Ένα νέο διαγνωστικό αιματολογικό τεστ υπόσχεται πιο έγκαιρη και εύστοχη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής.
Βρετανοί ερευνητές εντόπισαν δύο νέους βιοδείκτες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πιο εύστοχη και έγκαιρη διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής, όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του European Heart Journal.
Η Κολπική Μαρμαρυγή (ΚΜ) είναι η πιο συχνή αρρυθμία στην κλινική πράξη και η συχνότητά της αυξάνεται με την ηλικία. Είναι σπάνια στους νέους αλλά, μετά την ηλικία των 65 ετών, το 5% του πληθυσμού παρουσιάζει την αρρυθμία αυτή. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπολογίζεται ότι 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι πάσχουν από κάποια μορφή κολπικής μαρμαρυγής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η πάθηση είναι ασυμπτωματική, δηλαδή ο ασθενής δεν έχει εμφανή συμπτώματα με αποτέλεσμα να μην αντιλαμβάνεται ότι πάσχει. Ωστόσο, οι πάσχοντες από κολπική μαρμαρυγή έχουν αυξημένες πιθανότητες θρόμβωσης και εγκεφαλικού επεισοδίου. Για την αποφυγή τους συστήνεται η χορήγηση αντιπηκτικών παραγόντων.
Καίριας σημασίας είναι, λοιπόν, ο έγκαιρος και ενδελεχής προληπτικός έλεγχος των ασθενών ώστε να λαμβάνουν την απαραίτητη αγωγή για την αποτροπή δυνητικά θανατηφόρων ανεπιθύμητων επιπλοκών.
Εκτός από το ηλεκτροκαρδιογράφημα, ομάδα ειδικών από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, με πρώτη συγγραφέα την Δρ. Winnie Chua, προτείνει και τη χρήση ενός νέου διαγνωστικού αιματολογικού τεστ που βασίζεται σε δύο βιοδείκτες και θα μπορούσε εύκολο να γίνει σε ένα γενικό ιατρείο.
Οι ερευνητές ανέλυσαν 40 συχνούς καρδιαγγειακούς βιοδείκτες σε ένα δείγμα 638 νοσοκομειακών ασθενών που είχαν ενταχθεί στο δείγμα από τον Σεπτέμβριο του 2014 έως και τον Αύγουστο του 2016.
Για να καταλήξουν στου δύο επικρατέστερους βιοδείκτες, συνδύασαν παραδοσιακά στατιστικά μοντέλα με ένα καινοτόμο πρόγραμμα μηχανικής μάθησης.
«Αν και ο βιοδείκτης BNP χρησιμοποιείται ήδη στην κλινική πρακτική, τα αποτελέσματα για την αποτελεσματικότητα του FGF-23 ήταν αναπάντεχα. Ο FGF-23 προς το παρόν χρησιμοποιείται μόνο σε ερευνητικές συνθήκες, αλλά στο πλαίσιο της μελέτης μας δείξαμε πως μπορεί να γίνει απαραίτητος στην καθημερινότητα του κλινικού γιατρού», εξηγεί η Δρ. Larissa Fabritz, μέλος της συντακτικής ομάδας.
Ο καθηγητής Paulus Kirchhof, διευθυντής στο Ινστιτούτο Καρδιαγγειακών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Μπέρμιγχαμ συμπληρώνει ότι «ελπίζουμε ως αποτέλεσμα των ευρημάτων μας περισσότεροι άνθρωποι με τη «σιωπηλή» νόσο της κολπικής μαρμαρυγής να διαγιγνώσκονται εγκαίρως και να αποτρέπονται οι επιπλοκές της».