Ένα από τα μεγαλύτερα επιβατηγά πλοία του κόσμου και «αδελφάκι» του Τιτανικού, ο Βρετανικός ναυπηγήθηκε και καθελκύστηκε σαν σήμερα στις 26 Φεβρουαρίου του 1914, από το ναυπηγείο Harland and Wolff στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας.
Ο Βρετανικός ήταν το νεότερο «αδελφό» πλοίο του μοιραίου «Τιτανικού» και του «Ολύμπικ», το τρίτο και μεγαλύτερο υπερωκεάνιο της εταιρείας White Star Line με μήκος 271 μέτρα και εκτόπισμα 48.158 τόνους.
Τα τραγικά νέα για το ναυάγιο του Τιτανικού, που μετά την πρόσκρουση με παγόβουνο παρέσυρε στον υγρό τάφο του 1.514 από τους 2.224 επιβαίνοντες, βρήκαν τον Βρετανικό στο ναυπηγείο.
Η βύθιση του Τιτανικού οδήγησε τότε τους ναυπηγούς να αλλάξουν πολλά από τα σχέδια τους, αν και τελευταία στιγμή, για να γίνουν οι απαραίτητες βελτιώσεις ώστε το πλοίο να είναι ακόμα πιο ασφαλές και να μην επαναληφθούν τραγωδίες όπως αυτή του Τιτανικού.
Έτσι ο Βρετανικός σχεδιάστηκε με ισχυρότερο σκαρί για να αντέχει στα παγόβουνα και καλύτερα μέτρα ασφαλείας, όπως σωστικές λέμβους για όλους.
Παρά τις βελτιωτικές τροποποιήσεις, το 50.000 τόνων πλοίο Βρετανικός δεν χρειάστηκε παρά 55 λεπτά για να χαθεί από την επιφάνεια της θάλασσας και να θαφτεί στον βυθό.
Ο Βρετανικός ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που χάθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πλοίο εγκαινιάστηκε το 1914, αλλά πολύ σύντομα, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπαγόρευσε την αλλαγή της χρήσης του.
Το πλοίο επιστρατεύτηκε και βάφτηκε λευκό με μεγάλους κόκκινους σταυρούς, αφού λειτούργησε σαν πλωτό νοσοκομείο.
Με αυτή την ιδιότητα, ο καπετάνιος Τσαρλς Άλφρεντ Μπάρτλετ οδήγησε τον Βρετανικό σε πέντε επιτυχημένα ταξίδια στο πολεμικό μέτωπο της Μέσης Ανατολής μεταφέροντας ασθενείς και τραυματίες πίσω στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Ο Βρετανικός αναχώρησε για το 6ο ταξίδι του, από το Σαουθάμπτον με προορισμό το αρχηγείο της «Βρετανικής Ναυτικής Στρατιωτικής Διοίκησης» στη Λήμνο στις 12 Νοεμβρίου 1916.
Το πλοίο πέρασε το Γιβραλτάρ κι έφτασε στη Νάπολη το πρωί της 17ης Νοεμβρίου, όπου αγκυροβόλησε για να ανεφοδιαστεί με κάρβουνο και νερό.
Όμως οι κακές καιρικές συνθήκες κράτησαν το πλοίο στη Νάπολη μέχρι το απόγευμα της Κυριακής 19 Νοεμβρίου.
Σε ένα διάλειμμα της κακοκαιρίας, ο πλοίαρχος αποφάσισε να αναχωρήσει. Το πλοίο πέρασε το στενό της Μεσσήνης χωρίς προβλήματα αφού η κακοκαιρία είχε πλέον κοπάσει.
Νωρίς το πρωί της 21ης Νοεμβρίου και καθώς έπλεε προς την Αθήνα για να παραλάβει τραυματίες, μία μεγάλη έκρηξη συντάραξε το πλοίο.
Παρότι τα σενάρια είναι διάφορα, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, ο Βρετανικός χτύπησε σε γερμανική νάρκη.
Ειδικότερα, συγκρούστηκε με μία από τις 12 νάρκες που είχαν ποντιστεί στο στενό της Κέας.
Η έκρηξη έγινε στη δεξί τμήμα του πλοίου, ανάμεσα στα αμπάρια 2 και 3 και αμέσως το πλοίο άρχιζε να βάζει νερά.
Ο καπετάνιος Μπάρτλετ διέταξε να κλείσουν οι αεροστεγείς πόρτες, έστειλε σήμα κινδύνου και διέταξε το πλήρωμα να προετοιμάσει τις σωσίβιες λέμβους. Όμως η έκρηξη είχε ήδη προκαλέσει ζημιά μεγαλύτερη από εκείνη που βύθισε τον Τιτανικό.
Παρά τις προσπάθειες του καπετάνιου, το πλοίο βυθιζόταν.
Έπειτα από μόλις 55 λεπτά, το σκαρί των 269 μέτρων βρέθηκε στο βυθό, σε βάθος 120 μέτρων.
Στο πλοίο επέβαιναν 1.065 άτομα. Τα θύματα ήταν μόνο 30 (21 μέλη του πληρώματος και 9 άνδρες του Βασιλικού Υγειονομικού Σώματος).
Τα υπόλοιπα 1.035 άτομα που επέβαιναν, μπόρεσαν να διασωθούν. Ανάμεσα σε αυτούς που γλύτωσαν, ήταν η Βάιολετ Τζέσοπ που είχε επιζήσει και απ’ το ναυάγιο του Τιτανικού, ενώ επέβαινε και στο Ολύμπικ, την ημέρα της σύγκρουσης του με το πολεμικό πλοίο HMS Hawke!
Δύο αγγλικά αντιτορπιλικά, το HMS Heroic και το HMS Scourge, ήταν τα πρώτα που έσπευσαν να βοηθήσουν στη διάσωση και τα οποία μετέφεραν τους διασωθέντες στον Πειραιά και στο Φάληρο το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Συνολικά, πέντε από τους τραυματίες υπέκυψαν στα τραύματα τους μετά τη διάσωση.
Το αντιτορπιλικό «Foxhound» εμφανίστηκε λίγο πριν το μεσημέρι και το βράδυ, οι περισσότεροι από τους επιζώντες είχαν κατανεμηθεί με ασφάλεια στα βρετανικά και γαλλικά πλοία που ήταν αγκυροβολημένα στον κόλπο της Σαλαμίνας.
Ο Βρετανικός, αν και ήταν καλά προετοιμασμένος για όλα τα ενδεχόμενα, πιθανότατα θα είχε αποφύγει τη βύθιση, εάν δεν γίνονταν δύο μοιραία λάθη.
Πρώτον, ο καπετάνιος αποφάσισε να πλεύσει προς την Κέα, ελπίζοντας να προλάβει να φέρει το πλοίο στα αβαθή. Η προσπάθειά του αυτή μπορεί και να είχε στεφθεί από επιτυχία εάν οι νοσοκόμοι του πλοίου δεν είχαν ανοίξει τα φινιστρίνια για να αερίσουν τις πτέρυγες των ασθενών. Καθώς το πλοίο ανέπτυξε ταχύτητα, νερό άρχισε να μπαίνει από τα φινιστρίνια με αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν οι χώροι.
Δεύτερον, επικράτησε τόσο μεγάλη σύγχυση που μέλη του πληρώματος επιχείρησαν να κατεβάσουν σωστικές λέμβους, χωρίς να έχουν πάρει σχετική εντολή.
Με δεδομένο ότι το πλοίο έπλεε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, οι βάρκες κομματιάστηκαν από τις προπέλες και όσοι επέβαιναν σε αυτές βρήκαν τραγικό θάνατο.
Περίπου 30 λεπτά αργότερα, ο κυβερνήτης Μπάρτλετ συνειδητοποίησε ότι το πλοίο θα βυθιζόταν και έδωσε εντολή για εγκατάλειψη.
Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε σε βάθος 120 μέτρων από τον Ζακ Κουστώ το 1975. Ο ίδιος και η ομάδα του ήταν οι πρώτοι, που το εξερεύνησαν ένα χρόνο αργότερα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Βρετανός ερασιτέχνης ιστορικός Σάιμον Μιλς αγόρασε το ναυάγιο. Έγραψε δύο βιβλία, συμμετείχε στην παραγωγή αρκετών τηλεοπτικών προγραμμάτων και είχε βασικό ρόλο στην οργάνωση πολλών καταδυτικών αποστολών.