Η πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν μερικά χρόνια, αποδεικνύει περίτρανα για μία ακόμη φορά τη βασική αρχή που διέπει την ανθρώπινη φύση: ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ.
Πληθυσμιακές μελέτες έχουν δείξει ότι η διατροφή μας επηρεάζει την υγεία μας.
Ως εκ τούτου, ο σκοπός της μελέτης ήταν να αναλύσει τις διαφορές μεταξύ των διαφορετικών διατροφικών ομάδων παίρνοντας υπόψιν τις μεταβλητές που αφορούν την υγεία.
Το δείγμα που χρησιμοποιείται για αυτή τη συγχρονική μελέτη λήφθηκε από το Austrian Health Interview Survey AT-HIS 2006/07.
Σε πρώτο στάδιο, τα άτομα αντιστοιχίστηκαν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση.
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων που συμμετείχαν στην ανάλυση ήταν 1320 (όπου αναλογούσαν 330 άτομα για κάθε μορφή δίαιτας: χορτοφάγους, παμφάγους με έμφαση στα φρούτα και λαχανικά, παμφάγους με λιγότερη έμφαση στο κρέας και παμφάγους με έμφαση στο κρέας).
Πραγματοποιήθηκαν αναλύσεις και ελέγχθηκαν παράγοντες στον τρόπο ζωής στους ακόλουθους τομείς:
της υγείας (αξιολόγηση τωρινής υγείας, αριθμός χρόνιων παθήσεων και καρδιαγγειακοί κίνδυνοι), της υγειονομικής περίθαλψης (ιατρική περίθαλψη, εμβολιασμοί, προληπτικές εξετάσεις) και της ποιότητας ζωής των συμμετεχόντων.
Επιπλέον, κάποιες διαφορές που παρουσιάστηκαν σε 18 ετών καταστάσεις, αναλύθηκαν με τη βοήθεια του Chi-square τεστ.
Συνολικά, το 76,4% όλων των ασθενών ήταν γυναίκες, το 40,0% των ατόμων ήταν ηλικίας κάτω των 30 ετών, το 35,4% ήταν μεταξύ 30 και 49 ετών και το 24,0% ήταν άνω των 50 ετών.
Επίσης, το 30,3% των ατόμων είχαν χαμηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, το 48,8% είχαν μεσαία και το υπόλοιπο 20.9% είχε υψηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση.
Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι μια χορτοφαγική διατροφή συνδέεται με χαμηλότερο ΔΜΣ και έχει λιγότερο συχνή κατανάλωση αλκοόλ.
Επίσης, μας έδειξαν ότι μια χορτοφαγική διατροφή συνδέεται με προβλήματα υγείας(υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης καρκίνου, αλλεργιών και διαταραχών της ψυχικής υγείας), είχαν υψηλότερη ανάγκη υγειονομικής περίθαλψης, και φτωχότερη ποιότητα ζωής.
Ως εκ τούτου, απαιτούνται προγράμματα δημόσιας υγείας, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος για την υγεία της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας, λόγω των διατροφικών τους παραγόντων.