Επιστήμονες της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας της Αιματολογικής Κλινικής του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης ανέπτυξαν θεραπεία για τον κορωνοϊό η οποία προέρχεται από Τ-λεμφοκύτταρα αναρρωσάντων από COVID-19.
Η θεραπεία υπόσχεται να βοηθήσει νοσηλευόμενους ασθενείς υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση εξαιτίας του νέου κορωνοϊού – μάλιστα ήδη, στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής φάσης Ι, χορηγήθηκε σε μια 70χρονη ασθενή με θεαματικά αποτελέσματα.
Πού βασίστηκε η έρευνά τους
Η υπό έρευνα κυτταρική θεραπεία των ειδικών του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» βασίστηκε σε προηγούμενη πολύτιμη γνώση, την οποία οι επιστήμονες της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας απέκτησαν προσπαθώντας να βοηθήσουν μεταμοσχευμένους ασθενείς που, λόγω της ανοσοκαταστολής, κινδυνεύουν από πλήθος (κυρίως ιογενών) λοιμώξεων.
Οπως εξηγεί η δρ Αναστασία Παπαδοπούλου, βιοχημικός, υπεύθυνη Παραγωγής Κυττάρων στη Μονάδα Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας, «η φιλοσοφία μας ήταν να βοηθήσουμε την αδύναμη άμυνα των μεταμοσχευμένων ασθενών προσφέροντάς τους κυτταρικούς «στρατιώτες» από υγιείς δότες με ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. Ετσι επικεντρωθήκαμε στα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης που αναπτύσσονται μετά από έκθεση σε συγκεκριμένο ιό και τα οποία, αφού πολλαπλασιαστούν στο εργαστήριο και χορηγηθούν στον «αδύναμο» λήπτη, τον βοηθούν να ενισχύσει την άμυνά του ενάντια στον ιογενή εχθρό. Γνωρίζουμε ότι μετά την έγχυσή τους τα Τ-λεμφοκύτταρα παραμένουν ζωντανά για πολλά χρόνια και έτσι, αν εμφανιστεί και πάλι ο ιογενής αντίπαλος, μπορούν να τον αναγνωρίσουν και να τον αντιμετωπίσουν ξανά».
Διάφοροι ιοί στο στόχαστρο
Οι Ελληνες επιστήμονες ανέπτυξαν μάλιστα κυτταρική θεραπεία για τους μεταμοσχευμένους ασθενείς που στοχεύει ταυτοχρόνως διάφορους ιούς όπως ο κυτταρομεγαλοϊός, ο ιός Εpstein-Barr και ο ιός ΒΚ. «Κυτταρική θεραπεία χορηγήσαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε μεταμοσχευμένους ασθενείς στο πλαίσιο κλινικής δοκιμής το 2019. Μέχρι σήμερα 15 ασθενείς έχουν υποβληθεί σε αυτή, με ποσοστό απόκρισης άνω του 95%» σημειώνει η δρ Παπαδοπούλου.
Η προσαρμογή στην COVID
Τα τόσο ενθαρρυντικά αυτά αποτελέσματα ώθησαν την ομάδα, όταν εμφανίστηκε η σαρωτική πανδημία του SARS-CoV-2, να σκεφτεί να φέρει τη μέθοδο στα «μέτρα» των ασθενών με COVID-19, αναφέρει η δρ Ευαγγελία Γιαννάκη, αιματολόγος, διευθύντρια στη Μονάδα Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας και στη Μονάδα Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων της Αιματολογικής Κλινικής.
«Στην περίπτωση της COVID-19, δότες των Τ-κυττάρων μπορούν να γίνουν αναρρώσαντες ακόμη και από ήπια νόσο. Σε ό,τι αφορά τους εν δυνάμει λήπτες, αυτοί είναι ασθενείς νοσηλευόμενοι που κινδυνεύουν από σοβαρή νόσηση – ο κίνδυνος αυτός αποτυπώνεται μέσα από συγκεκριμένα κριτήρια που περιλαμβάνουν τον βαθμό λεμφοπενίας, την ύπαρξη πνευμονίας, την ανάγκη για οξυγόνο αλλά και τα επίπεδα ορισμένων βιοδεικτών. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η παρουσία και ο αριθμός συννοσηροτήτων του ασθενούς. Σε ό,τι αφορά την ηλικία των υποψηφίων ληπτών, μέχρι πρότινος τα κριτήρια που είχε θέσει η Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας επέτρεπαν μόνο σε ηλικιωμένα άτομα να λάβουν τη θεραπεία – σύντομα όμως τα ηλικιακά κριτήρια θα ανοίξουν και για τους άνω των 18 ετών που έχουν ανάγκη νοσηλείας και πληρούν τις υπόλοιπες προϋποθέσεις».
Ειδική τεχνολογία και υποδομές
Πόσα κύτταρα χρειάζεται να λάβει όμως ένας ασθενής με COVID-19; Η δρ Παπαδοπούλου διευκρινίζει ότι «στους μεταμοσχευμένους ασθενείς είχαμε δει ότι χρειάζονται 20.000.000 κύτταρα ανά τ.μ. της επιφάνειας του σώματος. Στη φάση Ι της μελέτης που βρίσκεται σε εξέλιξη για την COVID-19, έχουμε ξεκινήσει με 15.000.000 κύτταρα, με προοπτική χρήσης περισσότερων αν χρειαστεί. Σημειώνεται ότι η θεραπεία απαιτεί ειδική τεχνολογία και υποδομή για την παραγωγή της και παράγεται στη δική μας Μονάδα που είναι η πρώτη εξειδικευμένη και αδειοδοτημένη από τον ΕΟΦ Μονάδα στην Ελλάδα για παραγωγή κυτταρικών προϊόντων για χρήση στον άνθρωπο».
Μάλιστα στο πλαίσιο αυτής της δοκιμής φάσης Ι (που έχει ήδη περάσει από… σαράντα κύματα με πλήθος καθυστερήσεων και έλλειψη χρηματοδότησης, η οποία τελικώς βρέθηκε κατά κύριο λόγο από την Επιτροπή Ελλάδα 2021, αλλά και από το νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» και μέσω crowdfunding) η θεραπεία των Τ-λεμφοκυττάρων χορηγήθηκε στις 2 Ιουνίου σε μια 70χρονη ασθενή με COVID-19 στο νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου».
«Η νοσηλευόμενη ασθενής», περιγράφει η δρ Γιαννάκη, «εμφάνιζε τρία υποκείμενα νοσήματα – στεφανιαία νόσο για την οποία είχε υποβληθεί σε αγγειοπλαστική, σακχαρώδη διαβήτη και υπέρταση. Είχε πνευμονία με ανάγκη οξυγόνου και λεμφοπενία. Λάμβανε τη συμβατική θεραπεία για την αντιμετώπιση της COVID-19 ενώ παράλληλα, την τρίτη ημέρα νοσηλείας, έλαβε ενδοφλεβίως την κυτταρική θεραπεία. Τέσσερις ημέρες μετά η βελτίωσή της ήταν θεαματική χωρίς να εμφανιστούν παρενέργειες. Σε μία εβδομάδα από τη λήψη της θεραπείας επέστρεψε στο σπίτι της».
Οι ερευνήτριες ελπίζουν ότι μέσα στο επόμενο διάστημα θα ολοκληρωθεί η κλινική δοκιμή φάσης Ι που πρωτίστως διερευνά την ασφάλεια της θεραπείας και η οποία θα περιλάβει 6 έως 12 ασθενείς προκειμένου να συνεχιστεί η μελέτη με τη φάση ΙΙ, που θα είναι τυχαιοποιημένη. Στη φάση ΙΙ που εκτιμάται ότι θα ολοκληρωθεί σε περίπου τέσσερις μήνες από την έναρξή της, 30 ασθενείς θα λάβουν μόνο τη συμβατική θεραπεία ενώ 60 θα λάβουν συνδυασμό της συμβατικής θεραπείας με Τ-λεμφοκύτταρα.
Ζωντανό και εξελισσόμενο
Το σημαντικό με αυτή την κυτταρική θεραπευτική προσέγγιση είναι ότι αφορά ουσιαστικώς ένα φάρμακο «»ζωντανό», γιατί μπορεί να πολλαπλασιάζεται και να αντιδρά στα ερεθίσματα και εξελισσόμενο καθώς θα μπορεί να τροποποιείται με βάση τα νέα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού που θα κάνουν την εμφάνισή τους εφόσον θα προέρχεται από αναρρώσαντες δότες μετά από λοίμωξη με μεταλλαγμένο στέλεχος» υπογραμμίζει η δρ Γιαννάκη.
Πάντως, πιθανότατα δεν θα απαιτείται «ειδικός» δότης για την αντιμετώπιση νόσησης από νέο, μεταλλαγμένο στέλεχος, σύμφωνα με τη δρα Παπαδοπούλου. Και αυτό διότι «στοχεύοντας τρία αντιγόνα ταυτοχρόνως – τόσο της πρωτεΐνης-ακίδας όσο και της μεμβράνης και του νουκλεοκαψιδίου του SARS-CoV-2 – θα μπορεί να είναι αποτελεσματική ενάντια σε πλήθος μεταλλάξεων. Εχει ήδη δείξει εργαστηριακά την αποτελεσματικότητά της ενάντια στο μεταλλαγμένο στέλεχος Α και το αφρικανικό στέλεχος και αναμένεται να τη μελετήσουμε και ενάντια στο στέλεχος Δ».
10 ημέρες απαιτούνται για την παραγωγή ενός κυτταρικού προϊόντος στη Μονάδα του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου».
20 δότες, όλοι μέχρι στιγμής υγειονομικοί, έχουν προσφέρει κύτταρα – πρώτος στόχος των ερευνητών είναι να ληφθούν συνολικά κύτταρα από 30 δότες, τα οποία θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες 100 ασθενών –, όσοι θα χρειαστούν για τη διεξαγωγή και της κλινικής δοκιμής φάσης ΙΙ.
95%και άνω είναι η πιθανότητα να βρεθεί συμβατό κυτταρικό προϊόν για έναν ασθενή που θα το έχει ανάγκη.
«Υποσχόμενη θεραπεία που πρέπει να δοκιμαστεί περαιτέρω»
Ο συντονιστής διευθυντής της Αιματολογικής Κλινικής, της Μονάδας Μεταμόσχευσης Αιμοποιητικών Κυττάρων και της Μονάδας Γονιδιακής και Κυτταρικής Θεραπείας στο νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» κ. Αχιλλέας Αναγνωστόπουλος (φωτογραφία) αναφέρει στο «Βήμα» ότι «έχουμε υψηλές προσδοκίες μετά τα αποτελέσματα της δοκιμής μας σε μεταμοσχευμένους ασθενείς αλλά και της πολύ καλής απόκρισης που είχε η μία μέχρι στιγμής ασθενής με COVID-19 που έλαβε τη θεραπεία. Δεν λέμε ότι βρήκαμε το φάρμακο ενάντια στη νόσο που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, αλλά μια υποσχόμενη πιθανή θεραπεία η οποία πρέπει να δοκιμαστεί τώρα περαιτέρω».