Φρούτα όπως τα μούρα, τα μήλα, τα αχλάδια και το κρασί, φαίνεται πως επιδρούν θετικά στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Hypertension.
«Το εντερικό μας μικροβίωμα παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των φλαβονοειδών για την ενίσχυση των καρδιοπροστατευτικών τους επιδράσεων και η μελέτη αυτή παρέχει στοιχεία που υποδεικνύουν ότι αυτές οι επιδράσεις μείωσης της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνονται με απλές αλλαγές στην καθημερινή διατροφή», αναφέρει ο επικεφαλής ερευνητής, Aedín Cassidy, Ph.D., καθηγητής Διατροφολογίας και Προληπτικής Ιατρικής στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ασφάλειας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Queen.
Με ολοένα και περισσότερες έρευνες να υποδεικνύουν ότι τα φλαβονοειδή μπορεί να μειώνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, η παρούσα μελέτη αξιολόγησε τον συσχετισμό ανάμεσα στην κατανάλωση τροφίμων πλούσιων σε φλαβονοειδή, την αρτηριακή πίεση και την ποικιλία του εντερικού μικροβιώματος. Διερεύνησε, επίσης, πόση ποικιλία εντός του μικροβιώματος θα μπορούσε να εξηγήσει τον συσχετισμό ανάμεσα στην πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε φλαβονοειδή και την αρτηριακή πίεση.
Στη μελέτη συμμετείχαν 904 ενήλικες 25-82 ετών από την τράπεζα δεδομένων PopGen της Γερμανίας, το 57% των οποίων ήταν άνδρες. Οι ερευνητές αξιολόγησαν την πρόσληψη τροφίμων των συμμετεχόντων, το εντερικό μικροβίωμα και τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης μαζί με άλλους κλινικούς και μοριακούς φαινότυπους σε τακτικές εξετάσεις παρακολούθησης. Συγκέντρωσαν, ακόμη, πληροφορίες για τον τρόπο ζωής τους, το φύλο, την ηλικία, το κάπνισμα, τη χρήση φαρμάκων και τη φυσική δραστηριότητα, καθώς και το οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου, τον αριθμό θερμίδων και φυτικών ινών που καταναλώνονταν καθημερινά, καθώς και το ύψος και το βάρος τους για τον υπολογισμό του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).
Η ανάλυση της τακτικής πρόσληψης φλαβονοειδών μαζί με το εντερικό μικροβίωμα και τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης έδειξε ότι:
Οι συμμετέχοντες με την υψηλότερη πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε φλαβονοειδή, όπως τα μούρα, το κόκκινο κρασί, τα μήλα και τα αχλάδια, είχαν χαμηλότερα επίπεδα συστολικής αρτηριακής πίεσης, καθώς και μεγαλύτερη ποικιλία στο εντερικό τους μικροβίωμα από όσους κατανάλωναν τα λιγότερα φλαβονοειδή.
Έως και το 15,2% του συσχετισμού μεταξύ των πλούσιων σε φλαβονοειδή τροφίμων και της συστολικής αρτηριακής πίεσης μπορούσε να εξηγηθεί από την ποικιλία που εντοπιζόταν στο εντερικό μικροβίωμα.
Η κατανάλωση 1,6 μερίδας μούρων ημερησίως (μία μερίδα αντιστοιχεί σε 80 γραμμάρια) σχετίστηκε με μέση μείωση των επιπέδων συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 4,1 mm Hg και σχεδόν 12% του συσχετισμού εξηγήθηκε από παράγοντες του εντερικού μικροβιώματος.
Η κατανάλωση 2,8 ποτηριών κόκκινου κρασιού (ένα ποτήρι αντιστοιχεί σε 125 ml) την εβδομάδα σχετίστηκε με κατά μέσο όρο 3,7 mm Hg χαμηλότερη συστολική αρτηριακή πίεση, το 15% της οποίας μπορούσε να εξηγηθεί από το εντερικό μικροβίωμα.
«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι οι μελλοντικές δοκιμές θα πρέπει να εξετάσουν τους συμμετέχοντες σύμφωνα με το μεταβολικό τους προφίλ προκειμένου να μελετήσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον ρόλο του μεταβολισμού και του εντερικού μικροβιώματος στη ρύθμιση των επιδράσεων των φλαβονοειδών στην αρτηριακή πίεση. Η καλύτερη κατανόηση της απόλυτα εξατομικευμένης ποικιλίας του μεταβολισμού φλαβονοειδών θα μπορούσε να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερα οφέλη όσον αφορά στην καρδιαγγειακή προστασία από τα πλούσια σε φλαβονοειδή τρόφιμα σε σχέση με άλλους», καταλήγει ο Δρ. Cassidy.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις συστάσεις της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, όσοι δεν καταναλώνουν αλκοόλ δεν πρέπει να το ξεκινήσουν, παρά τα πιθανά οφέλη που προκύπτουν από την παρούσα μελέτη. Σε κάθε περίπτωση, οι συγγραφείς τονίζουν ότι το αλκοόλ πρέπει να καταναλώνεται σε μέτριες ποσότητες και ότι η ύπαρξη άλλων, μη αξιολογημένων παραγόντων που μπορεί να έχουν επηρεάσει τα αποτελέσματα συνηγορεί στο ότι τα ευρήματα δεν αποδεικνύουν άμεση σχέση αιτίου-αποτελέσματος.