Η κίνηση στους δρόμους δεν οφείλεται μόνον σε έκτακτα περιστατικά ή στον κακό σχεδιασμό βασικών οδικών αξόνων αλλά και στις οδηγικές μας συνήθειες, η αλλαγή των οποίων θα βοηθούσε σημαντικά στον περιορισμό του φαινομένου.
Η κίνηση στους δρόμους αποτελεί μια πραγματική μάστιγα για τις μεγαλύτερες πόλεις του πλανήτη, προκαλώντας όχι μόνον τον εκνευρισμό των οδηγών αλλά και την απώλεια εκατομμυρίων εργατοωρών και λίτρων καυσίμου.
Το ανυπολόγιστο κόστος ενός μποτιλιαρίσματος είναι εκείνο που καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανεύρεση μιας λύσης, η οποία θα βελτίωνε τις συνθήκες κίνησης και θα έβαζε τέλος σε ένα καθημερινό μαρτύριο που ζουν και στη χώρα μας χιλιάδες οδηγοί.
Κι ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις το μείζον πρόβλημα της κυκλοφοριακής συμφόρησης σχετίζεται με τις υποδομές, όπως για παράδειγμα από τη λάθος χάραξη ενός δρόμου ή την εγγενή αδυναμία του να υποστηρίξει τον κυκλοφοριακό φόρτο, σε άλλες περιπτώσεις η λύση βρίσκεται στις ίδιες τις οδηγικές μας συνήθειες.
Το γνωστό και ως μποτιλιάρισμα-φάντασμα είναι εκείνο που προκαλείται χωρίς λόγο και αιτία και τις περισσότερες φορές προκύπτει από την αδυναμία των περισσότερων οδηγών να ακολουθήσουν τη ροή της κίνησης χωρίς να επιταχύνουν και το σημαντικότερο να επιβραδύνουν άσκοπα.
Ακούγεται απλό, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Επιβραδύνοντας άσκοπα, αναγκάζουμε τον οδηγό που ακολουθεί να κάνει το ίδιο και μάλιστα με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση, προκαλώντας ένα φαινόμενο το οποίο παραπέμπει σε ντόμινο.
Έρευνα έχει αποδείξει ότι στην περίπτωση που ένας οδηγός επιβραδύνει για δύο δευτερόλεπτα αναγκάζει τον οδηγό που ακολουθεί να πράξει το ίδιο για τέσσερα δευτερόλεπτα, με τον τρίτο οδηγό να πιέζει το πεντάλ του φρένου για έξι δευτερόλεπτα και ούτω καθ’ εξής.
Βάσει του παραπάνω αξιώματος, ένα ανεπαίσθητο φρενάρισμα είναι ικανό να προκαλέσει μια σημαντική ανάσχεση της κυκλοφορίας, ιδιαίτερα στις ώρες αιχμής που η κυκλοφορία είναι ούτως ή άλλως πυκνή.
Πώς θα μπορούσε να λύσει κανείς το πρόβλημα αυτό: Με την ακριβώς αντίστροφη μεθοδολογία την οποία ακολουθούμε οι περισσότεροι. Κοινώς, αυξάνοντας την απόσταση που μας χωρίζει από το προπορευόμενο όχημα, επιτυγχάνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τη μείωση της συχνότητας των επιβραδύνσεων και επιτρέποντας άλλα οχήματα να εισέλθουν και να εξέλθουν από την ίδια λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να επηρεάσουν τον ρυθμό κίνησης.
Όπως προαναφέραμε, αν και η λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα φαντάζει απλή, στην πραγματικότητα δεν είναι καθώς ελάχιστοι είναι εκείνοι οι οδηγοί που μπορούν την εφαρμόσουν στην πράξη και ακόμα πιο λίγοι είναι αυτοί που θα σεβαστούν την απόσταση που διατηρεί κάποιος από το προπορευόμενο όχημα χωρίς να το ερμηνεύσει ως ευκαιρία να κερδίσει έδαφος.