Γιατί η ημερομηνία αυτής της γιορτής είναι κινητή και πώς καθορίζεται από τις δύο Εκκλησίες;
Η απάντηση βρίσκεται στους Εβραίους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν το σεληνιακό ημερολόγιο, που βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης. Εκείνα τα χρόνια γιόρταζαν το Πάσχα (ονομασία που βγαίνει από τη λέξη «πεσάχ» και σημαίνει «διέλευση») στις 14 του μήνα Νισάν, που ήταν η πρώτα μέρα της εαρινής ισημερίας ή η μέρα αμέσως μετά από αυτήν.
Η συγκεκριμένη ημέρα συνδέθηκε αμέσως με τον εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, από τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την Ανάσταση του Χριστού, και αυτό γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, ο Χριστός αναστήθηκε την πρώτη ημέρα μετά το εβραϊκό Πάσχα, που έτυχε να πέσει Σάββατο. Αρχικά, κάθε χριστιανική εκκλησία γιόρταζε το Πάσχα σε άλλη ημερομηνία, ενώ οι εθνικές εκκλησίες προτιμούσαν την Κυριακή. Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας αποφάσισε ότι το Πάσχα θα γιορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, ενώ αν η πανσέληνος γίνει εκείνη την Κυριακή, τότε η γιορτή μεταφέρεται για την αμέσως επόμενη Κυριακή. Έτσι, χριστιανικό και εβραϊκό Πάσχα δεν θα συνέπιπταν ποτέ, ενώ το χριστιανικό έθιμο συνδέθηκε και με το αστρονομικό φαινόμενο της πανσελήνου.
Οπότε, για να υπολογιστεί η ημερομηνία της Ανάστασης σε ένα έτος, αρκούσε η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Όμως το ημερολόγιο που ίσχυε εκείνη την εποχή ήταν αυτό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ. και το οποίο είχε ανά έτος 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τετραετία, στο δίσεκτο δηλαδή έτος, προσέθετε μια ημέρα παραπάνω. Επειδή όμως το κάθε ηλιακό έτος διαθέτει στην πραγματικότητα 365,242199 ημέρες, το ιουλιανό ημερολόγιο αποδείχτηκε ότι είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Η αλλαγή ήρθε με το γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο μετονόμασε την 5η Οκτωβρίου του 1582, σε 15η Οκτωβρίου, ώστε η εαρινή ισημερία να πέσει στις 21 Μαρτίου, όπως ακριβώς προέβλεπε και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Τα περισσότερα καθολικά κράτη το υιοθέτησαν μέσα στα επόμενα 5 χρόνια, ενώ τα ορθόδοξα ήταν εντελώς αντίθετα, με αποτέλεσμα να διατηρήσουν το ιουλιανό ημερολόγιο, μέχρι τον 20ό αιώνα. Στην Ελλάδα το γρηγοριανό ημερολόγιο ήρθε στις 16 Φεβρουαρίου του 1923, ενώ η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, σε αντίθεση με το κράτος, διατήρησε το ιουλιανό ημερολόγιο μέχρι το 1924, όπου και τελικά ταυτίστηκε με το πολιτικό, για να ενισχύσει τις ακίνητες εορτές. Το Πάσχα όμως εξακολουθεί να υπολογίζεται με βάση το ιουλιανό σύστημα, όπως και όλες οι υπόλοιπες κινητές εορτές.
Επιπλέον, στη διαφορά των ημερομηνιών που γιορτάζονται τα δύο Πάσχα παίζει ρόλο και ο «μετωνικός κύκλος», που είναι το σύστημα που προβλέπει τις εαρινές πανσελήνους και το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα. Οι καθολικοί, λοιπόν, γιορτάζουν την Ανάσταση σύμφωνα με τον κανόνα της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, όμως υπολογίζουν την πανσέληνο σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο, μαζί με το σφάλμα που φέρει το μετωνικό σύστημα, προσθέτοντας ορισμένες ημέρες, με αποτέλεσμα,η καθολική πανσέληνος να είναι πιο κοντά στην αστρονομική από ότι η ορθόδοξη.
Για τον 21ο αιώνα, το ορθόδοξο Πάσχα υπολογίζεται συνήθως για την περίοδο 4 Απριλίου – 8 Μαΐου, σε αντίθεση με το καθολικό, που κυμαίνεται από τις 22 Μαρτίου μέχρι τις 25 Απριλίου. Μαζί γιορτάζονται μόνο όταν η μετώνεια πασχαλινή πανσέληνος συμπέσει από την Κυριακή μέχρι το Σάββατο της ίδιας εβδομάδας, οπότε την αμέσως επόμενη Κυριακή είναι το διπλό Πάσχα. Συνολικά, για τον παρόντα αιώνα, θα υπάρξουν 31 έτη με κοινό εορτασμό του Πάσχα για τις δύο Εκκλησίες, ενώ κάθε αιώνα θα συμβαίνει όλο και πιο σπάνια αυτό. Μάλιστα, το 2698 υπολογίζεται ότι θα είναι το τελευταίο κοινό Πάσχα, καθώς μετά τα 2700, εξαιτίας του μετώνειου σφάλματος, η ιουλιανή και η γρηγοριανή πανσέληνος δεν θα μπορέσουν να συμπέσουν ποτέ ξανά.