Όλοι γνωρίζουμε το θαύμα της ανάστασης του Λαζάρου, ο οποίος επανήλθε στη ζωή 4 ημέρες αφότου πέθανε. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν πώς συνέχισε τη ζωή του ο Λάζαρος.

Σύμφωνα με την χριστιανική παράδοση, ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος και «Δίκαιος», απέκτησε ακόμα έναν χαρακτηρισμό. Οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν «Τετραήμερος» αναφερόμενοι στο γεγονός ότι επανήλθε στην ζωή έχοντας πεθάνει ήδη τέσσερις ημέρες, σε αυτό που στην Καινή Διαθήκη περιγράφεται ως ένα από τα σημαντικότερα και χρονικά τελευταία θαύματα του Ιησού Χριστού.

Η παράδοση λέει, πάντως, πως μετά την ανάστασή του ο Λάζαρος έμεινε για πάντα σκυθρωπός, κάτι που αποδίδεται στα όσα είχε προλάβει να δει στον άλλο κόσμο, πριν ο φίλος του, Ιησούς, σταθεί μπροστά στο σπήλαιο που είχε ταφεί και αναφωνήσει το πασίγνωστο «Λάζαρε δεύρο έξω». Λένε ότι μόνο μια φορά «έσκασε» το… χειλάκι του όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα κεραμικό σκεύος και σχολίασε «το ένα χώμα κλέβει το άλλο»…

Όταν «έφυγε» από τη ζωή ήταν μόλις 30 ετών και ο Χριστός πληροφορήθηκε το γεγονός αλλά σκόπιμα άργησε να απαντήσει στις παρακλήσεις των δύο αδελφών του, Μάρθας και Μαρίας, που τον καλούσαν να μεταβεί στη Βηθανία και να τον σώσει. Όταν, μάλιστα, τελικά έφτασε εκεί του παραπονέθηκαν για την συμπεριφορά του, αφού τον είχαν φιλοξενήσει πολλάκις σε εκείνο το σπίτι και είχαν κρεμάσει όλες τις ελπίδες τους για ανάρρωση πάνω του.

«Κύριε, αν ήσουνα εδώ ο αδελφός μου δεν θα είχε αποθάνει. Αλλά και τώρα ξέρω, πως ότι ζητήσεις από τον Θεό θα σου το δώσει ο Θεός», είπε σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη η Μάρθα, η οποία όταν άκουσε τον Μεσσία να της λέει ότι ο Λάζαρος θα αναστηθεί, πίστεψε ότι αναφερόταν στην Δευτέρα Παρουσία. Εκείνος, όμως, ζήτησε να του δείξουν το σημείο ταφής και παρά τις προειδοποιήσεις ότι μετά από 4 ημέρες, η σορός θα μύριζε, έφτασε απέναντι στον λίθο που έφραζε την είσοδο του σπηλαίου και διέταξε να την σπρώξουν οι παρευρισκόμενοι.

Τότε έστρεψε το πρόσωπό του προς τον ουρανό ζητώντας από τον Πατέρα να τον ακούσει. Όπως και έγινε, με αποτέλεσμα να σηκωθεί ο τυλιγμένος ακόμη με το νεκροσέντονο, ο φασκιωμένος με σάβανα και σουδάρια Λάζαρος.

«Πατέρα μου, σ’ ευχαριστώ, διότι με άκουσες. Εγώ εγνώριζα πολύ καλά ότι πάντοτε με ακούς. Το εγνώριζα, αλλά το είπα τούτο, για να ακούσει ο λαός που στέκεται εδώ γύρω και να πιστέψουν ότι συ με έχεις στείλει», είπε ο Ιησούς, τη στιγμή που οι πιστοί γονάτιζαν και δόξαζαν το όνομά του.

Λίγες ημέρες νωρίτερα οι ίδιοι άνθρωποι ήταν έτοιμοι να τον λιθοβολήσουν, ενώ αργότερα θα τον υποδέχονταν ως Μεσσία στην Ιερουσαλήμ όπου και πάλι μερικά 24ωρα μετά θα του γύριζαν την πλάτη και θα τον έστελναν δια βοής στο σταυρό, επιλέγοντας να χαρίσουν την ζωή στον ληστή Βαραββά.

Η είδηση για το θαύμα ταξίδεψε γρήγορα σε ολόκληρη την Ιουδαία και εκτός από τον θαυμασμό των απλών ανθρώπων, προκάλεσε και τον φθόνο των Φαρισαίων. Αυτός ήταν και ο λόγος που προτιμήθηκε να εγκαταλείψει την περιοχή ο Λάζαρος και να μεταβεί στην Κύπρο προκειμένου να γλιτώσει από το τυφλό μίσος των αρχιερέων. Εκεί συναντήθηκε με τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα, οι οποίοι και τον χειροτόνησαν πρώτο επίσκοπο Κιτίου.

Λέγεται ότι ο Λάζαρος έζησε άλλα 30 χρόνια και τελικά πέθανε το 63μ.Χ σε ηλικία 60 ετών. Στον τάφο του τοποθετήθηκε η επιγραφή «Λάζαρος ο Τετραήμερος και φίλος του Χριστού», ενώ το 890 μ.Χ τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Λέοντα το σοφό, ο οποίος μάλιστα συνέθεσε τα λόγια του εσπερινού του Λαζάρου.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Σήμερα τα λείψανα βρίσκονται στην Κύπρο, σε εκκλησία της Λάρνακας.