή, και απευθύνθηκε με παράπονο προς τον Θεό Πατέρα Του: ”Θεέ µου, Θεέ µου, γιατί µέ εγκατέλιπες;” (Ματθ. 27,46).Του ζήτησε, ακόμα, να συγχωρήσει τους εκτελεστές Του: ”Πάτερ, άφες αυτοίς • ου γαρ οίδασι τι ποιούσι” (κατά Λουκά 23,34).
Είπε στον μετανιωμένο ληστή στα δεξιά του: ”Αµήν λέγω σοι, σήµερον µετ’ εµού έση εν τω παραδείσω” (κατά Λουκά: 23,43). Απευθύνθηκε στην μητέρα του Μαρία λέγοντας: ”Γύναι, ίδε ο υιός σου” (κατά Ιωάννη 19,26) και τον μαθητή του Απόστολο Ιωάννη ”Ιδού η µήτηρ σου” (Ιωαν. 19,27).
Ψέλλισε τη φράση ”Διψώ” (Ιωαν 19,28) την ώρα που το αίµα Του έρρεε (γι’ αυτό και διψούσε) κατά τη δύση του ήλιου. Πριν να ξεψυχήσει (την ώρα ενός τρομερού σεισμού) πρόλαβε να πει τη φράση: – ”Πάτερ, εις χείρας σου παρατίθεμαι το πνεύμα μου” (κατά Λουκά: 23,46) και μια τελευταία με την οποία ξεψύχησε: ”Τετέλεσται” (Ιωαν.19,30).
Είχε τελειώσει την ιερή αποστολή Του πάνω στη γη, που ήταν επικεντρωμένο στη σωτηρία του ανθρώπου. Αποστολή την οποία επισφράγισε με το αίμα και τον θάνατό Του. Όμως το τραγικό τέλος Του έγινε προσήμανση της Ανάστασής Του.
Μιας Ανάστασης με πολλά μηνύματα και πολλούς αποδέκτες, αφού: 1. Σηματοδότησε τη νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο (βλ. τροπάριο Πασχαλινής Θείας Λειτουργίας: Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,//θανάτῳ θάνατον πατήσας,//καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι,//
ζωὴν χαρισάμενος!). 2. Έστειλε το μήνυμα ότι η πραγματική ζωή αρχίζει μετά θάνατον, στη Δευτέρα Παρουσία, για την κατάκτηση της οποίας ο ίδιος δίδαξε με τη ζωή και το θάνατό Του την υπομονή, την πίστη, την ελπίδα, την αρετή, την εγκράτεια, τη συγχώρεση, την καλοσύνη, την αποδοχή της αδικίας προς χάριν της υπέρτατης δικαίωσης και της θυσίας προς χάριν του όλου, του ”εμείς” του κόσμου.
Ο αναστημένος Χριστός ήταν και είναι, τελικά, το Άγιο Φως που φωτίζει τη ζωή μας δίνοντάς μας δύναμη και κουράγιο για να την διανύσουμε με αξιοπρέπεια, πριν πάμε κοντά του περνώντας τη γέφυρα της μετάβασης απ’ την επίγεια ζωή στην αθανασία .